Γράφει: ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΗΚΟΥΛΗΣ
Ο Ευάγγελος Φιλόπουλος γεννήθηκε στο Μεταξουργείο λίγο πριν ορκιστεί πρωθυπουργός ο Δημήτρης Κιουσόπουλος. Ασκεί μάχιμη ιατρική επί 45 συνεχή χρονιά ως χειρουργός με εξειδίκευση στις παθήσεις μαστού. Υπήρξε διευθυντής της Κλινικής Μαστού του Νοσοκομείου «Ο Άγιος Σάββας» και είναι ενεργός πολίτης συμμετέχοντας σε κοινωφελείς δραστηριότητες.
Επί ένα τέταρτο του αιώνα συμμετείχε στη διοίκηση της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, της οποίας τα τελευταία επτά χρόνια εκλέγεται πρόεδρος. Το συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει δεκάδες εκλαϊκευμένα κείμενα προς ενημέρωση του κοινού για την πρόληψη και θεραπεία του καρκίνου αλλά και σειρά επιστημονικών άρθρων για τους λειτουργούς υγείας. Τα τελευταία δύο χρόνια γράφει λογοτεχνικά κείμενα, γιατί αυτή η δραστηριότητα τον ηρεμεί, αποσπώντας τον από την καθημερινή κουραστική άσκηση της ιατρικής τέχνης και τη στρεσογόνο εθελοντική δραστηριότητά του στη διοίκηση ενός τόσο μεγάλου οργανισμού.
Το βιβλίο «Αυτόπτες μάρτυρες» που κυκλοφορεί από την Ελληνοεκδοτική, αποτελεί το πρώτο του μυθιστόρημα. Έχει δύο κόρες και τέσσερα εγγόνια.
ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ, δύο λέξεις των οποίων η βαρύτητα είναι πολύ μεγάλη. Τι ανατροπή μπορεί να φέρει στην καθημερινότητα ενός απλού ανθρώπου, ο οποίος ακολουθεί μια συνηθισμένη ρουτίνα εργασίας προσωπικής ζωής, το να καταστεί αυτόπτης μάρτυρας;
Πολλοί από εμάς υπήρξαμε κάποτε αυτόπτες μάρτυρες γεγονότος που παρέκκλινε των νόμιμων ή ηθικών κανόνων που ρυθμίζουν τη ζωή μας. Το γεγονός μπορεί να ήταν από έλασσον έως εξαιρετικά σημαντικό, ανάλογα τον βαθμό παρέκκλισής του από τα καθιερωμένα πρότυπα ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ένα τέτοιο γεγονός, στο οποίο άθελά μας γίναμε μάρτυρες, δημιουργεί τριών ειδών ανατροπές στη ρουτίνα της ζωής μας (με ένταση ανάλογα της βαρύτητάς του): Στον τρόπο εκδήλωσης της άμεσης αντίδρασής μας σ’ αυτό που μπορεί να παρεκκλίνει από τον καθιερωμένο τρόπο συμπεριφοράς μας, είτε με προσωπική εμπλοκή ή το αντίθετο, με αγνόηση και απομάκρυνση απ’ αυτό, στο ποια θα είναι η στάση μας, αν η μαρτυρία μας με βάση όσα κατέγραψε η μνήμη μας είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση στην ανεύρεση της αλήθειας, σημαντικής για τους άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους και τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και στο κατά πόσο θα είναι ανεπηρέαστη από το συμβάν που παρακολουθήσαμε στην καθημερινότητά μας ή αυτή θα τη διαταράξει σε διαφορετικό κάθε φορά βαθμό, είτε από την επιρροή των εμπλεκομένων, είτε από το ιδιαίτερο προσωπικό συνειδησιακό φορτίο μας.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου σας μου δημιουργήθηκε η εξής απορία: Μήπως στο 35ο χιλιόμετρο της Λεωφόρου Σουνίου θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε από εμάς;
Το 35ο χιλιόμετρο επιλέχθηκε τυχαία, γιατί ο αριθμός μού άσκησε κάποια ανεξήγητη έλξη. Δε γνωρίζω, ούτε συνειδητά έψαξα να δω, αν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που του έδωσα. Ο μεν χώρος προσδιορίζεται από τον δρόμο, το πλάτωμα που επιτρέπει τη στάση αυτοκινήτων, τον γκρεμό με τη θάλασσα από κάτω, ο δε χρονικός προσδιορισμός είναι νωρίς το βράδυ. Αυτό ήταν το επιθυμητό σκηνικό για να ξεκινήσει η δράση.
Ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί στο δικό του 35ο χιλιόμετρο, δηλ. σε παρόμοιες καταστάσεις, είτε αυτές λαμβάνουν χώρα σε ένα εξοχικό τοπίο όπως αυτό περιγράφεται στο βιβλίο, είτε στο περιβάλλον ενός αστικού πάρκου ή στους δρόμους ανάμεσα στα λερωμένα κτίρια της Αθήνας, στο γειτονικό διαμέρισμα ή οπουδήποτε αλλού. Ναι, σ’ ένα 35ο χιλιόμετρο θα μπορούσε να βρεθεί ο οποιοσδήποτε από εμάς (αν δεν έχει ήδη βρεθεί).
Το βιβλίο σας μπορεί να ανήκει στην κατηγορία του αστυνομικού μυθιστορήματος, ωστόσο ο αναγνώστης δεν θα βρεθεί μέσα σε μια ατμόσφαιρα νεφελώδη, γεμάτη από πυροβολισμούς, ατελείωτα κυνηγητά και αιματοχυσίες. Αντίθετα, εστιάζετε στον ψυχισμό, στον τρόπο σκέψης και στο ηθικό υπόβαθρο, από τα οποία διακατέχεται έκαστος εμπλεκόμενος σ’ αυτήν τη μυστήρια υπόθεση. Συμφωνείτε με την προσωπική μου διαπίστωση;
Νομίζω ότι ορθά το προσεγγίσατε. Το έναυσμα για τους «Αυτόπτες μάρτυρες» δόθηκε σ’ ένα φεστιβάλ αστυνομικού μυθιστορήματος που παρακολούθησα και ένας από τους ομιλητές (ίσως ο καθηγητής Πανούσης) ανέφερε ότι έχει κουραστεί με τους ντετέκτιβ που κυριαρχούν σ’ αυτού του είδους το λογοτεχνικό είδος. Την ίδια αίσθηση είχα και εγώ, και επειδή αυτό το μοτίβο το έβλεπα μονότονα επαναλαμβανόμενο, είχα τα τελευταία χρόνια απομακρυνθεί από το διάβασμα βιβλίων αστυνομικής λογοτεχνίας. Έτσι ξεκίνησα να γράψω μια ιστορία με στοιχεία αστυνομικού ενδιαφέροντος, αλλά αποφεύγοντας την παρουσία του «ξεχωριστού» ντετέκτιβ που βαθμιαία εξιχνιάζει την υπόθεση. Επίσης, δεν είχα πρόθεση να προκαλέσω εντυπώσεις ή συγκινησιακές υπερβολές και προσπάθησα να επικεντρωθώ στην πλοκή και στο ψυχολογικό και κοινωνικό υπόβαθρο των πρωταγωνιστών, μένοντας παράλληλα σε επαφή με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Είστε ένας διακεκριμένος επιστήμονας με πλούσιο επιστημονικό έργο. Παράλληλα, ένας δραστήριος άνθρωπος της προσφοράς. Όπως δηλώνετε στο βιογραφικό σας, έχετε ξεκινήσει προ διετίας να ασχολείστε με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, διότι σας προσφέρει την απαραίτητη ηρεμία που χρειάζεστε. Θα θέλατε να μας ανοίξετε περισσότερο την «καρδιά» σας και να μας περιγράψετε τι αποτελεί για εσάς η συγγραφή ενός λογοτεχνικού κειμένου;
Έχω γράψει τρία διηγήματα, εκ των οποίων το ένα εκδόθηκε σ’ έναν συλλογικό τόμο και τα άλλα δύο αναμένω να συμπληρωθούν σε αριθμό και να δημοσιευθούν και αυτά. Αυτό ήταν το λογοτεχνικό ξεκίνημά μου. Το πρώτο διήγημα το έγραψα κατά παραγγελία για να ικανοποιήσω μία καλή φίλη που είχε έναν μικρό εκδοτικό οίκο. Η απόλαυση που ένιωσα με το να φτιάχνω ιστορίες «από το μυαλό μου» αλλά με βάση τον πραγματικό περίγυρο που ζω, και να χτίζω το ψυχολογικό υπόβαθρο και τις ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις των «ηρώων» παραμένοντας παράλληλα, όπως προανέφερα, σε επαφή με τη σημερινή πραγματικότητα, λειτούργησε ως ένα είδος χαλαρωτικής θεραπείας στο στρες που μου προκαλούν τόσα χρόνια η εργασία και η κοινωφελής δραστηριότητά μου.
