Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Σταυραδέρφια
Συγγραφέας Ερνστ Χάφνερ
Κατηγορία Ιστορικό/Πολιτικό μυθιστόρημα
Εκδότης Αρμός
Συντάκτης-ρια Δημήτρης Μπουζάρας
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Το «Σταυραδέρφια» του Ernest Haffner σε μετάφραση της Γιώτας Λαγουδάκου, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, είναι ίσως, ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα που κυκλοφορούν τη φετινή χρόνια, για πολλούς λόγους. Είναι η ιστορία, μιας ομάδας εφήβων, στην καθημερινότητα του Βερολίνου των αρχών, της δεκαετίας του 1930.
Ο Ερνστ Χάφνερ ήταν Γερμανός κοινωνικός λειτουργός, δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, του οποίου το μόνο γνωστό μυθιστόρημα είναι το σταυραδέρφια, με αρχικό τίτλο «Νεαροί στους δρόμους του Βερολίνου» το οποίο εκδόθηκε το 1932. Η αξία του αναγνωρίστηκε άμεσα από τον Μπρούνο Κασίρερ. Το 1933 οι Ναζί έκαψαν τα Σταυραδέρφια. Με το γεγονός αυτό, σχεδόν όλη η γνώση για τον Χάφνερ έγινε καπνός, σε αντίθεση με άλλους «αντιγερμανούς» συγγραφείς όπως ο Μπέρτολντ Μπρεχτ και ο Τόμας Μαν. Γνωρίζουμε μόνο ότι ο Χάφνερ έζησε στο Βερολίνο μεταξύ 1925 και 1933 και διατάχθηκε να εμφανιστεί ενώπιον του λόγω τεχνικού επιμελητηρίου του Ράιχ του Γκέμπελς το 1938. Μετά από αυτό εξαφανίστηκε. Δεν υπάρχει καμία καταγραφή ότι πέθανε σε ένα πεδίο μάχης ή σε ένα στρατόπεδο. Όλη η αλληλογραφία μεταξύ αυτού και του εκδότη καταστράφηκε.
Το μυθιστόρημα πραγματεύεται την καθημερινότητα μιας από τις πολλές ομάδες εφήβων της εποχής, που πάλευαν να ζήσουν σε ένα κόσμο, ο οποίος, μεταμορφωνόταν. Ένα κόσμο, στον οποίο ήταν «αόρατοι», όπως και χιλιάδες άλλοι Βερολινέζοι αλλά όχι μόνο, οι οποίοι, ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, σιτίζονταν από συσσίτια, δίχως κοινωνική μέριμνα, μεταξύ νομού και παρανομίας. Ένα κόσμο μη αποδεκτό από το καθεστώς, ο οποίος, θεωρούνταν απόκλιση από την καθιερωμένη νόρμα οπότε, η ζωή, οι συνθήκες διαβίωσης και συμπεριφοράς, δεν έπρεπε με κανένα τρόπο, να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Ένας κόσμος, που θα έπρεπε να παραμείνει στην αφάνεια ή να αφανιστεί και ο τρόπος, βρέθηκε.
Τον Απρίλιο του 1933, το γραφείο στο οποίο ήταν επικεφαλής ο Γκέμπελς -το Κεντρικό Γραφείο Τύπου και Προπαγάνδας- κήρυξε την «Κινητοποίηση κατά του αντιγερμανικού πνεύματος» η οποία, κατέληξε με την «κάθαρση» χιλιάδων λογοτεχνικών έργων δια πυράς και κάπως έτσι, άρχισε να πέφτει το σκοτάδι στον κόσμο.
Τα «Σταυραδέρφια» του Ερνστ Χάφνερ, ήταν ένα από τα χιλιάδες βιβλία που απαγορεύτηκαν και κάηκαν σε μια τελετουργική καταστροφή βιβλίων και άλλων εντύπων στις 10 Μαΐου 1933. Ένα βιβλίο που όμως ξαναζεί και μας δίνει την ευκαιρία μετά από ογδόντα χρόνια, να το διαβάσουμε.
Η ιστορία αυτή, μπαίνει στα άδυτα του κόσμου του περιθωρίου, της παρανομίας, στις παραμονές της ανόδου του Χίτλερ και μας τον περιγράφει εκ των έσω, σε μια, «βιωματική» αφήγηση. Το Βερολίνο της εποχής, μια γκρίζα πόλη, με καταθλιπτικούς δρόμους κι ανέκφραστα πρόσωπα, έκρυβε στα σπλάχνα της κορμιά και ψυχές πονεμένες, παρασυρόμενες από τους πέντε ανέμους, σχεδόν από τα πρώτα χρόνια, της τρυφερής παιδικής ηλικίας. Ζούσαν στη σκιά, κάνοντας μικρό εγκλήματα και σπαταλώντας τα λιγοστά χρήματα τους, σε καταχρήσεις.
