Γράφει: Λεύκη Σαραντινού
Πώς αποφασίσατε να υλοποιήσετε σήμερα το παιδικό σας όνειρο να γίνετε συγγραφέας; Συνέβη κάτι που πυροδότησε τη διαδικασία της συγγραφής;
Αρχικά, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω από καρδιάς γι’ αυτή τη συνέντευξη. Είναι ιδιαίτερα τιμητικό, ειδικά για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα.
Δεν θα μπορούσα να πω ότι η συγγραφή ήταν παιδικό μου όνειρο, αν και από πολύ μικρή ηλικία μου άρεσε πολύ να διαβάζω βιβλία. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν το φανταζόμουν καν ότι θα έφτανα ποτέ στο σημείο να ολοκληρώσω ένα βιβλίο, πόσο μάλλον να εκδοθεί κιόλας. Όταν ήμουν φοιτητής, άρχισα να πειραματίζομαι με το γράψιμο και μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Σκάρωνα ατελείς ιστορίες από το πουθενά, άλλοτε τριών σελίδων μόνο κι άλλοτε μεγαλύτερες. Δεν είχαν κάποιο σκοπό κι ούτε φιλοδοξούσα να φτάσουν στο σημείο να γίνουν ολόκληρο βιβλίο. Ένα βράδυ, όμως, μου ήρθε στο νου η εισαγωγή αυτού του βιβλίου, η οποία μάλιστα παρέμεινε αναλλοίωτη από τότε. Δεν ξέρω πώς, ούτε γιατί, αλλά εκείνο το βράδυ έγραψα μονοκοπανιά τις πρώτες δεκαπέντε σελίδες του βιβλίου. Η ιδέα μιας οικογένειας με μυστικά και τραύματα, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρουσα και σιγά σιγά η ιστορία προχωρούσε ολοένα, μέχρι που έφτασε να έχει πλέον δική της «ζωή», κατάλαβα δηλαδή ότι όλο αυτό είχε προοπτικές να καταλήξει να γίνει ολόκληρο βιβλίο, όπως και πράγματι έγινε.
Δεν συνέβη κάτι συγκεκριμένο που πυροδότησε τη διαδικασία αυτή. Κι αλίμονο αν ήταν έτσι, δεδομένων των ζητημάτων, τα οποία πραγματεύομαι στο βιβλίο. Φρονώ πως η ανάγνωση βιβλίων απογειώνει τη φαντασία, προβληματίζει τον αναγνώστη σε πολλά επίπεδα και μπορεί να τον εισαγάγει σε αυτό τον κόσμο από κει που δεν το περιμένει. Ίσως, δηλαδή, μια μέρα σκεφτείς: γιατί να μην γράψω κι εγώ ένα βιβλίο, αφού απολαμβάνω τόσο τη λογοτεχνία; Στα φοιτητικά μου χρόνια διάβασα και αρκετούς κλασικούς συγγραφείς, που έγραψαν για πλείστες όσες δυσκολίες και κοινωνικά φαινόμενα κι αυτό σίγουρα συντέλεσε στην έμπνευσή μου. Οπότε, υποθέτω ότι κάπως έτσι ξεκίνησε για μένα αυτό το ταξίδι στο άγνωστο, μέχρι που με οδήγησε στο να εκδώσω ένα βιβλίο.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το πρώτο σας βιβλίο, το «Φύγε μακριά», και γιατί επιλέξατε αυτό να διαδραματίζεται στη Σουηδία με Σουηδούς πρωταγωνιστές; Έχετε κάποιο δεσμό με τη συγκεκριμένη χώρα;
Όπως είπα και πριν, όλα ξεκίνησαν με τη σύλληψη της εισαγωγής, στην οποία βλέπουμε ένα νεαρό άνδρα στην πτέρυγα των μελλοθανάτων μιας φυλακής. Ομολογουμένως, είναι αρκετά βαρύ θέμα, με το που ξεκινάει το βιβλίο. Αλλά μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το να ξεκινήσει έτσι η ιστορία και, στη συνέχεια, να γυρίσουμε πίσω στο παρελθόν και να δούμε πώς έφτασαν ως εκεί τα πράγματα. Γενικά, ως αναγνώστη, μου αρέσουν περισσότερο τα βιβλία, στα οποία η αφήγηση δεν είναι γραμμική, αλλά υπάρχει η εναλλαγή μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Ειδικά όταν τα γεγονότα «κουμπώνουν» σε κάποιο σημείο και τότε όλα βγάζουν νόημα. Κάπως έτσι, λοιπόν, ήθελα να είναι κι η δική μου ιστορία και, πράγματι, έγραψα αυτό το βιβλίο όπως θα ήθελα να το διαβάσω.
