Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Άντρες χωρίς άντρες
Συγγραφέας Νίκος Δαββέτας
Κατηγορία Κοινωνικό μυθιστόρημα
Εκδότης Πατάκης
Συντάκτης-ρια Τόλης Αναγνωστόπουλος
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Ο Νίκος Δαββέτας (Αθήνα 1960), συγγραφέας και κριτικός, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1981 από τις σελίδες του περιοδικού Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Έχει μέχρι σήμερα εκδώσει δεκατέσσερα βιβλία (επτά ποιητικά, επτά πεζογραφικά). Τέσσερα µυθιστορήµατά του –Το θήραµα, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Η Εβραία νύφη, Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη– συµπεριλήφθηκαν στις βραχείες λίστες των κρατικών βραβείων, ενώ Η Εβραία νύφη τιμήθηκε το 2010 µε το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών και επανακυκλοφόρησε σε νέα αναθεωρημένη έκδοση το 2019 από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Το τελευταίο του μυθιστόρημα, Άντρες χωρίς άντρες, κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη τον Οκτώβριο του 2020. Έργα του έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Από το 1985 ως το 2013 εργάστηκε ως συντάκτης ύλης στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά µε τη βιβλιοκριτική δημοσιεύοντας κριτικά του κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες (Το Τέταρτο, Η Λέξη, Νέα Εστία, Εντευκτήριο, Το Βήµα, Η Καθηµερινή κ.ά.).
ΑΝΑΛΥΣΗ
Από τη μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι τα χρόνια του μνημονίου η πορεία δύο ανδρών (πατέρα-γιου), μέσα από τον αριστοτεχνικό φακό του Δαββέτα άλλοτε με ασπρόμαυρες και άλλοτε με έγχρωμες εικόνες. Ο πατέρας με αρχικά Χ.Λ για να κρύψει την πολιτική και σεξουαλική του ταυτότητα, γίνεται αόρατος σε όλους. Μετακομίζουν συνεχώς, αλλάζουν γειτονιές όχι όμως συνήθειες. Ο γιος αρνείται πολλές φορές να εγκαταλείψει τα σπίτια, ονειρεύεται να τον ξεχάσουν μέσα όπως ένα έπιπλο. Θέλει να αποκτήσει αναμνήσεις, να θυμάται πράγματα:
«Θυμάσαι από πότε άρχισες να θυμάσαι;»
Τελικά, το μόνο που κάνει είναι να αφήνει πάντα κάτι πίσω του, ένα παιχνίδι, ένα ρούχο που να υποδηλώνει την παρουσία του εκεί.
Ο πατέρας χτισμένος τόσο αρνητικά από το συγγραφέα, σαν να είναι ζωσμένος με εκρηκτικά περιμένοντας για χρόνια να τα πυροδοτήσει. Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή όμως για έναν αόρατο άνθρωπο; Λίγο πριν πεθάνει. Τότε εξομολογείται τα πάντα στον γιο του, στην ψυχρή αίθουσα ενός νοσοκομείου. Την ομοφυλοφιλία του. Την ντροπιαστική πολιτική του υπόσταση. Αυτό από τις πρώτες σελίδες. Εκεί τελειώνει το βιβλίο;
Όχι. Εκεί αρχίζει το βιβλίο.
Λογοτέχνης με Λ κεφαλαίο ο Δαββέτας από τα προηγούμενα έργα του έχει αποδείξει πως πατάει γερά εκτός συρμού. Αγωνία, ανατροπές και γρήγορος ρυθμός δεν είναι στοιχεία που θα στηριχτεί.
Οι ήρωές του μοιάζουν σχεδόν πάντα σαστισμένοι. Όπως και οι αναγνώστες μέχρι να «συγχρωτιστούν» μαζί του. Οι εναλλαγές στον τρόπο αφήγησής του (αλλού πρωτοπρόσωπη, αλλού τριτοπρόσωπη), τα πίσω-μπρος στο χρόνο και η αυστηρή του λιτότητα «σε βαθμό μνημονίου» απαιτούν προσήλωση για μη βγουν εκτός ρυθμού. Σε πολλά σημεία η τεχνική και η μέθοδος αφήγησης θυμίζουν τον Ιρλανδό Colm Toibin.
Εδώ όμως έχουμε κάτι ακόμα πιο περίπλοκο. Την ύπαρξη και τρίτου αφηγητή.
