Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ο Δημήτρης Στεφανάκης τίμησε το Bookia με την παραχώρηση της πρώτης συνέντευξής του για το νέο του βιβλίο, «Ο χορός των ψευδαισθήσεων», οι διαδρομές μιας παρέας φοιτητών από τις αρχές τού '90, που μας αφηγείται ο Μάνος Πιερίδης - η μία είναι του ίδιου του αφηγητή.
Το βιβλίο «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» στο Bookia.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης στο Bookia.
Το φωτογραφικό άλμπουμ από η φωτογράφηση με το συγγραφέα στα Εξάρχεια.
Πρόκειται για μία σύγχρονη ιστορία που ξεκινά στο τέλος τής περιόδου των «ψευδαισθήσεων», στα χρόνια τής κρίσης, με την αυτοκτονία του ενός από την παρέα, αυτού που είχε φτάσει «ψηλότερα» απ’ όλους. Έτσι αρχίζει ο απολογισμός!
Ανατρέχοντας στη δεκαετία του ενενήντα ο Μάνος φωτίζει τις αξίες, την ψυχοσύνθεση και την πορεία καθενός από τους χαρακτήρες. Δεν παραλείπει ωστόσο να μιλήσει ανοιχτά και για τα χρόνια των «ψευδαισθήσεων», όπου ακόμα και ο ίδιος, παρόλο που οι επιλογές του είναι απόλυτα συνειδητές, προβληματίζεται για αυτές βλέποντας την «πρόοδο» των παλιών του φίλων, κρατώντας τον μακριά από το παιχνίδι του «αγροίκου πλουτισμού» και της δύναμης.
Στην πλ. Εξαρχείων ζούσε ο Μάνος. Στα παρακείμενα καφέ περούσε τη μέρα του επιμελούμενος βιβλία.
Ακολουθήσαμε τα βήματα τού Μάνου μαζί με το συγγραφέα ο οποίος μας ξενάγησε στα Εξάρχεια, εκεί όπου έζησε και εργάστηκε ο ήρωάς του. Μας έδειξε τα σημεία που λειτούργησαν γι' αυτόν ως έμπνευση μιας και ο ίδιος έχει ισχυρούς δεσμούς με την περιοχή, «από την εποχή των φοιτητικών μου χρόνων στη Νομική», όπως μας είπε, και, παρόλο που ζει μακρύτερα, την επισκέπτεται πολύ συχνά. Άλλωστε εκεί βρίσκεται και το στούντιο όπου γράφει συνήθως, στη Σόλωνος, πάνω από το χώρο Βιβλιοκαφέ Έναστρον.
Στο μπαλκόνι τού χώρου όπου εργάζεται, στην οδό Σόλωνος, στην καρδιά τής Αθήνας, ο συγγραφέας ζει καθημερινά το ρυθμό τής πόλης, το μύθο τής οποίας προσπαθεί να χτίσει μέσα από το έργο του. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντες οι προβληματισμοί του για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε αυτή την πόλη, «την έδρα τού νέου ελληνισμού», όπως τη χαρακτήρισε.
Σε αυτή τη βόλτα με το συγγραφέα, έγινε μία συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος, η χαλαρότητα μαζί με την οικειότητα με το χώρο, έδωσαν την ευκαιρία να ξεφύγουμε από την τυπική υποχρέωση απαντήσεων σε ερωτήσεις και να μιλήσουμε πιο προσωπικά.
«12 ετών αποφάσισα ότι θα γράψω», μας είπε ξεκινώντας μία περιεκτική αναδρομή στην πορεία του ως συγγραφέας, «Στα φοιτητικά χρόνια όμως, είχα μία άρνηση για τη λογοτεχνία και το διάβασμα. Το '85 έγινε η πρώτη απόπειρα έκδοσης όπου με απέρριψαν όλοι οι εκδότες που προσέγγισα. Ξεκίνησα τις μεταφράσεις έως τα μέσα τού '90. "Ο Χορός των Ψευδαισθήσεων" είναι το 9ο βιβλίο μου. Βιβλία μου μεταφράστηκαν και σε άλλες γλώσσες, Γαλλικά, Ισπανικά, Αραβικά και σύντομα στα αγγλικά».