Ο άξονας «πράξεις – συνέπειες» είναι κεντρικός σε ολόκληρο το βιβλίο και διαδραματίζει καθοριστικότατο ρόλο στις ζωές και των τριών βασικών ηρώων του. Άπτεται ποικίλων κοινωνικών φαινομένων και καταστάσεων και ο τρόπος, με τον οποίο ο καθένας τους αντιδρά στα όσα συμβαίνουν στη ζωή του, σφραγίζει την πορεία του.
Δεν έχω κανένα δεσμό με τη Σουηδία, ούτε και μια κάποια άλλη χώρα πλην της Ελλάδας. Την περίοδο που ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο, διάβαζα αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία διαδραματίζονταν στη Σκανδιναβία. Έτσι, μου ήρθε η ιδέα να τοποθετήσω τους ήρωες στη Σουηδία, και μάλιστα σε περασμένη εποχή. Επιπλέον, δεν ήθελα να διαδραματίζεται η ιστορία στην Ελλάδα, διότι προτίμησα οι ήρωες να μην κουβαλούν κανένα γνωστό σε μένα εθνικό χαρακτηριστικό, καμία προκατάληψη, να είναι αυτό που λέμε «άκαυτοι». Ουσιαστικά, να είναι τα φερέφωνα των ιδεών και των απόψεών μου, χωρίς να εμπλέκονται με κανενός είδους γνωστή σε μας εθνική παράδοση. Και τέλος, μιας και όλη η δυστυχία αυτής της οικογένειας πηγάζει από γεγονότα που έλαβαν χώρα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σουηδία έμοιαζε ιδανική ως πατρίδα των ηρώων, αφού επέλεξε όσο μπορούσε τη στάση της ουδετερότητας. Ήθελα, λοιπόν, ο Χανς, που παίρνει μέρος στον πόλεμο, να το πράττει από καθαρά δική του βούληση, χωρίς το βάρος της υποχρέωσης προς τη χώρα του. Κι έτσι να δούμε πού τον οδηγεί αυτή του η επιλογή και τι συνέπειες έχει σε όλη τη μετέπειτα ζωή του.
Το βιβλίο σας μιλάει για οικογενειακά τραύματα. Μπορεί πράγματι, πιστεύετε, να ξεφύγει κανείς από αυτά φεύγοντας μακριά όπως λέει ο τίτλος;
Η ψυχική υγεία, γενικά, είναι κάτι που απασχολεί όλο και περισσότερους ανθρώπους στη σημερινή εποχή. Και πώς να μην ήταν έτσι τα πράγματα, άλλωστε, από τη στιγμή που η καθημερινότητά μας και οι ανάγκες της γίνονται όλο και πιο απαιτητικές διαρκώς; Τώρα, όταν μιλάμε ειδικά για οικογενειακά τραύματα, τα πράγματα –πιστεύω– μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα. Δεν είμαι ειδικός της ψυχής κι ούτε έχω μελετήσει ιδιαίτερα σχετικά, αλλά οπωσδήποτε τα βιώματα της παιδικής ηλικίας είναι καθοριστικά για τη μετέπειτα ζωή μας. Ως εκ τούτου, η έκθεση σε παθολογικές καταστάσεις, ήδη από μια τόσο τρυφερή ηλικία, σίγουρα έχει νευραλγική σημασία για την εξέλιξή μας.