Βέβαια, ικανοποίηση ένοιωθα και από την πληθώρα των βιβλίων, άρθρων, φυλλαδίων (επιστημονικών ή εκλαϊκευμένων) που έχω γράψει τα τελευταία 30 χρόνια, πάντα σχετικά με τον καρκίνο και το «ευ ζην». Το ίδιο ισχύει και για δύο περιοδικά που για αρκετά χρόνια διηύθυνα και στα οποία τα περισσότερα κείμενα τους τα έγραφα μόνος μου. Αλλά εκείνη η ικανοποίηση αποδείχτηκε τελικά πολύ κατώτερη από αυτή που ένιωσα με τη συγγραφή λογοτεχνικού έργου.
Οι καλές κριτικές που μου μεταφέρθηκαν για όσα λίγα έχω γράψει δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι με έφεραν σε αμηχανία, αλλά από την άλλη με ώθησαν να συνεχίσω. Και ήδη έχω σχεδόν έτοιμο ένα πολύ μεγαλύτερο μυθιστόρημα (λεπτομέρειες προσεχώς).
Ως επιστήμονας και λειτουργός έρχεστε αντιμέτωπος με τη χρονική στιγμή του ανθρώπου που ως οντότητα αγωνίζεται όχι για χρήμα, δόξα, δύναμη, αλλά για να κρατήσει το υπέρμετρο αγαθό που του έχει δοθεί, την ίδια τη ζωή. Κατά την εξέλιξη της συγγραφής του βιβλίου σας και δίνοντας τους αντίστοιχους ρόλους στους χαρακτήρες που εμπλέκονται, τι συναισθήματα και σκέψεις σάς δημιουργήθηκαν βλέποντας τον άνθρωπο να αγωνίζεται για το χρήμα και την εξουσία; Σας θέτω αυτό το ερώτημα, διότι μπορεί το βιβλίο σας να είναι μυθιστόρημα, ωστόσο η επικαιρότητα φροντίζει να μας ενημερώνει για παρεμφερείς πράξεις.
Το δεύτερο μυθιστόρημα έχει ως θεματολογία αυτό που αναφέρατε στην αρχή της ερώτησης σας. Ζώντας ενεργά μέσα στην κοινωνία και λόγω επαγγέλματος επί πολλές δεκαετίες, έχω άφθονες εμπειρίες για τους συνανθρώπους μας. Δυστυχώς, διαπιστώνω ότι οι Έλληνες σε μεγάλο ποσοστό έχουν γίνει λιγότερο ενάρετοι ως άτομα και ως πολίτες. Η κρίση στην κοινωνία μας δεν είναι μόνο οικονομική. Υπάρχει μία προϊούσα διάβρωση των συνειδήσεων, αφού σταδιακά αντικαθίστανται αξίες και αντιλήψεις που είχαμε γνωρίσει εμείς οι παλαιότεροι στα χρόνια της νιότης μας με επίπλαστα αδιέξοδα πρότυπα συμπεριφορών να επηρεάζουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της νεολαίας, αλλά και πολλούς μεγαλύτερους σε ηλικία. Τα φαντασιακά πρότυπα που θέλουν να αποκτήσουν οι συμπολίτες μας σε περιόδους οικονομικής παρακμής, υπό τη συστηματική σχετική επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της τηλεόρασης και συγκεκριμένων ιστοτόπων και εντύπων, καθιστά την κοινωνία λιγότερο ανθρώπινη και υποστηρικτική. Θα ήταν η ζωή μας πολύ καλύτερη αν το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας μας ακολουθούσε τη γνωστή προτροπή του Επίκουρου σε μαθητή του, πως αν θέλει να κάνει κάποιον πλούσιο, να μην του προσθέτει χρήματα, απλά να του λιγοστέψει τις επιθυμίες του.
Συνεχίζοντας την ενασχόληση με τη συγγραφή, με ποιο είδος λογοτεχνίας θα θέλατε να συνεχίσετε; Σας έλκει περισσότερο το αστυνομικό μυθιστόρημα ή θα ακολουθήσετε το λογοτεχνικό μονοπάτι που θα σας υποδείξει η έμπνευση και η θεματολογία που θα κεντρίσει το ενδιαφέρον σας;
Δεν είναι η αστυνομική λογοτεχνία που αποτελεί το μόνο είδος που θα ήθελα να ασχοληθώ. Σοβαρά κοινωνικά θέματα, διαχρονικά στην ύπαρξη τους αλλά στις σύγχρονες εκφάνσεις τους είναι τα ερεθίσματα που με παρακινούν να στήσω το περίγραμμα και τις βασικές παραμέτρους για ανάλογη λογοτεχνική αφήγηση. Χρόνου επιτρέποντος και θετικής αλληλεπίδρασης με τους αναγνώστες αποτελούν βέβαια τις προϋποθέσεις να συνεχίσω τη συγκεκριμένη ασχολία μου.
