Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Οι δωσίλογοι
Συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης
Κατηγορία Δοκίμιο - Ιστορία
Εκδότης Αλεξάνδρεια
Συντάκτης-ρια Αναστασία Δημακοπούλου
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Η αγάπη μου για το ιστορικό μυθιστόρημα και ιδιαίτερα για την ιστοριογραφία της σύγχρονης και νεότερης Ελλάδας είναι μεγάλη! Αναζητώ πραγματείες για εποχές που ο ελληνικός λαός έχει δοκιμαστεί ανελλιπώς, όπως η κατοχή, ο εμφύλιος, τα Δεκεμβριανά, η δικτατορία.
Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μου μία εκτενής μελέτη του Μενέλαου Χαραλαμπίδη για τις κυβερνήσεις κατοχής και συνεργασίας με τον κατακτητή, κατά την Γερμανική Κατοχή. Αντικείμενο του βιβλίου είναι η μελέτη του φαινομένου της συνεργασίας με τον Γερμανό κατακτητή, πολιτική, οικονομική και ένοπλη (υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, ανώτερες θέσεις αξιωματούχων στην Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή, Γερμανική Αρχή, Τάγματα Ασφαλείας κ.α.) όπως αυτή εκδηλώθηκε στο Ν. Αττικής.
Το βιογραφικό του συγγραφέα πλούσιο και, εκτός από την πολύ ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία του, έχει συνεπιμεληθεί τρεις συλλογικούς τόμους για την σύγχρονη ιστορία, ενώ από το 2013 ασχολείται συστηματικά με τη Δημόσια Ιστορία. Συμμετέχει σε ομάδα ιστορικών που σχεδίασε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Δημόσια Ιστορία» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Ήταν ο εμπνευστής και επιστημονικός υπεύθυνος των δράσεων με τίτλο «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη». Από το 2013 πραγματοποιεί ιστορικούς περιπάτους για την περίοδο της Κατοχής και των Δεκεμβριανών.
Ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του Στους αγωνιστές και αγωνίστριες που μοιράστηκαν μαζί μου το κατοχικό τους παρελθόν.
Πολυσέλιδη είναι η επιστημονική βιβλιογραφία που μελέτησε και παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Καθοριστικής επίσης σημασίας για την συγγραφή του βιβλίου ήταν και η πρόσβασή του στα Γενικά και Ιστορικά Αρχεία του Κράτους τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Βρετανία και Γερμανία, όπως και οι αμέτρητες ώρες αναζήτησης και διασταύρωσης στοιχείων στα Ληξιαρχεία Δήμων και Κοινοτήτων του Ν. Αττικής. Τα δικαστικά αρχεία, μεταπολεμικά, αποτέλεσαν μία σημαντική βάση για την έρευνα, αν και πολλές υποθέσεις συνεργασίας με τον κατακτητή αποσιωπήθηκαν ή δεν έφτασαν ποτέ στις δικαστικές αίθουσες.
Δωσίλογος είναι αυτός που θα δώσει λόγο για τις πράξεις του (δώσω + λόγος). Εν προκειμένω, είναι όποιος συνεργάστηκε με τον Γερμανό κατακτητή (εθελούσια ή όχι), ο προδότης του έθνους.
Στο πρώτο που πάει το μυαλό μου ακούγοντας την λέξη δωσίλογος είναι φυσικά οι λαδέμποροι μαυραγορίτες και οι κουκουλοφόροι καταδότες. Ο ίδιος όμως ο συγγραφέας, σε συνέντευξή του αναφέρει, πώς, πριν μπουν οι Γερμανοί στη Ελλάδα και κάποιοι εκμεταλλευτούν την δύσκολη συγκυρία της κατοχής προς προσωπικό οικονομικό όφελος - για ν' αυξήσουν τα εισοδήματά τους πουλώντας παράνομα σε υπέρογκα ποσά, στην μαύρη αγορά -, προπολεμικά λοιπόν, πραγματοποιούνταν άπειρες συναλλαγές με τους Γερμανούς και ιδιαίτερα με γερμανικούς κολοσσούς, όπως η Siemens και η αεροπορική εταιρεία Lufthansa. Συνεπώς η ανάπτυξη των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων πριν τον πόλεμο είχε αποτέλεσμα την σύνδεση πολλών Ελλήνων επιχειρηματιών με τους αντίστοιχους Γερμανούς επιχειρηματίες.