Ο τίτλος του βιβλίου, πράγματι, φαίνεται να υποστηρίζει αυτό ακριβώς, ότι δηλαδή όντως μπορεί κανείς να ξεφύγει από τα οικογενειακά τραύματα φεύγοντας μακριά. Δυστυχώς, όμως, τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο απλά. Απαιτείται τεράστιος προσωπικός μόχθος και δουλειά με τον εαυτό μας, προκειμένου να φτάσουμε στο σημείο να αποτινάξουμε όλα όσα μας φόρτωσαν η οικογένεια, η κοινωνία, ο περίγυρος και τόσα άλλα. Το να μάθεις ποιος πραγματικά είσαι και τι πραγματικά προσδοκάς απ’ αυτή τη ζωή, ποιο θες να είναι το προσωπικό σου αποτύπωμα, χωρίς να επηρεάζεσαι και να ετεροκαθορίζεσαι, θέλει πολλή τόλμη και ελεύθερη σκέψη. Κι αυτό δεν μπορεί να έρθει από μόνο του να σε βρει μια ωραία πρωία, αν δεν δημιουργήσεις προηγουμένως τις κατάλληλες συνθήκες. Κανείς δεν θα κουνήσει το μαγικό του ραβδί, για να σε σώσει από τον ίδιο σου τον εαυτό. Όπως φαίνεται και στο βιβλίο, δεν αρκεί να φύγεις μακριά, αν είναι να κουβαλάς το ίδιο «τέρας» μέσα σου, εθελοτυφλώντας ότι έτσι λύθηκε το όποιο πρόβλημα. Η δουλειά πάνω στον ίδιο μας τον εαυτό και η κάθε είδους αυτοβελτίωση είναι, για μένα, το κλειδί. Κι εγώ ο ίδιος προσπαθώ, όσο περισσότερο μπορώ, να κάνω ακριβώς αυτά που λέω, παρότι πολλές φορές είναι δύσκολο.
Σήμερα ακούμε πολλά για κακοποιήσεις στο πλαίσιο της οικογένειας και για ψυχασθένειες, κάτι το οποίο αποτελεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου σας. Πιστεύετε ότι πάντοτε έτσι ήταν τα πράγματα ή ότι σήμερα έχει ανέβει το ποσοστό των ψυχασθενών;
Δυστυχέστατα, τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο και που διαδραματίζονται από τη δεκαετία του ’30 έως και τη δεκαετία του ’80, εξακολουθούν να είναι τραγικά επίκαιρα. Μπορεί να έχουν γίνει αλματώδεις πρόοδοι σε πολλούς τομείς και να έχουν κερδηθεί πάμπολλα δικαιώματα κι ελευθερίες, αλλά –όπως σε πολλές περιπτώσεις έχει συμβεί ανά τους αιώνες– τα πάντα κρέμονται από μια κλωστή. Ακόμα και στην περίοδο του Μεσοπολέμου, μετά τη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί ότι οι Ναζί θα έφταναν να διαπράξουν όλα εκείνα τα αδιανόητα εγκλήματα που διέπραξαν; Ότι ο άνθρωπος ήταν ικανός να φτάσει σε τέτοιο σημείο σαδισμού και απανθρωπιάς; Κι όμως, μέσα σε λίγο καιρό, αυτή έφτασε να είναι η καθημερινότητα εκατομμυρίων θυμάτων. Τίποτε, λοιπόν, δεν μπορεί και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
Παρότι –ξαναλέω– δεν είμαι ειδικός, θεωρώ ότι και η ενδοοικογενειακή βία και οι ψυχασθένειες υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό της κοινωνίας. Ίσως και να έχουν ανέβει τα ποσοστά κι αυτό συνιστά έναν δείκτη του πόσο λάθος πορεύεται η κοινωνία. Σίγουρα, πάντως, μαθαίνονται πιο εύκολα τα περιστατικά. Ίσως, όλο αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι οι θύτες είναι δυστυχισμένοι άνθρωποι, που δεν τους αγάπησαν και δεν τους αποδέχθηκαν ποτέ όπως έπρεπε, με αποτέλεσμα να μην αγαπούν και να μην αποδέχονται κι οι ίδιοι τον εαυτό τους. Δεν λέω, εννοείται, ότι αυτό δικαιολογεί την κακοποίηση και το έγκλημα, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να σπάσει τον κύκλο και να ανταποδώσει με αγάπη, όταν το μόνο που έχει λάβει είναι μίσος, απέχθεια ή αδιαφορία. Και πάλι η λύση είναι η ψυχοθεραπεία. Πώς, όμως, να γίνει αυτό, όταν αφενός δεν αντιλαμβάνονται καν το πρόβλημα κι αφετέρου κάτι τέτοιο κοστίζει απαγορευτικά πολύ; Η Πολιτεία, δυστυχώς, είναι τραγικά ανεπαρκής και σ’ αυτό το κομμάτι.
