Πως γράφω κριτική; | Είμαι Συγγραφέας | Είμαι Εκδότης | Είμαι Βιβλιοπώλης | Live streaming / Video |
Βιβλίο Οικείος ελκυστής
Συγγραφέας Γιάννης Στρατούλιας
Κατηγορία Ποιητική συλλογή
Εκδότης Διαπολιτισμός
Συντάκτης-ρια Μαίρη Σιδηρά
Το διάβασες;
Πες τη γνώμη σου στο Bookia!
Βαθμολόγησε στο Bookia αυτό το βιβλίο και γενικά τα βιβλία που διαβάζεις!
Αρχές του περασμένου θέρους κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις της πόλης μας, Διαπολιτισμός, ο Οικείος Ελκυστής, τρίτη ποιητική συλλογή του ψυχιάτρου Γιάννη Μ. Στρατούλια, μετά από τις Μεταμορφώσεις του νερού, Πολύεδρο 2013 και την Τυμβωρυχία του βλέμματος, Κέδρος 2014.
Σε μια πρώτη συγκριτική διάσχιση των δύο τελευταίων ποιητικών του εμφανίσεων, διαπιστώσαμε φανερή κοινότητα στους θεματικούς πυρήνες, ιδίως στην περισσότερο ή λιγότερο κρυπτική έκθεση του πνεύματός του σε μια προσπάθεια ποιητικής ενύλωσης της μεταφυσικής απορίας. Διότι, είτε όταν το πνεύμα εκλύεται από την ύλη είτε όταν η ύλη υποστασιοποιείται, μέσα από ένα κύμα ανίας που κυριεύει την πνευματική αρχή, όπως στο πολλαπλώς ειρωνικό «Ουδείς αναμάρτητος», είτε, ακόμη, όταν παράξενες αντινομίες διέπουν τον «συρφετό του τίποτα» στο ομώνυμο ποίημα, ο Γιάννης Στρατούλιας, αν και θολώνει συστηματικά τη διαφάνεια της όποιας πίστης, μετέρχεται του θαύματος, αποδεικνυόμενος βαθιά ρομαντικός. Σαν ένας «μυστικιστής του τίποτα» αντρειεύεται, μορφοποιώντας τον πυρήνα της έκστασης, της οντολογικής του επανάστασης και απορίας. Σταθερές της κοινωνικής και συνειδησιακής του πορείας, ο έρωτας, η οικογένεια και οι φίλοι, προσωπικοί και λογοτεχνικοί. Το ερωτικό στοιχείο πυροδοτεί και την πρώτη του, άλλωστε, εγγραφή στα γράμματα με τις Μεταμορφώσεις του νερού και σ’ αυτό αποδίδει φόρο τιμής με τα ποιήματα «Τρύπα» και «Υπόσχεση» από την Τυμβωρυχία… και με τα «Η δια των Μαθηματικών υπέρβαση του ζωώδους», «Σαν μεθυσμένος οδηγός» και «Παρ’ όλα αυτά» της νυν συλλογής, Το τελευταίο, ποίημα μεγάλης πύκνωσης και υποδηλωτικού βάθους, παραθέτω: Αειθαλής αλήθεια/ ο έρωτας/ μεταμορφώνει το σώμα/ του άλλου/ σε φωταγωγημένο μυστήριο.
Ο ποιητής, στις δύο τελευταίες του συλλογές, διανέμει τις αγαπητικές του παρορμήσεις σε moto, αφιερώσεις, θεματικές γραμμές,
διακειμενικές υιοθεσίες, που φαίνονται να συνθέτουν ένα τοπίο έμπνευσης και χρέους συνάμα. Η αίσθηση του χρέους συχνά εκφράζεται με μια σπονδή στη μνήμη, έναν επικήδειο, με ισχυρότερο ή ασθενέστερο μεταφυσικό σθένος. Στο ποίημα, για παράδειγμα, «Η αριθμητική της απουσίας» από τον Οικείο Ελκυστή, η εντύπωση του φρικώδους αλλότριου από την παρουσία του νεκρού πατέρα εξουδετερώνεται μέσα στην αθωότητα του παιδικού γλωσσικού δίκαιου: Προσήλθε νεκρός// στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι/ ο πατέρας του δεκάχρονου// Τηλέμαχου. Ξαφνιασμένος ο μικρός/ είπε στους συνδαιτυμόνες:// «Είμαστε πέντε μεγάλοι/ και έξι παιδιά».