Ιδιαίτερη αξία νομίζω έχει ο σχολιασμός για τη στροφή που κάνει στο είδος τού μυθιστορήματος, «Τα ιστορικού τύπου μυθιστορήματά μου γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, Άρια, Μέρες Αλεξάνδρειας, Φιλμ νουάρ. Με την πεποίθηση ότι αυτός ο κύκλος ολοκληρώθηκε, αποφάσισα να μιλήσω για το σήμερα, και για έναν ακόμη λόγο, να συμβάλω στην "οικοδόμηση τού μύθου τής Αθήνας", στον οποίο μύθο οφείλει να συμβάλει σύμπασα η διανόηση. Η Αθήνα είναι ένας τόπος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά με την εικόνα της να διαμορφώνεται από αποσπασματικά επεισόδια και να κυριαρχεί η αίσθηση ότι "δεν ανήκουμε εδώ", ήρθαμε από κάπου όπου κάποτε θα επιστρέψουμε. Αυτό το βάρος πέφτει στους λογοτέχνες. Η ιστορία μας διδάσκει τα γεγονότα, η λογοτεχνία όλα τα άλλα, τον πολιτισμό ενός τόπου, τις συνήθειες, τις αξίες του».
Στην τσάντα φιγουράρει ο Αλμπέρ Καμύ, ο αγαπημένος συγγραφέας τού Δημήτρη Στεφανάκη, για τον οποίο και έγραψε το 2014, το «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι».
Αυτός ο προβληματισμός δεν είναι προσωπικός τού συγγραφέα, όπως μας ενημέρωσε, είναι κοινός προβληματισμός σε έναν κύκλο διανοούμενων με τη συμμετοχή και αρχιτεκτόνων, όπου γίνονται προσπάθειες ανάδειξης τής σύγχρονης μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής που δεσπόζει στην πόλη, «Όταν έγραφα το "Άρια" ένιωσα μία έντονη έκπληξη για τις ομορφιές τής Αθήνας τις οποίες δεν αντιλαμβανόμουν νεότερος όταν "όργωνα" κυριολεκτικά όλες τις γειτονιές της. Αυτό θέτω ως αποστολή των πνευματικών ανθρώπων, να μας εκπαιδεύσουν να βλέπουμε αυτές τις ομορφιές».
«Η Αθήνα είναι η έδρα τού νέου ελληνισμού. Σε προκαλεί να βγεις από τον "επαρχιωτισμό" σου, σε απελευθερώνει, τα παρέχει και τα συνδυάζει όλα σε αντίθεση με άλλες μητροπόλεις τού κόσμου όπου οι δραστηριότητες είναι καταμερισμένες. Η ενέργειά της μεταδίδεται άσχετα αν συμμετέχεις ή όχι. Τώρα είναι το πλήρωμα τού χρόνου να σχετιστούν οι άνθρωποι με το περιβάλλον τους, η πόλη είναι ο κοινός μας παρονομαστής».
«Αισιοδοξία! Είμαστε λαός από σκληρό μέταλλο», μας είπε ο κος Στεφανάκης για τη σημερινή κατάσταση στη χώρα, αυτό το «σήμερα» που κυριαρχεί στο «Χορό των ψευδαισθήσεων». Με τις ερωτήσεις και απαντήσεις που ακολουθούν προσπαθήσαμε να φωτίσουμε πτυχές αυτής της ιστορίας αλλά κυρίως να δώσουμε ερεθίσματα στο συγγραφέα να αναπτύξει την άποψή του για θέματα που θίγει, με την πεποίθηση ότι οι διανοούμενοι έχουν ρόλο σημαντικότερο από αυτόν του απλού ιστοριογράφου, να παρεμβαίνουν στην κοινωνία και να τη στηρίζουν με τη σκέψη τους.