Διέμεναν περιοδικά σε άθλιους ξενώνες, έψαχναν για λίγη ζεστασιά στα βρώμικα δωμάτια δημοσίων και ιδιωτικών κτηρίων, πότε ως ενοικιαστές και πότε ως λαθραίοι, ξοδεύοντας τις ώρες τους, μεταξύ πλήξης και δίψας για ζωή, μπλέκοντας καθημερινά, σε ακραία «παιχνίδια» επιβίωσης με μόνο έπαθλο, λίγη ακόμη ώρα «ελευθερίας».
Ψάχνοντας απεγνωσμένα για ασφάλεια, κάποιες φορές την έβρισκαν στο σκοτάδι των κακόφημων μπαρ, στα ανήλιαγα στενά και στα κρύα εγκαταλειμμένα εργοστάσια, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο, συμμορίες, οι οποίες, επιδίδονταν σε κάθε πιθανή και απίθανη πράξη, ζώντας παράλληλα, την πλήρη εξαθλίωση.
Μέσα στη σκληρή αυτή πραγματικότητα, οι έφηβοι καλούνταν να επιβιώσουν έως το επόμενο πρωί κυνηγημένοι από ανθρώπους και Θεούς, ξεχασμένοι και από τους δύο. Η συνεχής προσπάθεια για επιβίωση, βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην αποδοχή, την «ασφάλεια» και τη βοήθεια, της «αγέλης». Το σύστημα από μόνο του, τους είχε αποβάλει πριν ακόμη προσπαθήσει ανεπιτυχώς να τους «εντάξει» στα γρανάζια του, καταλήγοντας με αυτό τον τρόπο οι έφηβοι, στο έγκλημα και συχνά στην πορνεία.
Σαφώς και η ζωή των υπολοίπων Βερολινέζων δεν ήταν ρόδινη. Χαμένοι στη δίνη των γεγονότων και παρασυρόμενοι από ένα τυφώνα μιας νέας οδυνηρής πραγματικότητας, μιας ακόμη αλλαγής, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρουν διεξόδους, στα οικονομικά και όχι μόνο, αδιέξοδα τους.
Όπως γνωρίζουμε, η ναζιστική μηχανή ήταν μελετημένη στο έπακρο, δίνοντας μεγάλο βάρος στην παιδαγωγική και την προετοιμασία των μελλοντικών πολεμιστών. Ο εθνικοσοσιαλισμός είχε ως προτεραιότητα την απομάκρυνση της νεολαίας από προηγούμενες πολιτισμικές εμπειρίες και για να το πετύχει, έριξε όλες του τις δυνάμεις. Διαμόρφωσε μεθοδικά τους μηχανισμούς της προπαγάνδας του, οι οποίοι, προφανώς, ήταν κομμάτια ενός ευρύτερου παιδαγωγικού σχεδίου. Ενός σχεδίου το οποίο, δε δεχόταν κανενός είδους αποκλίσεις. Οποιαδήποτε θα έπρεπε να θαφτεί εν τη γένεσί της και αν δε καθίστατο αυτό δυνατό, τότε θα έπρεπε να αποκρυφθεί, να μεταμορφωθεί, να στολιστεί όπως και η γενικότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας.
Ο παντογνώστης αφηγητής και η ηθογραφία των χαρακτήρων διεισδύουν χειρουργικά και αποκαλύπτουν κάθε κρυφή πτυχή των ηρώων. Η εξαιρετική τους τοποθέτηση στο κοινωνικό ιστορικό πλαίσιο, μας εισάγουν δίχως να το καταλάβουμε στην καρδιά της καθημερινότητας της εποχής, παρουσιάζοντας με λεπτομέρεια τα τεκταινόμενα. Ξετυλίγονται εμπρός μας, τα βιώματα, οι σκέψεις, τα όνειρα, οι φόβοι, κατανοώντας με αυτό τον τρόπο πως κάθε ακραία συμπεριφορά δεν έχει πηγή το άτομο, αλλά βρίσκεται πολύ πίσω από εκείνο, συνήθως, έντεχνα κρυμμένη. Σε συνδυασμό με τους διαλόγους της σκληρής καθημερινότητας, οι οποίοι προσδίδουν αληθοφάνεια στο κείμενο, ο συγγραφέας καταφέρνει ξαναζωντανέψει μια ολόκληρη εποχή, μέσα από τις σελίδες του.
Είναι εύκολο ο αναγνώστης να καταλάβει για ποιους λόγους το παρόν, όπως και πολλά αλλά μπήκαν στο στόχαστρο του καθεστώτος. Το κατεστημένο, πρόβαλε την καθαρότητα, τη γερμανική υπεροχή και κατά συνέπεια η νεολαία της, θα έπρεπε να ήταν ανάλογη των προσδοκιών και της εικόνας που εκείνο πρόβαλε.