Το θεματικό μοτίβο της οικογένειας δεν εξαντλείται στην αφιέρωση κάθε μίας από τις τρεις συλλογές σε μέλος της οικογενειακής διαδρομής του ποιητή, ούτε σε δύο επιμέρους αφιερώσεις στον Οικείο Ελκυστή. Διαθλασμένο μέσα από την ψυχαναλυτική όραση και μετουσιωμένο σε αφηγηματικές μεταπλάσεις, αποδεσμεύεται από τους κοινωνικούς του προσδιορισμούς και, αναδιπλωμένο σε αρχετυπικές μορφές, συνθέτει όντα ακρογωνιαία για το θέατρο της ανθρώπινης περιπέτειας. Η μάνα, ο πατέρας, η ερωμένη, το νεογέννητο, στις «Λοξοδρομούσες επιθυμίες», η μάνα, στο «Τρυφερός θάνατος», ο πατέρας και ο γιος στην προαναφερόμενη «Αριθμητική της απουσίας» μεταφέρουν τον χρόνο της ψυχής στον χωρόχρονο της ποιητικής αφήγησης. Επιμένοντας στη σημαντικότητα του μοτίβου, θα ασχοληθούμε ακροθιγώς με τις «Λοξοδρομούσες επιθυμίες», ποίημα που το αντιμετωπίσαμε ως μια άρτια ιστορία ψυχαναλυτικής μυθολογίας: Στην α΄ στροφή, εγκατοικεί η Ζωή: την ακούμε μέσα από τη ροή της ασίγαστης θάλασσας, τη βλέπουμε «εκεί που αρχίζει η θάλασσα», στα πρόσωπα του νεογέννητου και της μητέρας – τροφού του. Με το ένστικτό του λειτουργικό και διεγερμένο, τις σωματικές υποσχέσεις άλκιμες, το «αρτιμελές νεογέννητο/ θηλάζει λαίμαργα/ τον δοτικό της μάνας του μαστό». Το θηλυκό ακεραιώνει την εικόνα και μέσα από τους παμπάλαιους συμβολισμούς της θάλασσας και μέσα από την καταγεγραμμένη ανθρωπολογικά και λογοτεχνικά θέση του ως θύλακας, φύλακας και τροφός της Ζωής. Με μια κινηματογραφική κίνηση, ποτισμένη ποιητικότητα και μεταφορική μελαγχολία, ο ποιητικός αφηγητής παρουσιάζει στη β΄ στροφή τη δράση του πατέρα. Η μεταφορική γλώσσα ισορροπεί σε βάση σκληρού ρεαλισμού, που προαναγγέλλει θάνατο με βεβαιότητα κλινική: «Στης γης το κουρασμένο τέλος/ σε τάφρο σκοτεινή/ ο πατέρας/ θάνατο βυζαίνει/ απ’ το χηλοειδές του ελίποντος/ μαστού/ στο στήθος μεσόκοπης ερωμένης.// […]». Άγγελος θανάτου, λοιπόν, η πατρική μορφή, μοιραία αποσχισμένη από τη θαλασσινή υπόσχεση ενός νέου ταξιδιού. Το ποίημα δεν περατώνεται στις δύο πρώτες στροφές τις οποίες, όμως, αντιμετωπίσαμε ως δείκτες δύο διαφορετικών οργανώσεων ή, κατά Φρόυντ, ενορμήσεων του Εγώ, που για τη Μητέρα και τα περιεχόμενα της προβολής της (το παιδί, η θάλασσα) αποκωδικοποιείται ως ενόρμηση Ζωής, ενώ για τον Πατέρα και τις επιλογές του μεταφράζεται ως ενόρμηση Θανάτου. Θα επανέλθουμε όμως στην ποιητική μεταχείριση που επιφυλάσσει στην έσχατη δυαδικότητα ζωής και θανάτου ο Στρατούλιας στο πλαίσιο του Οικείου Ελκυστή.