Ε: Όσο ζούμε κάτι είναι «αίσθηση». Από την εξέλιξή του και από το αποτέλεσμα εξαρτάται αν ήταν «παραίσθηση», «ψευδαίσθηση». Συμφωνείτε; «Νόμιζες ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που δυσκολεύεται στην Ελλάδα το 2004;», βάζετε τον ήρωά σας να ρωτάει. Η Εθνική «ψευδαίσθηση», κύρια των δύο τελευταίων δεκαετιών στις οποίες διαδραματίζεται και η ιστορία σας, ήταν προβλέψιμη πιστεύετε;
Α: Ασφαλώς. Νομίζω ότι όποιος πήγαινε λίγο πιο βαθιά κι έσπαζε την κρούστα του ψευδο-ευδαιμονισμού, αντιλαμβανόταν πως η κρίση αξιών που μάστιζε την ελληνική κοινωνία δεν μπορούσε παρά να μας βάλει σε περιπέτειες.
Ε: Το χαρακτήρα τού Αλεκίνου, αυτό του χαρισματικού απατεώνα, όπως λέτε, τον συναντάμε και σε άλλες μορφές τέχνης, όπως στο νέο ελληνικό σινεμά όπου από τη δεκαετία του ’80 και μετά, είναι, θα ’λεγα, κυρίαρχος. Γιατί είναι τόσο έντονη η παρουσία του; Είναι η ταύτιση ή η αποστροφή; «Να, είμαι εγώ» ή «Ευτυχώς που δεν είμαι έτσι»;
Α: Ο χαρακτήρας του χαρισματικού απατεώνα υπάρχει σε κάθε κοινωνία, σε κάθε εποχή. Στη νεοελληνική πραγματικότητα των τελευταίων τριών δεκαετιών όμως είχε αναχθεί σε μια νέα εκδοχή του Ζορμπά, που μας καταγοήτευσε είτε ταυτιζόμασταν μαζί του είτε τον αποστρεφόμασταν.
Το μεσαύλιο τού νεοκλασσικού στη Θεμιστοκλέους στα Εξάρχεια, όπου στεγάζεται και ο «ΟΣΔΕΛ», ενέπνευσε το συγγραφέα. Σε ένα τέτοιο τοποθέτησε το χορευτικό στούντιο την Έλια όταν αυτή επέστρεψε από το Λονδίνο.
Ε: «Σκέφτομαι πως αν, αντί γι’ αυτό το βουτυρόπαιδο, έπαιρναν έναν Έλληνα με τσαγανό από ένα καφενείο και τον έστελναν να παζαρέψει με τους εταίρους μας, καλύτερα θα τα πήγαινε», λέει ο Μάντης για την διαπραγματευτική τακτική του έλληνα πρωθυπουργού στην έναρξη τής κρίσης. Πιστεύετε ότι τέτοια θέματα μπορούν να επηρεαστούν ριζικά από ταπρόσωπα που τα χειρίζονται;
Α: Σίγουρα! Η πολιτική είναι και ζήτημα προσώπων. Αυτό δεν μας διδάσκει άλλωστε η επίσημη Ιστορία. Για να πάει αυτός ο τόπος μπροστά το μόνο που χρειάζεται είναι έντιμοι και απροκατάληπτοι πατριώτες με μια δόση εμπορικού δαιμόνιου που αφθονεί στο λαό μας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Ε: Στη ζωή τού Μάνου κυριαρχεί ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του για την Έλια. Αυτό είναι το κυρίαρχο μοτίβο και όλου του βιβλίου σε αντίθεση με τα προηγούμενά σας μυθιστορήματα. Γιατί αυτή η στροφή σε μια πιο ρομαντική εκδοχή του έρωτα;
Α: Πάντοτε πίστευα ότι τις πιο ερωτικές του στιγμές ο άνθρωπος τις ζει έξω από την ερωτική πράξη. Ήρθε η ώρα να το αποδείξω μυθιστορηματικά.