Γιατί η Γκρέτα φεύγει από το σπίτι της; Και γιατί ο Άντολφ, ο γιος της, πράττει αργότερα το ίδιο; Από τι προσπαθούν να ξεφύγουν;
Παρότι ρισκάρω να κάνω αυτό που λέμε “spoiler”, θα πω ότι η Γκρέτα είναι ένα πνεύμα ελεύθερο, αντισυμβατικό, πολύ μπροστά από την εποχή της, με αποκρυσταλλωμένες απόψεις σε πολλά ζητήματα, παρά το νεαρό της ηλικίας της. Έτσι, αποφασίζει να φύγει από το σπίτι της, διότι πολύ απλά ασφυκτιά μέσα στις κοινωνικές συμβάσεις και τις προσδοκίες των γονιών της απ’ αυτήν. Ας μην ξεχνάμε ότι όλο αυτό τοποθετείται λίγο πριν τη δεκαετία του ’50, όταν η κοινωνία ήταν ακόμα πολύ συντηρητική κι οπισθοδρομική. Θέλησε, λοιπόν, να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και να μην επιτρέψει στους γονείς της να καθορίσουν την πορεία της, όπως εκείνοι ήθελαν.
Ο γιος της ο Άντολφ, από την άλλη, πράττει ακριβώς το ίδιο. Φεύγει από το πατρικό του σπίτι, αρπάζοντας από τα μαλλιά την πρώτη ευκαιρία. Και το κάνει, διότι θέλει απεγνωσμένα να ξεφύγει από το νοσηρό οικογενειακό του περιβάλλον και να γιατρέψει τις πληγές του σε μια ξένη, μακρινή χώρα, μακριά από την τοξικότητα των γονιών του.
Το ίδιο είχε κάνει κι ο πατέρας του, άλλωστε, δεκαετίες πριν. Ο ίδιος άνθρωπος που προξένησε τόσα δεινά στη σύζυγο και τον γιο του. Και οι τρεις, λοιπόν, αντιδρούν στη δυστυχία τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, παρότι αυτό συμβαίνει σε ξεχωριστές δεκαετίες. Προσπαθούν απεγνωσμένα να ξεφύγουν από όσα τους πνίγουν, όσα τους στοιχειώνουν και τους κρατούν ξάγρυπνους τα βράδια. Και οι τρεις είναι πολύ έξυπνοι και επινοητικοί και πιστεύουν ότι η φυγή είναι η σωτηρία τους. Το αν είναι έτσι τα πράγματα ή όχι, βέβαια, είναι εντελώς άλλο ζήτημα.