Ήδη με το πρώτο ποίημα της συλλογής «Ανάδοχος», διαπιστώνουμε, πέρα από το γενναίο υπαρξιακό άνοιγμα, την παρουσία ενός νέου υφολογικού αέρα που ενώ δεν αποποιείται, ανανεώνει και συμπυκνώνει τα δοκιμασμένα χαρακτηριστικά του. Ο στίχος εμφανίζει εξακολουθητικά ένα ρυθμικό κράτημα, ενώ σε μέγεθος είναι συστηματικά μικρότερος. Και τα στροφικά συστήματα και οι τελειώσεις του στίχου, μορφικά και νοηματικά αρχιτεκτονημένες, συχνά, όπως και στην Τυμβωρυχία, μας υποψιάζουν για επιμελημένη συγκοπή, κάτι σαν υπόνοια αναγνωστικής υπόδειξης. Τα παραπάνω γνωρίσματα, σε συνάρτηση με την τάση να αποσύρεται κάποτε η ποιητική φωνή από την αφάνεια, προσδίδουν στα ποιήματα της συλλογής αφηγηματικό μπρίο, ρόλους και θεατρικότητα, με άλλα λόγια, τη δροσιά κάποιας προφορικότητας. Ένας βουλητικός κόμπος διαφαίνεται να λύνεται στις φλέβες κάθε ποιήματος, μία πνευματική λογοδοσία να τηρείται ή να εκπληρώνεται, παρασύροντας τον αναγνώστη σε μια διαδικασία αναγνώρισης των προσωπικών του συνειδησιακών αντινομιών. Ο ποιητής μπόρεσε να κερδίσει σε ιδίωμα, αναδεικνύοντας την απλότητα της επιδερμίδας του ποιήματος, μια απλότητα, ωστόσο, κερδισμένη με εξαπολύσεις αιφνιδιαστικής κυριολεξίας –επιστημονικού ή αργκό- τύπου, με διαρκείς οσμώσεις μεταφοράς και ρεαλισμού, ακριβόλογη μεταχείριση της αφαίρεσης και μελετημένες συζυγίες – αναλογίες. Οι τελευταίες, υπό τη μορφή νοηματικού ή γλωσσικού κύκλου, παρηχήσεων και, κυρίως, μέσω της αναγνώρισης νέων προσδιοριστικών σχέσεων, ανοίκειων έως τώρα δεσμών για την πρόσληψη του πραγματικού, νέων μορφών της ποιητικής σύλληψης του ανθρώπου και του κόσμου του. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά τους πρώτους στίχους από το «Εικονοκλαστικό»: «Απ’ του κόσμου τον εξώστη/ στου νου τον ακάλυπτο// σμήνη/ ακαθοδήγητα πουλιά/ ριπές/ εκ του συστάδην/ στο κέντρο του ματιού// οι εικόνες. […]». Μπόρεσε ακόμη ο ποιητής να κερδίσει σε ιδίωμα με την σποραδική εισβολή μιας απροσδόκητης αρχαιοπρέπειας, τονισμένης κάποτε ιεροπρεπώς (για παράδειγμα, οι πρώτες στροφές από το «Πέλματα ανυπόδητα»: «Ομοίωμα ομοιώματος/ γι’ αυτό και αόμματος/ στο μυστήριο εισέρχεται.// Ψηλαφά το δέρμα των πραγμάτων/ νομίζοντας ότι αγγίζει την ουσία.// […]», με την αναπτερωμένη παρθενικότητα στερεοτυπικών ή κοινόχρηστων εκφράσεων, κι επίσης, με την εκτεταμένη χρήση μιας μικρής «πανδοχέας» στροφικής ανάπτυξης, δίστιχης ή τρίστιχης κατά κανόνα, την κανονικότητα και παραδοσιακή εντύπωση της οποίας θραύει με τις σιγανές επαναστάσεις που προαναφέραμε.