Εδώ, στην οδό Ανδρέα Λόντου τοποθέτησε ο Δημήτρης Στεφανάκης το Μάνο στα χρόνια τής μοναξιάς του. Εδώ συναντούσε και συναναστρεφόταν καθημερινά με τους περίοικους.
Ε: Οι βασικοί ήρωες τής ιστορίας δείχνουν από νωρίς σημάδια τής πορείας που θα ακολουθήσουν στη ζωή τους. Είμαστε ό,τι μας τύχει ή μπορούμε τελικά να υπερισχύσουμε στη φύση μας και βάσει των εμπειριών να αλλάζουμε το αξιακό μας σύστημα και να προχωράμε;
Α: Ο Χεμινγουέι λέει ότι δεν αλλάζουμε, απλώς με τα χρόνια γινόμαστε πιο προσεκτικοί. Κρατήστε το αυτό ως μια χρήσιμη οδηγία για τη ζωή. Νομίζω ότι και οι ίδιοι οι μυθιστορηματικοί ήρωες παραδειγματίζονται από τα παθήματα και τα λάθη τους. Πόσω μάλλον οι αναγνώστες.
Ε: Η δύναμη και η απόκτησή της είναι είναι ένα από τα βασικά σημεία στην ιστορία τού βιβλίου. Είναι η ίδια η Δύναμη ο σκοπός ή το μέσο για την αποδοχή και την αναγνώρισή μας; Έχει κάτι νόημα χωρίς να υπάρχει κάποιος ή κάποιοι να το αναγνωρίσουν;
Α: Ο άνθρωπος αναλώνεται υπερβολικά στην αναζήτηση της δύναμης και της δόξας. Υπάρχουν όμως πράγματα αυθυπόστατα και σημαντικά που δεν προϋποθέτουν κανενός είδους αναγνώριση. Ένα από αυτά είναι και η υψηλή τέχνη.
Ο συγγραφέας σημειώνει ιδιαίτερα τη ζωντάνια των Εξαρχείων, τις ιδέες που ζυμώνονται εδώ αλλά και τις νέες που παράγονται. Ιδιαίτερα σήμερα, με τις συζητήσεις στα καφέ και τη διανόηση τής πόλης να προτιμάει αυτή την περιοχή.
Ε: Ο πιο ισορροπημένος στην ιστορία φαίνεται να είναι ο αφηγητής, ο Μάνος. Έζησε μία απλή ζωή ως επιμελητής εκδόσεων στα Εξάρχεια, διαβάζοντας πολύκαθημερινά και ζώντας με τον απλό κόσμο. Παρόλο που σε κάποιες σκηνές τον βρίσκουμε να αμφιβάλλει και ο ίδιος για τις επιλογές του συγκρίνοντας τον εαυτό του με τα «επιτεύγματα» των δύο φίλων του, στο τέλος φαίνεται ικανοποιημένος. Η επαγγελματική ιδιότητα που του δίνετε είναι συμβολική; Θέλετε να μας πείτε κάτι για την επιρροή τής λογοτεχνίας και της συνεχούς παίδευσης;
Α: Είναι η αλήθεια ότι αναγνωρίζω στη λογοτεχνία ένα προβάδισμα. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μη με ρωτήσετε όμως αν η λογοτεχνία μας κάνει καλύτερους, γιατί ειλικρινά δεν ξέρω. Σίγουρα προάγει την αισθητική μας, κι αυτό, πιστέψτε με, δεν είναι λίγο.