Ο Δαββέτας έμπειρος και παμπόνηρος συγγραφέας διαβλέπει πως ο γιος δεν μπορεί να σηκώσει μόνος του αφηγηματικά το βάρος των αποκαλύψεων του πατέρα. Χρειάζεται κάποιον να του κρατάει το χέρι αραιώνοντας, σπάζοντας, τη βαριά ατμόσφαιρα για αυτό το λόγο και ενεργοποιεί τον μοναδικό στενό φίλο του γιου.
Μια φωνή άλλοτε παρηγορητική και άλλοτε σκληρή όπως πρέπει να είναι αυτή των πραγματικών φίλων.
«Όσο για τον πατέρα σου, νομίζω πως δεν σε ενόχλησε η ακροδεξιά του τύφλωση, την οποία φυσικά γνώριζες και διακωμωδούσες από τα φοιτητικά μας χρόνια. Σε ενόχλησε που ήταν αόρατος άνθρωπος σαν νέγρος τον Μεσοπόλεμο. Ντρέπεσαι για αυτόν»
Έτσι είναι. Δεν είναι τυχαίο που ο γιος δεν καταδέχεται ούτε το επίθετό του. Παίρνει αυτό της μητέρας του.
Κατά απαίτηση αυτής μαθαίνει γαλλικά. Διαβάζει αγωνίζεται σκληρά να φύγει από τη γαμημένη πραγματικότητα, ξεπερνάει το φίλο του όπως ο ίδιος παραδέχεται:
«Η κάμπια ετοιμαζόταν να βγει από το κουκούλι της, να γίνει πεταλούδα και να πετάξει μακριά μας»
Αποποιείται την πατρική κληρονομιά, δε θέλει ούτε ψιλή κυριότητα σε αυτήν γιατί αποτελείται μόνο από τη μη-παρουσία και την ένοχη σιωπή. Δε γλιτώνει όμως και από αυτή:
«Βάλτο καλά στο μυαλό σου. Σε όλες τις αδιάκριτες ερωτήσεις που μπορεί να δεχτείς από δω και πέρα στις υπόνοιες, τα κουτσομπολιά μία είναι η σωστή απάντηση; Το επώνυμό σου. Το πραγματικό όχι αυτό που φιγουράρει στα εξώφυλλα των βιβλίων»
Ο Δαββέτας δεν είναι ποτέ αγνώμον με τους ήρωές του. Αν και αντιήρωες και αρνητικοί δεν τους παραδίδει βορά στις ορέξεις των απαιτητικών αναγνωστών του. Ο Λώρης ήταν ο πατέρας που κρυβόταν από τους άλλους μα περισσότερο από τον εαυτό του. Δικαιολογεί την κατάστασή του ο συγγραφέας τοποθετώντας τον σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο όπου όποια αρνητική ιδιότητά του όφειλε να αποσιωπάται επιμελώς και επισταμένως. Φορώντας ένα προσωπείο, μια πανοπλία καθημερινής χρήσης.
Ένας άνθρωπος που γνωρίζει τον έρωτα σε ένα ημιυπόγειο της πλατείας Βάθη, έχοντας μέσα του το όργανο του θείου του και στο στόμα του το χέρι του για να μη φωνάξει. Και συνεχίζει να τον γεύεται παράνομα (και αγοραία κάποια στιγμή) έχοντας το δικό του χέρι στο στόμα, να μη μιλήσει, να μη μαθευτεί. Χωρίς ποτέ να έχει αγαπήσει και αγαπηθεί. Δεν έδωσε ποτέ φιλί στο στόμα λέει στην εξομολόγησή του στο νοσοκομείο. Τον ενδιέφερε ο συνοδός του μόνο από τη μέση και κάτω.
Εγκλωβισμένος σε ένα γάμο σικέ με τη Τζοβάνα, συνεννοημένος και φτιαγμένος από τον αδελφό του που ήταν Χίτης και μετέπειτα ανώτατο στέλεχος Κυβερνήσεων. Ο μόνος άνθρωπος που ήξερε ποιος πραγματικά ήταν ο Λώρης. Και αυτός που κάνει δώρο ένα άδειο κουτί στον ανιψιό του, βάζοντας έτσι ο Δαββέτας ως άλλος Αλεξάνδρου ένα άδειο κιβώτιο με αλληγορικό μήνυμα στο έργο του.