Μπόρεσε, τέλος, μέσω της αβίαστης κινητοποίησης της παραμυθένιας αφήγησης (για παράδειγμα στο «Νικηφόρος Εφιάλτης, που φέρει το εξής moto: Όταν γυρνάς στα ίδια/ θα ανταμώνεις φίδια), αλλά και του επίμονου ειρωνικού του φλέγματος, να εισδύσει στη σκληρή μνήμη της ανθρωπότητας και να καταπιαστεί με τις εγγενείς της εκκρεμότητες. Ο ίδιος στο «Με επίγνωση άγνοιας», ένα από τα τελευταία ποιήματα της συλλογής, μας παραδίδει, συνθέτοντας μία παράδοξη απολογία, τις εμμονές της ποιητικής του συμπεριφοράς: «Έπαψα πια/ ν’ ακούω ροκ μουσική// εξασκούμαι τώρα στο άκουσμα/ της ανάσας του ξύλου/ των τριγμών του χώματος.// Ενδιάμεσα αισθάνομαι/ τον συνωστισμό των συλλαβών/ στις λέξεις/ που ποτέ δεν κατάλαβα// ζωή/ αλήθεια/ έρωτας/ θάνατος/ (και άλλων)// ατενίζοντας δύο μπλε μάτια/ ουρανού». Είναι δαιμόνιος ο μηχανισμός της ποιητικής ειρωνείας και, ας μας επιτραπεί η αποτύπωση της αναγνωστικής μας πρόσληψης, στο αμόνι της «χτυπά» την ακατάλυτη δυαρχία ζωής και θανάτου ο ποιητής μας. Όχι, όμως, τον έρωτα ούτε την αλήθεια της επιείκειας, της τρυφερότητας, του ευγενούς ήθους. Αλλά και την έκπτωση του σύγχρονου βίου, ούτε αυτή διαπραγματεύεται ειρωνικά.
Μια έτερη τάση που διακρίνεται στη συλλογή, εναρμονισμένη με τη γενική ροή και θερμοκρασία της ποιητικής του, είναι η χρήση τυπικής λογικής, σε μορφή ποικίλων αιτιακών σχημάτων, ορισμών, κ.λπ., λογική που αξιοποιείται ως ανατρεπτικό ποιητικό συμβάν, συνηγορώντας σε παράδοξες καταδύσεις και εννοήσεις. Στο «Μετεωρολογικό», για παράδειγμα, η ντετερμινιστική λογική εργάζεται στην υπηρεσία ενός παλλόμενου βάθους, καθώς, έχοντας στερεώσει την αναγκαιότητά της, ξεσκεπάζει αίφνης και, μάλιστα, χωνεμένο στη συμπαγή της ανάπτυξη, το απροσμέτρητο: «Μην αδιαφορείς/ στις υποσχέσεις της ζέστης.// Ανυποχώρητα αλλάζει/ τις μορφές// τη θάλασσα κάνει βροχή/ λιώνει τα χιόνια/ θρυμματίζει τους πάγους/ της Ανταρκτικής/ συνεργάζεται άψογα με το νερό// επωάζει εμβρυικές επιθυμίες// γιατί ζεστό είναι το αίμα// σ’ αντίθεση με την παγωνιά/ του θανάτου».
Κάποτε μία ευτράπελη, παιγνιώδης παραδοξότητα χρεώνεται με τον ίδιο ρόλο της οικειοποίησης του ανοίκειου ή και της θραύσης του εφησυχασμού, εάν πρόκειται για το πεδίο της κοινωνικής μας εμπειρίας. Στο «Δια της Αριθμητικής», με υπότιτλο «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» συναιρούνται η ποιητική στράτευση της μαθηματικής λογικής με τη χαριτωμένη εξιστόρηση. Πρόκειται για ένα ποιητικό μαθηματικό παραμύθι, με φαντασιακό άνοιγμα και κρυμμένη οξύτητα καμωμένο, στο οποίο ο Στρατούλιας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Καντίνσκι περί χρωμάτων, ψαύει, εν κρυπτώ, υποσυνείδητα πάθη μας: «Ο κύριος Αμπερδένης/ αγόρασε δύο ποδήλατα// ένα μεγάλο/ κίτρινο/ του ανέκφραστου φθόνου// ένα παιδικό/ μωβ/ των πουλιών που δεν αφέθηκαν/ να πετάξουν. […]».