Ε: Παράλληλα, ο ίδιος δηλώνει ότι εμπνέεται περισσότερο από τις λογοτεχνικές του αναγνώσεις παρά τις ανθρώπινες συναναστροφές. Μήπως αυτό υποδηλώνει τη δειλία ενός ανθρώπου που κρύβεται πίσω από τον φανταστικό κόσμο της λογοτεχνίας; «Να αποφεύγεις βιβλία που σε φέρνουν σε αυτή την κατάσταση. Είναι τρομακτικό το θέαμα ενός άνδρα που τον συνεπαίρνει η λογοτεχνία, διάολε!», τον ειρωνεύεται ο Αλεκίνος, ο βασικός εκπρόσωπος τής άλλης πλευράς.
Α: Τι σημαίνει πραγματικό και φανταστικό; Που βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Αν καταφέρουμε ποτέ να την ορίσουμε, θα μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποιοι είναι οι γενναίοι και ποιοι οι δειλοί σε αυτό τον κόσμο. Όσο για το ειρωνικό ύφος του Αλεκίνου απέναντι στη λογοτεχνία, έχω να πω ότι οι άνθρωποι γενικά λοιδορούν ό,τι δεν καταλαβαίνουν, επειδή κατά βάθος νιώθουν να απειλούνται από αυτό.
Στον παράδρομο τής Τζαβέλα και πλέον Αλέξη Γρηγορόπουλου, ο συγγραφέας με τους συμφοιτητές περνούσε πολλές ώρες συζητώντας για τον Καμύ, τον Όργουελ, τη λογοτεχνία. Τώρα, στο ίδιο σημείο ως συγγραφέας και ο ίδιος. Η ζωή στα καλύτερά της νομίζω.
Ε: Για την αυτοκτονία ο Μάντης, ο πατέρας της Έλιας, σχολιάζει: «Θέλει να έχεις κότσια». Απευθύνεται στο Μάνο, «Εσύ θα το έκανες;». «Δεν θα το έκανα μάλλον, όπως δε θα είχα κάνει και όλα τα προηγούμενα», του απαντά ο αφηγητής εννοώντας αυτά που ώθησαν τον αυτόχειρα. Η αυτοκτονία είναι πράξη θάρρους ή δειλίας;
Α: Το πρόβλημα με την αυτοκτονία είναι ότι οι αυτόχειρες την εκλαμβάνουν εν μέρει ως παράσταση. Ελάχιστοι αντιλαμβάνονται το οριστικό και αμετάκλητο τέλος της ζωής τους ύστερα από αυτήν. Δεν είναι λοιπόν θέμα θάρρους ή δειλίας. Είναι κυρίως –κι εδώ– θέμα ψευδαίσθησης.
Ε: Η σχέση τού Μάνου με την Έλια ισορροπεί ανάμεσα στη φιλία και στον έρωτα. Ο πατέρας τής Έλια είναι απόλυτος, «Ανοησίες, δεν υπάρχει φιλία ανάμεσα σε άνδρα και γυναίκα». Είναι τόσο απόλυτη η απάντηση;
Α: Όχι, βέβαια. Κάθε χαρακτήρας ενός βιβλίου δικαιούται να λέει ό,τι θέλει, χωρίς να διεκδικεί για λογαριασμό του την απόλυτη αλήθεια.
Στη Σόλωνος, πάνω από το βιβλιοκαφέ Έναστρον, ο συγγραφέας διατηρεί το προσωπικό του στούντιο όπου περνάει τις παραγωγικές του ώρες γράφοντας.
Ε: «Ζητούσε τη μητέρα του, η οποία ωστόσο του ζητούσε χρήματα για να του σιδερώνει τα πουκάμισα», λέει ο Μάνος περιγράφοντας τη κατάρρευση τού Άλαν, του άγγλου φίλου τής Έλιας. Αν αυτό είναι συνηθισμένο εκεί και όχι εξαίρεση, περιγράφετε μία χαώδη διαφορά στην οικογενειακή κουλτούρα των δύο χωρών. Που μπορεί να οφείλεται αυτό;
Α: Είναι γνωστό ότι οι οικογενειακοί δεσμοί στους Μεσογειακούς λαούς είναι πιο ισχυροί. Κι αυτοί οι δεσμοί, επιτρέψτε μου να πω, βοήθησαν την ελληνική κοινωνία να επιβιώσει στην θυελλώδη κρίση που ζούμε.