Θα ήθελα να αναφερθώ ξανά στο γεγονός ότι όντας ένας επαγγελματικά δραστήριος άνθρωπος, επιλέξατε για τη «διαφυγή» σας από την κούραση της καθημερινότητας, την ενασχόληση με τη συγγραφή. Και αναφέρομαι σε αυτό, διότι, εκτός από το ότι επιλέξατε μία δημιουργική απασχόληση, βρήκατε και τον απαραίτητο διαθέσιμο χρόνο, όταν στη σημερινή εποχή ακούμε συχνά από ανθρώπους πως δεν έχουν καθόλου χρόνο και δεν μπορούν να βρουν κάποια διέξοδο από την καθημερινή ρουτίνα στην οποία βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Θα μπορούσαμε να δώσουμε κάποια συμβουλή στους αναγνώστες μας για αυτό;
Μετά την καθημερινή άσκηση της ιατρικής και την εντατική ενασχόληση με την Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία ο ιδιωτικός χρόνος μου είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Όμως, αυτός ο «ελεύθερος» χρόνος, όταν μένω μόνος μου και ασχολούμαι με το γράψιμο, δεν είναι χαμηλότερης ποιότητας από εκείνον που ξοδεύω έξω βγαίνοντας με φιλικές συναναστροφές. Εξίσου ευπρόσδεκτη είναι η μοναξιά της συγγραφής με τη φασαρία της παρέας. Εξάλλου, ο χρόνος των καθημερινών ασχολιών μου με φέρνει σε επαφή με πάρα πολλούς ανθρώπους, έτσι το να μείνω μόνος μου καθίσταται ανάγκη και όχι καταναγκασμός. Αν δε, υπάρχει διάθεση για γράψιμο, καθώς για μια τέτοια ασχολία δεν υπάρχει ωράριο εργασίας, ακόμα καλύτερα. Αρκεί να υπάρχει διάθεση για γράψιμο, κάτι που δεν μπορεί να καθοριστεί, τουλάχιστον στην περίπτωσή μου, με σχετικό τακτικό ωράριο εργασίας. Γι’ αυτό άλλοτε μπορεί να περνούν πολλές ώρες γράφοντας σελίδες και διορθώνοντας προηγούμενες, και άλλοτε, ενώ υπάρχει διαθέσιμος, να μην έχω διάθεση για μέρες να κτυπήσω τα πλήκτρα του υπολογιστή και να γράψω έστω μία γραμμή.
Οι «ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ» είναι το πρώτο σας μυθιστόρημα. Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε με αστυνομικό μυθιστόρημα και πώς ήρθε η έμπνευση για τους «ΑΥΤΟΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ».
Το έναυσμα για να ξεκινήσω ήδη το ανέφερα. Η βασική ώθηση προέκυψε από την ανάγκη να ανατραπεί η κατεστημένη δομή των αστυνομικών μυθιστορημάτων (εκτέλεση ή ανακάλυψη εγκλήματος ή φρικτών εγκλημάτων) που καλείται σταδιακά να εξιχνιάσει και να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης ή να εξοντώσει τον ή τους δολοφόνο/ους ένας ιδιόρρυθμος ντετέκτιβ. Κάτι που συμβαίνει παρά τις δυσκολίες που παρεμβάλλονται, τα νέα εγκλήματα που μεσολαβούν, τις γοητευτικές γυναίκες που πλαισιώνουν τη δράση ή τη χαλάρωσή της, ενώ στο τέλος αναπόφευκτα θα υπάρχει «happy end» με την ανακάλυψη του ενόχου. Ο κόσμος στον οποίο όλα αυτά διαδραματίζονται μπορεί να είναι πραγματικός ή φανταστικός, αλλά συχνά -ή πολύ συχνά- οι πρωταγωνιστές δεν είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Αυτά προσπάθησα να τα ανατρέψω με τους «Αυτόπτες μάρτυρες»
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και να ευχηθώ να προσφέρετε πάντα, τόσο στον εργασιακό σας χώρο όσο και στον χώρο του βιβλίου.
Σας ευχαριστώ και εγώ με τη σειρά μου, ταπεινά παραδεχόμενος ότι δεν μπορώ να αισθανθώ τον εαυτό μου πως ανήκει στην κατηγορία των λογοτεχνών (Μετά από 5-6 βιβλία ίσως! Αλλά με 48 χρόνια μάχιμης ιατρικής στην πλάτη, δύσκολα θα φύγει από πάνω μου ο Ιπποκράτειος μανδύας!).