Το «Σταυραδέρφια» είναι μια μηχανή του χρόνου, μέσα από την οποία, γινόμαστε θεατές μιας εποχής η οποία, άλλαξε συθέμελα, τον κόσμο ολόκληρο. Βαθιά ρεαλιστικό, ανθρώπινο, αιχμηρό και έντονο, παρουσιάζει τα γεγονότα μέσα από το μανδύα της μυθοπλασίας με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα και γλωσσική οξύτητα.
Ο αναγνώστης, γνωρίζει συμπεριφορές και νοοτροπίες των ανθρώπων που ζήσαν από πρώτο χέρι τα γεγονότα και αντιλαμβάνεται την απόσταση που τα χωρίζει, όταν εκείνα, παρουσιάζονται από άλλες πηγές, πλήρως εξευγενισμένα. Κατανοεί παράλληλα, πως η απόσταση που χωρίζει την τρέλα και τη λογική δεν είναι μεγάλη και η αλλαγή από μια κατάσταση σε μια νέα, διαρκεί κάποιες φορές, ελάχιστο χρόνο.
Απομακρυνόμενος από τις γενικεύσεις – η απουσία των οποίων, είναι ένα ακόμη θετικό στοιχείο του βιβλίου-, οι οποίες το μόνο που πετυχαίνουν είναι η διαιώνιση του φόβου, του μίσους και του ρατσισμού, αντιλαμβάνεται πως οι νέοι της εποχής αντιστάθηκαν σθεναρά στον όποιο έλεγχο και βία, διεκδίκησαν μια θέση στο ήλιο με κάθε κόστος, πολλές φορές και με την ίδια τη ζωή. Το ίδιο έπραξαν και πολλοί Γερμανοί, οι οποίοι, πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση στους Ναζί «κερδίζοντας» δυστυχώς, μια θέση στο μέτωπο, ή σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης με την κατάληξη που όλοι γνωρίζουμε.
Δοθείσης της ευκαιρίας θα πρέπει να επισημάνουμε πως η σημασία και ο ρόλος της μετάφρασης, είναι καταλυτικός για την επιτυχία ενός βιβλίου. Εδώ τα εύσημα ανήκουν στη Γιώτα Λαγουδάκου, η οποία, έκανε πραγματικά μια σημαντική δουλειά προς αυτή την κατεύθυνση. Το κείμενο, δεν «ξενίζει» κρατώντας παράλληλα, το δικό του περιεχόμενο. Το θέμα της απόδοσης λέξεων, γραμματικής είναι η μία πλευρά της πρόκλησης ίσως, «ελάσσονος» σημασίας, το δυσκολότερο όλων, είναι η απόδοση του κειμένου από τον έναν πολιτισμό στον άλλο και εδώ, έχουμε την απόλυτη επιτυχία.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο, ο αναγνώστης αισθάνεται πως διαβάζει μια ιστορία που διαδραματίζεται στην ελληνική πραγματικότητα της εποχής, αν αφαιρέσουμε, ονομασίες τόπων και χαρακτήρων. Το βιβλίο είναι ευκολοδιάβαστο και σαφέστατο ως αναφορά την απόδοση του στην ελληνική, δίχως σκοτεινά σημεία και αναπάντητα ερωτήματα.
Ένα θαυμάσιο βιβλίο που δύσκολα αφήνει κάνεις απ' τα χέρια του, μια πηγή, η οποία ξέφυγε από την καταστροφή, σε αντίθεση πιθανότατα, με το δημιουργό της. Εκείνο που επίσης το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη, είναι οι έντονοι προβληματισμοί που έχουν να κάνουν με τον χειρισμό ανάλογων περιπτώσεων στην εποχή μας, μιας και με μοχλό την κάθε είδους «κρίση», όλο και περισσότερο δεχόμαστε εισβολές στην καθημερινότητα μας.
Σαφώς τα πράγματα από την εποχή που περιγράφεται, έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, αυτό όμως δε σημαίνει πως θα πρέπει να πάψουμε να επαγρυπνούμε. Πολλά από τα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής συνεχίζουν να υπάρχουν, ζουν στη σκιά της Δημοκρατίας και περιμένουν τη μέρα που θα ξαναζωντανέψουν.
Ένα βιβλίο φόρος τιμής σε όλα όσα κάηκαν εκείνη τη βραδιά και δεν ήταν ούτε λίγα, ούτε μόνο βιβλία. Αξίζει λοιπόν να ξαναζωντανεύουμε τέτοιας θεματολογίας βιβλία, για μια εποχή, μια μορφή κοινωνίας, από την οποία οι παλαιότερες γενιές δεινοπάθησαν για να ξεφύγουν και να θυμόμαστε, πως τέτοιου είδους κοινωνίες δε σπανίζουν αρκετά.
Έχουμε μια ευκαιρία λοιπόν εμείς, να σώσουμε από τη λήθη ένα τόσο αξιόλογο βιβλίο διαβάζοντας το και που ξέρετε, ίσως εκείνο, κάποια ημέρα, να σώσει εμάς.