Αναφέρετε στο βιβλίο σας ότι αν σιωπούμε και δεν μιλάμε γινόμαστε αυτομάτως συνένοχοι στο έγκλημα που αποσιωπούμε. Πιστεύετε ότι έχει την ίδια ευθύνη με τον δράστη αυτός που δεν μιλά για να αποκαλύψει το έγκλημα;
Αρκετά ακραία δήλωση, ε; Σίγουρα το πιστεύω σε πολύ μεγάλο βαθμό. Βέβαια, ο δράστης είναι αυτός που διαπράττει το έγκλημα, όχι οι γύρω του. Στο βιβλίο, αυτό αναφέρεται για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξαν οι Ναζί, και μάλιστα από έναν από τους θύτες. Αυτό που λέει, ουσιαστικά, ο ήρωας είναι ότι, παρότι κι ο ίδιος έφριττε και δεν άντεχε να βλέπει τόσο σαδισμό γύρω του, δεν έκανε τίποτε. Δεν αντέδρασε ποτέ, διότι πολύ απλά φοβόταν για τη ζωή του. Δεν τολμώ καν να φανταστώ πώς ήταν η ζωή μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κι ούτε μπορώ να υποθέσω πώς θα αντιδρούσα κι εγώ ο ίδιος, απ’ όποια πλευρά κι αν ήμουν.
Ας πάρουμε, όμως, ως παράδειγμα τη σημερινή εποχή και την ενδοοικογενειακή βία. Όταν ένας άνθρωπος ακούει καθημερινά φωνές, ουρλιαχτά, χτυπήματα και ούτε κι εγώ ξέρω τι άλλο, με αποδέκτες παιδιά ή γυναίκες, από ένα γειτονικό του σπίτι και δεν αντιδρά, δεν είναι κατά κάποιον τρόπο συνένοχος; Πώς αντέχει να μην αντιδράσει, να μην προσπαθήσει να σώσει το θύμα ειδοποιώντας τις Αρχές; Το αν θα γίνουν τα όσα ορίζει ο νόμος, είναι άλλο ζήτημα. Αλλά πώς μπορεί κανείς να κοιμάται ήσυχος τα βράδια, όταν ξέρει πολύ καλά ότι κωφεύει, ενώ ο διπλανός του υποφέρει τα πάνδεινα; Τα όρια είναι λεπτά, φυσικά, και κάθε περίπτωση μοναδική. Το προσωπικό μου περί δικαίου αίσθημα, όμως, αυτό προστάζει. Και μακάρι να μην βρεθώ ποτέ στη θέση του περίφημου αυτού γείτονα!
Σχεδιάζετε να μείνετε στον χώρο; Τι θα ακολουθήσει μετά συγγραφικά;
Θα ήθελα πολύ να παραμείνω στον συγγραφικό χώρο, ναι. Τουλάχιστον όσο μου το επιτρέπει το επάγγελμά μου και για όσο η Μούσα θα μου χαρίζει έμπνευση. Το γράψιμο είναι για μένα ένα μέσο διαφυγής από την καθημερινότητα. Περισσότερο βοηθητικό σ’ αυτό είναι το διάβασμα βιβλίων και η μουσική, αλλά το γράψιμο έχει, για εμένα, το πλεονέκτημα ότι συνιστά παράλληλα καλλιτεχνική έκφραση. Σκέψεις, απόψεις, συναισθήματα, η ψυχή σου η ίδια βγαίνει προς τα έξω, μέσα από τους ήρωες που επινοείς και τις ιστορίες τους. Αυτό ακριβώς θεωρώ ότι είναι το μεγαλείο της λογοτεχνίας και κάθε μορφής τέχνης. Η τέχνη υπερβαίνει την πραγματικότητα και διδάσκει.
Μετά το «Φύγε μακριά», θα ακολουθήσει ένα βιβλίο, το οποίο θα εκτυλίσσεται στο μέλλον και θα πραγματεύεται το πώς οι άνθρωποι θα διαχειριστούν ένα άκρως δυστοπικό μέλλον σε μια κατεστραμμένη Γη, καθώς και τι θέση θα έχει η ελεύθερη βούληση σ’ αυτό.
Ευελπιστώ να ολοκληρωθεί μέσα στο έτος.
Σας ευχαριστώ και πάλι θερμά!