Ο κ. Χαραλαμπίδης ερευνώντας εξονυχιστικά αρχεία ληξιαρχείων παραθέτει πάμπολλα ονόματα οικονομικών συνεργατών, εμπόρων και επιχειρηματιών με τον κατακτητή. Λέει χαρακτηριστικά:
«Ανάμεσα στους κατηγορούμενους για οικονομική συνεργασία στα μεταπολεμικά δικαστήρια σε Αθήνα και Πειραιά, εντοπίζουμε πολλούς επιχειρηματίες που είχαν οικονομικές συναλλαγές με γερμανικές εταιρείες από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Από το Μάιο του 1941, εμπορικοί αντιπρόσωποι γερμανικών εταιριών στην Ελλάδα, έμποροι που διενεργούσαν εισαγωγές και εξαγωγές μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας και διευθυντικά στελέχη μεγάλων γερμανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, συνέχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς προσαρμόζοντας την σχέση συνεργασίας στα νέα δεδομένα που έθετε η στρατιωτική κατοχή της χώρας.
Κανένας δεν ήθελε να αμαυρωθεί η φήμη και το όνομα που είχε με κόπο χτίσει στην αγορά από το γεγονός της συνεργασίας του με τον κατακτητή. Μεταπολεμικά, οι περισσότεροι δικαιολόγησαν την συνεργασία τους επικαλούμενοι ότι εξαναγκάστηκαν από τον κατακτητή.»
Στο πολιτικό σκηνικό τώρα, σύμφωνα με τον συγγραφέα και το βιβλίο, οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις συνεργασίας (του αντιστράτηγου Γ. Τσολάκογλου, του καθηγητή της Ιατρική σχολής Αθηνών, Κ. Λογοθετόπουλου και του πολιτικού Ιωάννη Ράλλη) μέσα από νομοθετικά μέτρα και διατάγματα, αποτέλεσαν τον μηχανισμό που εισήγαγε και με τον τρόπο του – αφού αποτελείτο από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα με κύρος και διάθεση επιβολής -, επέβαλλε στην κατεχόμενη ελληνική κοινωνία τις πολιτικές θέσεις των Γερμανικών Αρχών Κατοχής. Και φυσικά για να διευκολυνθεί η διαδικασία εισαγωγής της γερμανικής πολιτικής ευρύτερα, συνεργάστηκαν με τους κατακτητές πολιτικοί και διοικητικοί φορείς (υπουργεία, πανεπιστήμια, δικαστικό σώμα, φορείς αυτοδιοίκησης, εκκλησίες και άλλα).
«Όταν οι πολίτες έβλεπαν προσωπικότητες να γίνονται «όργανα των Γερμανών, δια τι τάχα {…} δεν θα έπρεπε και αυτοί να προσφέρουν τας υπηρεσίας των εις τους Γερμανούς;
Η συγκρότηση της ελληνικής κυβέρνησης συνεργασίας ήταν επιδίωξη του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ. Σε εντολή του, τις πρώτες μέρες της Κατοχής, ανέφερε ότι στον τομέα της διοίκησης των κατεχόμενων ελληνικών εδαφών «πρέπει όσο το δυνατόν να χρησιμοποιηθεί η ελληνική διοίκηση και να αποφεύγεται η επέμβαση των γερμανικών υπηρεσιών.»
Η ένοπλη συνεργασία αφορά στην στρατολόγηση Ελλήνων στην υπηρεσία των Γερμανικών Αρχών Κατοχής. Συγκεκριμένα, αφορά στα μέλη και σε οπαδούς εθνικοσοσιαλιστικών, αντικομουνιστικών και φασιστικών οργανώσεων, που έδρασαν την περίοδο του μεσοπολέμου, μεταπηδώντας στις Γερμανικές Υπηρεσίες Ασφαλείας. Επίσης, τα γερμανικά δίκτυα κατασκοπείας που δρούσαν στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο, πρωταγωνίστησαν αποτελώντας την πιο σημαντική πηγή στρατολόγησης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, πολλοί από αυτούς ήταν πράκτορες των Γερμανών, προτού ξεσπάσει ο πόλεμος και συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και κατά την διάρκεια της Κατοχής.
«Την περίοδο 1938-1941 το πολυπρόσωπο γερμανικό δίκτυο κατασκόπων, μεταξύ των οποίων και πολλοί Έλληνες, συγκέντρωνε πληροφορίες για τις οχυρώσεις και τις θέσεις του ελληνικού στρατού, για τις παραλιακές αντιαεροπορικές εγκαταστάσεις, για τα ελληνικά λιμάνια…… Με βάση αυτές τις πληροφορίες σχεδιάστηκαν αναλυτικοί χάρτες που αξιοποιήθηκαν αργότερα από τους Γερμανούς επιτελείς κατά την εισβολή των στρατευμάτων τους στην Ελλάδα.»
Δεν ήταν λίγοι οι Γερμανοί κατάσκοποι που επικαλούνταν την επιστημονική ή επιχειρηματική τους ιδιότητα προκειμένου να δικαιολογήσουν την δράση τους. Οι όποιες, προπολεμικές εμπορικές σχέσεις υπήρξαν το εφαλτήριο, για την συνέχιση της συνεργασίας και σε επίπεδο κατασκοπείας.