Ε: «Με τον τρόπο της εκβίαζε μία περιττή τελειότητα», σχολιάζει ο Μάνος για την προσπάθεια τής Έλιας να βελτιωθεί στο χορό. Μήπως αυτή η υπερβολή είναι η ειδοποιός διαφορά των μέτριων από τους άριστους; Ο μη συμβιβασμός στη συνεχής βελτίωση;
Α: Νομίζω πως με το ερώτημά σας διατυπώσατε μια μεγάλη αλήθεια. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω.
Ε: «Δύο αριστοκρατίες υπάρχουν στη σημερινή Ελλάδα: οι σπουδαγμένοι στο εξωτερικό και οι γόνοι των αριστερών», λέει σε μία σκηνή η Παώνα. Με την αίσθηση ότι αυτή η φράση έχει μεγαλύτερο βάθος, σας ζητώ να την αναπτύξετε.
Α: Η νεοελληνική κοινωνία οικοδομήθηκε πάνω σε νέα ήθη. Ήταν φυσικό από τη μια η ταραχώδης πολιτική Ιστορία της χώρας μεταπολεμικά και από την άλλη ο γνωστός επαρχιωτισμός και η ξενομανία του νεοέλληνα να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των ηθών.
Ε: Ο Μάνος έχει συνεχώς στην τσέπη του ένα βιβλίο για το νεκρό χρόνο, «Στη πηγαιμό τελείωσα το Βέρθερο και σκεφτόμουν τι θα έκανα στην επιστροφή, αφού δεν προνόησα να πάρω άλλο βιβλίο μαζί μου», μας λέει νιώθοντας άβολα ακόμα και για το κενό στη μέση μίας διαδρομής. Αντίθετα, στη ζωή, βλέπουμε στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς τους επιβάτες να σπαταλούν το χρόνο τους, κυρίως στα κινητά τηλέφωνα ή χαζεύοντας. Λίγοι ποσοστιαία διαβάζουν. Πως αλλάζει αυτή η κατάσταση σε ένα λαό, θέλει «μέτρα» ή απλά χρόνο;
Α: Προς Θεού! Η αναγνωστική συνήθεια δεν αποκτάται με «μέτρα». Είμαι σίγουρος ότι οι αναγνώστες θα πολλαπλασιαστούν στη χώρα μας συν τω χρόνω, ας θυμόμαστε όμως ότι η λογοτεχνία δεν ενδιαφέρει αναγκαστικά όλο τον κόσμο.
Ε: Με την προηγούμενη ερώτηση σχετίζεται και το όλο εγχείρημα τού Bookia, να βοηθήσει δηλαδή ώστε η ανάγνωση να γίνει συνήθεια σε όσο το δυνατόν περισσότερους Έλληνες. Πως βλέπετε το Bookia γενικά αλλά και ότι έχει καταφέρει έως τώρα;
Α: Κάθε προσπάθεια που συνδέεται με την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας δεν μπορεί παρά να είναι ευπρόσδεκτη και επιδοκιμαστέα.
Όλη η διαδικασία τής συνέντευξης ήταν μία ευχάριστη και δημιουργική διαδικασία την οποία και απολαύσαμε. Ελπίζω, ως αποτέλεσμα, να είναι διαφωτιστική και για τους αναγνώστες. Ευχαριστούμε και πάλι το συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη για το χρόνο που μας αφιέρωσε.
Ευχαριστούμε το φίλο και συγγραφέα Ηλία Φλωράκη που μας συντρόφεψε στον περίπατο και μας χάρισε αυτές τις υπέροχες φωτογραφίες.