Ο χρόνος, άθυρμα παίδων και Θεού, απασχολεί τον ποιητή σε τρεις τουλάχιστον ποιητικές μεταπλάσεις του: στη συμπλοκή του με τον χώρο στις «Χρωματικές εναλλαγές», ως ιστορικός χρόνος που γεννά στερεοτυπικούς χαρακτήρες, μέσω της αλληγορικής χρήσης των ρηματικών χρόνων, στο «Υπασπιστές και στρατηγοί», και ως χρόνος πέραν των ορίων της θνητότητας στο «Άτιτλο». Στο τελευταίο, ο ποιητής λογίζεται τον άρρητο χρόνο, αυτόν που προϋποθέτει μηδενισμό του παρόντος και που η γλώσσα του «αρχίζει// με τις λέξεις/ βγαλμένες απ’ του χρόνου/ την τέφρα […]». Το «Άτιτλο» θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία σύγχρονη μεταμφίεση της προμηθεϊκής εξέγερσης, αν ο ποιητής δεν κάρφωνε με πεζολογική ορμή τη συνθήκη αναζήτησης του υπερβατικού στη γη, καθώς όλα τα ανωτέρω μοιάζουν τελικά να είναι αποκυήματα της σκέψης και της φαντασίας ενός άνδρα που χαλαρώνει καθήμενος σε λευκή πλαστική καρέκλα: «Στη σήραγγα μιας τρίχας/ όλη η ζωή χωρά// όταν κάθεσαι/ στη λευκή πλαστική καρέκλα».
Αφήσαμε για το τέλος τη βασική συνταγή του Γιάννη Στρατούλια, τα ποιήματα έρωτα και θανάτου και ενδιαμέσως τον «Οικείο Ελκυστή», το ομώνυμο της συλλογής ποίημα, στο οποίο ισορροπεί, με λυρισμό ιδιότροπο, το αιώνιο δίπολο έρωτα και θανάτου, υποκαθιστώντας τον έρωτα με «τον δρυμό των λέξεων» που αμβλύνει «τη φονική πλευρά» των «πραγμάτων». Βέβαια, τόσο για τον έρωτα όσο και τον θάνατο, ο ποιητής μάς έχει δώσει πολλαπλές και δυνατές αφορμές. Αναφέρουμε απλώς το «αλήτικο» δίστιχο «ξημερώνει νύχτα/// φυσάει/ μαύρος αέρας…», που εμπρόθετα στερείται και δε στερείται τίτλου, και που διαφοροποιεί εμφατικά τη συλλογή, καθώς καταλαμβάνει μικρό τμήμα από τη δεξιά σελίδα δισέλιδου, επιτρέποντας, λες, στο λευκό χαρτί να γεμίσει από τον δυσοίωνο αέρα… Ωστόσο, στη συνέχεια, ο ποιητής αρθρώνει λόγο ελέους, και ανακωχής με το αναπόδραστο. Στην «Οξειδωμένη ελπίδα», έχοντας σταθερό οίακα τη συνενοχή τού α΄ πληθυντικού προσώπου στην έκπτωση του κόσμου, με τεταμένη τη μεταφορική του δεξιότητα έως τα όρια της γελοιογραφίας και διαπιστώνοντας αμετάκλητα ανενεργή την ελπίδα, αναρωτιέται: «Τώρα που γέρασε/ ακόμη και ο αέρας/ που αναπνέουμε// τι θα κάνουμε,// έφηβοί μου συνομήλικοι/ συνταξιούχοι;».