«Η τυπική σχέση συνεργασίας ξεκινούσε με την ανάληψη υπηρεσίας, για λογαριασμό των Αρχών Κατοχής, ως κατασκόπων, διερμηνέων, καταδοτών, ανακριτών και βασανιστών. Εντός των καθηκόντων τους ήταν οι καταδόσεις αντιστασιακών, Ελλήνων πρακτόρων των συμμαχικών δυνάμεων και Εβραίων, η συμμετοχή από κοινού με Γερμανούς σε έρευνες και συλλήψεις αντιστασιακών, στην διενέργεια των κατοχικών μπλόκων και σε άλλες στρατιωτικές επιχειρήσεις…»
Οι πληροφορίες που παίρνουμε από αυτή την τεκμηριωμένη και πολυσύνθετη ιστορική πραγματεία, ΟΙ ΔΩΣΙΛΟΓΟΙ του Μενέλαου Χαραλαμπίδη, με πάμπολλες παραπομπές σε πλούσιο ιστορικό υλικό και πηγές, είναι τόσες πολλές και άγνωστες για μένα, που αναρωτιέμαι, γιατί έως τώρα δεν έτυχε να διαβάσω κάτι σχετικό. Μήπως όντως είναι ένα θέμα-ταμπού που οι εκάστοτε κυβερνήσεις επέλεξαν ν' αποσιωπήσουν, προσπαθώντας να διαχειριστούν τις συνέπειες αυτού του φαινομένου της συνεργασίας; Η ανασυγκρότηση όχι μόνο του ελληνικού κράτους, αλλά και των κατεστραμμένων χωρών της Ευρώπης που στέναξαν κάτω από την «μπότα» του Γερμανού κατακτητή, ήταν μέγιστη προτεραιότητά τους. Η επιλογή της λήθης, να ξεχάσουν δηλαδή τα όσα οδυνηρά υπέστησαν μαζεύοντας συντρίμμια και αποκαΐδια, ήταν μία συνειδητή επιλογή.
Συνεπώς, ο δωσιλογισμός και η συνεργασία μεγάλου μέρους της «κατοχικής κοινωνίας» με τον κατακτητή έμεινε μία ανοιχτή πληγή, που κάποιοι προτίμησαν να «κουκουλώσουν» και όχι να επουλώσουν, μπροστά στην ανάγκη για αναδιάρθρωση και επιβίωση.
Εν κατακλείδι η ρήση του Τόνυ Τζάντ από το βιβλίο του «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» αντιπροσωπεύει την εν λόγω κατάσταση:
«χωρίς αυτή τη συλλογική αμνησία, η εκπληκτική μεταπολεμική ανάκαμψη της Ευρώπης, δεν θα ήταν εφικτή»
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Η συνεργασία με τον κατακτητή χαρακτήρισε την καθημερινότητα σε όλη την κατεχόμενη Ευρώπη. Πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, δήμαρχοι, δικαστές, ιερείς, δημοσιογράφοι, συνεργάστηκαν στενά με τις αρχές κατοχής, για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Η αρχικά διαφαινόμενη νίκη της Γερμανίας στον πόλεμο, ο αντικομμουνισμός, η απόκτηση γρήγορου και εύκολου πλούτου, η ιδεολογική ταύτιση με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία, η ανάγκη επιβίωσης, ήταν μερικοί από αυτούς.
Στην Ελλάδα, αν και έχουν περάσει 80 ολόκληρα χρόνια από το τέλος της κατοχής, το ζήτημα της συνεργασίας με τον κατακτητή εξακολουθεί να αποτελεί θέμα-ταμπού. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής λήθης που ακολούθησαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, στην προσπάθειά τους να διαχειριστούν τις πολιτικές συνέπειες του πρωτόγνωρου, σε ένταση και έκταση, συλλογικού τραύματος που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία η συνεργασία. Η συνεργασία με τον κατακτητή υπήρξε η αφετηρία του νέου διχασμού, ο οποίος, με τη συμβολή και άλλων παραγόντων, οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχής, των Δεκεμβριανών και τελικά στον εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1940.
Στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε την πολιτική, οικονομική και ένοπλη συνεργασία με τον κατακτητή, όπως εκδηλώθηκε στον νομό Αττικής. Μέσα από τη μελέτη αρχείων που για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται, περιγράφεται η δράση αυτών που συνεργάστηκαν, εξετάζονται οι λόγοι και οι μηχανισμοί ανάπτυξης του φαινομένου της συνεργασίας καθώς και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που ευνόησαν την εμφάνισή τους.
Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι τρεις ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις, ο ρόλος εμπόρων, βιομηχάνων, πολιτικών μηχανικών και άλλων στις οικονομικές συναλλαγές με τους κατακτητές, η δράση της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, των Ταγμάτων Ασφαλείας, των Ελλήνων πρακτόρων των Es-Es και άλλων, που συγκρότησαν το ένοπλο σκέλος της συνεργασίας, και η δικαστική τους αντιμετώπιση μετά το τέλος της κατοχής, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της μελέτης.