Επίσης, σαν ταχυδακτυλουργός ο Δαββέτας εξαφανίζει κάθε γυναικεία φιγούρα στο μυθιστόρημά του για να αναμετρηθούν Άντρες με Άντρες και Άντρες χωρίς Άντρες.
Η μητέρα περνάει σαν σκιά και χάνεται σε χάπια, αγκαλιές άλλων, αντίθετων σεξουαλικά και πολιτικά με τον Λώρη. Η υπηρέτρια, η Σεβαστή είναι τοποθετημένη στο βιβλίο για μια σκηνή. Αυτή που έχοντας στα χέρια της το νυφικό της Τζοβάνας, ρωτάει τον πατέρα τι να το κάνει:
«Άστο να το φορέσω στον επόμενο γάμο μου» απαντά εκείνος τελείως σοβαρά.
Είναι πολύ μεγάλη η χρονική περίοδος που αφηγείται ο συγγραφέας, κοντά εβδομήντα χρόνια. Έχουμε στιγμιότυπα της μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής Ελλάδας με ένα στεγνό τρόπο αφήγησης, αποδραματοποιημένο, χωρίς λυρισμό όπως μόνο ο Δαββέτας θα μπορούσε να δώσει μέσα σε 230 σελίδες. Άντε ίσως και ο φίλος του ο Θανάσης Βαλτινός. Μοιάζει με δύστροπο επιμελητή βιβλίων που του έδωσαν το χειρόγραφο αυτού του μυθιστορήματος και το έχει πετσοκόψει τόσο που να χωρέσει τα πάντα χωρίς να περισσεύει λέξη.
Δεν πέφτει στην παγίδα να πάρει θέση, ειδικότερα στα πιο «λεπτά πολιτικά ζητήματα», όμως με στοχευμένες λέξεις και εκφράσεις δείχνει διαθέσεις και στάσεις.
«Κάθε καθεστώς στηρίζεται σε πολλούς ανθρώπους, αλλιώς δε στέκεται ούτε μια ημέρα. Όποιος σηκώνει κεφάλι πρέπει να έχει γερό σβέρκο»
Και σε αυτό το πόνημα είναι περισσότερο αναλυτικός και λεπτομερής στη μεταπολεμική Ελλάδα και λιγότερο στη σύγχρονη όπου κάνει μικρότερες αναφορές στην οικονομική κρίση και στο κίνημα των Αγανακτισμένων.
Ένα μυθιστόρημα περιεκτικό, τολμηρό με καθαρή γραφή αλλά και με βαθύτερη ματιά.
Ένα μυθιστόρημα- στολίδι, όπου ο συγγραφέας δε γράφει, «σκάβει» να βρει σκληρές και επίπονες αναμνήσεις. Στο πρώτο μέρος εξομολογείται ο πατέρας και ο γιος ακούει. Και στο δεύτερο ο γιος προσπαθεί να συνδέσει παρελθόν και παρόν για να πορευτεί στο μέλλον, επιχειρώντας ένα πρωτόγνωρο και πρωτότυπο λογοτεχνικό διάλογο με το φίλο του (θυμίζοντας «Το κλειδί» του Τανιζάκι όπου οι δύο σύζυγοι επικοινωνούν μόνο με επιστολές).
Με τη μοναδική τεχνική του Δαββέτα αυτή «της κάλυψης απόκρυψης» που μάθαμε οι άνδρες στον στρατό. Πυροδοτεί μέσω των ψυχικά τραυματισμένων ηρώων του με λίγες αλλά «βαθιές» κουβέντες την πλοκή και μόλις αυτοί ξεφύγουν κρύβεται από αυτούς και επανέρχεται όταν πρέπει να τους δικαιολογήσει και να τους υποστηρίξει.
Δεν είναι τυχαίο πως αυτοί κατοικούν σε σπίτια ψυχρά χωρίς σχέσεις και συναισθήματα. Σημασία βέβαια έχει ποιοι κατοικούν στην ψυχή και το αίμα μας.
Ο γιος αναρωτιέται μάλιστα «ποιος κατοικεί στο αίμα μου και τι με ενώνει με αυτό;» δίνοντας με μία φράση την εικόνα του βιβλίου.
Αναζητήστε το βιβλίο, αξίζει, γιατί είναι καθαρή λογοτεχνία.