Από τα υπόλοιπα ποιήματα αυτού του άτυπου δεύτερου μέρους και έχοντας έως εδώ διασταυρωθεί με την πλειονότητά τους, θα αναφερθούμε αποκλειστικά στο «Προσκλητήριο νεκρών», ένα από τα ωραιότερα, κατά τη γνώμη μας, ποιήματα της συλλογής, ενοποιητικό του χρόνου, του πέρα και του εδώ, αλλά και των λοιπών δαιμονίων της ποιητικής συνείδησης του Γιάννη Στρατούλια, των ενοχών, του ανολοκλήρωτου, της ανυπαρξίας. Και το ποίημα εκκινεί: «Χθες βράδυ/ πέφτοντας στη χαράδρα/ του ύπνου// συνάντησε σε κοντινή ρεματιά// τον αυτόχειρα αδελφό του.// […]»: Η ποιητική σκηνογραφία μάς ξεναγεί από το ανοίκειο γλωσσικά και βιωματικά τοπίο της «χαράδρας του ύπνου» σε «κοντινή ρεματιά». Η ψυχική τάξη προς ώρας αποκαθίσταται, μιας και η γλωσσική μας πείρα αλλά και το αίσθημα ασφάλειας που αναδίδει η έννοια του κοντινού απασφαλίζουν το αίσθημα του φρικώδους κινδύνου. Αίσθημα που θα επελάσει δριμύ στον επόμενο στίχο, ο οποίος φιλοξενεί την καθ’ ύπνον συνάντηση του ποιητικού ήρωα με τον αυτόχειρα αδελφό του. Η ποιητική φωνή ανήκει στην τάξη του ιερού, καθώς αναπαριστά τα άφατα, όντας διαφοροποιημένη από τη φωνή του ποιητικού ήρωα που αγνοεί τη συνειδησιακή του κατάσταση, αυτήν του κοιμισμένου ανθρώπου, και συμπαρίσταται στον αδελφό του παροτρύνοντάς τον τρυφερά να μη λυπάται τόσο. Στο ποίημα, ο Στρατούλιας αντιμετωπίζει τον θάνατο με την αξία του ανθρώπου, ξεπερνώντας την αγωνία για τα ενδεχόμενα, τις εκδοχές του επέκεινα, για την μετέπειτα τύχη ποιοτήτων, όπως ο χρόνος ή η γλώσσα ή η αντίληψη. Με φιλάνθρωπο αίσθημα και πίστη στην αντοχή των ανθρωπίνων σχέσεων και, γιατί όχι, στην αγάπη, σχεδιάζει μία και μόνη εκδοχή αθανασίας: «[…] Στο ρείθρο της μέρας/ που ξημέρωσε// κάλεσε τους νεκρούς του// ήθελε τη δική του λύπη/ να μοιραστεί μαζί τους./ Καταφυγή στα δύσκολα/ το προσκλητήριο νεκρών».
Και ποίημα ποιητικής ο «Οικείος Ελκυστής», κεντρομόλο και ερμηνευτικό της ομώνυμης συλλογής, ενδιάθετο της πίστης του Γιάννη Στρατούλια στην κοινωνική και παραμυθιακή αξία της γλώσσας και δη της ποιητικής γλώσσας. «Μόνο ελεύθερα στον δρυμό των λέξεων [τα πράγματα] χάνουν τη φονική τους πλευρά» γράφει. Και, πράγματι, τι άλλο από ποίηση, για να δανειστώ, παραφράζοντας, το σχόλιο του Ελύτη, είναι η αφόπλιση των «πραγμάτων», η μαγνητική τους συνεύρεση σε λέξεις, και η υποχρέωσή τους να συναντηθούν σε μια φράση, όπως τα δέντρα σ’ έναν δρυμό… «Η σιωπή της γλώσσας/ φωτίζει// τη ζοφερή όψη του κόσμου// τον γκρεμό που χωρίζει μέρα και νύχτα/ παρά του δειλινού τη μεσολάβηση/ οικείου ελκυστή της θλίψης// […]»: «Οικείος ελκυστής» το δειλινό επισύρει τη συναισθηματικότητα και την ποιητική μας διάθεση, δε γεφυρώνει, όμως, τον «γκρεμό» των κοφτερών αντιθέσεων, τις τραγικές μας μεταπτώσεις. Μόνον η ποιητική γλώσσα, είναι σε θέση, κατά τον ποιητή μας, να αντέξει το «ζοφερό», το «ευάλωτο», το «σαθρό», απελευθερωμένα και συνάμα ανίσχυρα πάνω στα λεκτικά τους οχήματα.
Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Καρούζος και Γιάννης Στίγκας φαίνεται να αναπνέουν στα υπόγεια του ποιητικού εργαστηρίου του Οικείου Ελκυστή. Στην ποιητική σκηνή έχουμε και Παλαμά και Σεφέρη και Καρούζο, ως «αντικείμενα», όμως, της ποιητικής ιδέας: Για παράδειγμα, «[…] –γι’ αυτό δεν είναι/ πολυπληθείς οι κηδείες των ποιητών/ μ’ εξαίρεση του Παλαμά/ και του Σεφέρη/ […]» διαβάζουμε στο «Σε Αναζήτηση». Ο Ελύτης ανεβαίνει και στην επιφάνεια, μέσα από ενδιαφέρουσες διακειμενικές συναντήσεις. «Ανυπάκουος στα λεξικά/ και στους ληξίαρχους/ ο ποιητής/ […]», ξεκινά το ίδιο ποίημα, για να μας επιστρέψει ως αρχέτυπο τον δοκιμιακό Ελύτη των Ανοιχτών Χαρτιών. Ο «κόσμος ο μικρός ο μέγας», σεσημασμένος ως διακείμενο με εισαγωγικά, έγινε μικρότερος για την ομήλικη παρέα του ποιητή και για τον ίδιο, κ. ά. Ο Καρούζος μεταγγίζει μικρές δόσεις από ένα είδος συνομιλίας με τα πέραν του κόσμου τούτου, ο δε Στίγκας διαφαίνεται στην καθαρότητα και την ένταση του στίχου που φέρει, συνάμα, το γύρισμα της ελληνικής παράδοσης και την ένταση της ροκ. Μια αίσθηση από Γιώργη Παυλόπουλο στο «Προσκλητήριο νεκρών» θα μας επιτραπεί ως δική μας προβολή.
Ο Οικείος Ελκυστής είναι συλλογή έντονα εξπρεσιονιστική στα χρωματικά της φανερώματα. Τα «Μάτια μπλε/ πιο πολύ από το μπλε// σχεδόν κόκκινα/ όπως αίμα, πάθος, επανάσταση. [….]» που σχεδιάζει στα «Επώδυνα Χρώματα», αναβιώνουν μοντερνιστικούς απόηχους, την οπτική, ας πούμε, του θανατοποινίτη του Ζαν Ζενέ στον Σχοινοβάτη ή την όμορη δέσμευση αυτών των χρωμάτων σε πίνακα του Χουάν Μιρό. Στα «ρυτιδωμένα χρώματα/ νυκτωμένης ύπαρξης σκοντάφτει//» το «ανυπόδητο» είδος μας, διαπιστώνει κατηγορηματικά ο ποιητής στο «Πέλματα ανυπόδητα», ενώ η ποιητική φράση «φυσάει/ μαύρος αέρας…», προϊδεάζει σαν το χοντρό μαύρο περίγραμμα των επικηδείων για τα ποιήματα που ακολουθούν. Παράθυρο ποιητικής φιλοσοφίας τα «δύο μπλε μάτια// ουρανού» στο «Με επίγνωση άγνοιας» και «Τι χρώμα στάζει άραγε/ την ώρα του θανάτου/ όταν απ’ τη σκηνή του θαύματος/ βγαίνεις οριστικά» αναρωτιέται ο ποιητικός αφηγητής ήσυχα, με κατασταλαγμένο στοχασμό ως προς τα όρια της ύπαρξης, στο «Απορία ανεπίλυτη», προτελευταίο ποίημα της συλλογής. Μονοχρωμία του μπλε για το εξώφυλλο, το καταδεκτικότερο των χρωμάτων κατά τον Βαν Γκονγκ, μιας και πιότερο όλων των άλλων αναδεικνύει τα γειτονικά του χρώματα. Είναι, εξάλλου, αυτό που αγάπησε ο Μεσαίωνας, θεοποίησε η Αναγέννηση και που δικαιωματικά έχει για τον Γιάννη Στρατούλια την ένταση του κόκκινου. Ποιητή, «μην παίζεις με τα χρώματα…»