Γράφει: ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΗΚΟΥΛΗΣ
Ο Γιάννης Μαντούσης γεννήθηκε το 1989 στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσε. Κατοικεί στο Αϊντχόφεν της Ολλανδίας, όπου εργάζεται ως μηχανικός παραγωγής συστημάτων λιθογραφίας. Ασχολήθηκε για μία δεκαετία με την αρθρογραφία, ενώ το 2021 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο Ο Φύλακας Δαίμονάς μου από τις Εκδόσεις Ελκυστής. Το ιστορικό μυθιστόρημα Το Κίνημα του Ζήλου αποτελεί τη δεύτερη λογοτεχνική του απόπειρα.
Είστε ένα «φρέσκο» πρόσωπο στον χώρο της λογοτεχνίας, καθώς είναι το δεύτερο μυθιστόρημα που γράψατε. Τι σημαίνει για εσάς η ενασχόληση με τη συγγραφή και τι σας προσέλκυσε στον χώρο της λογοτεχνίας;
Όντως, έχω γράψει δύο μυθιστορήματα. «Ο Φύλακας Δαίμονάς μου» από τις Εκδόσεις Ελκυστής ήταν το πρώτο και μόλις εκδόθηκε το δεύτερο, «Το Κίνημα του Ζήλου» από τις Εκδόσεις Πηγή. Η συγγραφή στην περίπτωσή μου λειτουργεί ουσιαστικά ως καταγραφή και ως μοίρασμα. Ζω, μεγαλώνω και θέλω να πιστεύω πως ωριμάζω, και κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας σκέφτομαι, αισθάνομαι, μαθαίνω και επεξεργάζομαι όλα τα ερεθίσματα που γεννιούνται σε αυτήν την πορεία, δημιουργώντας -έστω και ενίοτε προσωρινά- ερωτήματα αλλά και συμπεράσματα. Μέσω της ανάπτυξης της προσωπικότητάς μου στο πέρασμα των χρόνων, αντιλήφθηκα πως η λογοτεχνία είναι ο ιδανικότερος τρόπος για μένα, ώστε να καταγράψω και να μοιραστώ τα ερωτήματα και τα συμπεράσματα αυτά. Είναι, ίσως, ο καλύτερος διαθέσιμος τρόπος μου για να νιώσω πως αξιοποιώ τη ζωή μου, αν και όχι ο μόνος.
Στο βιβλίο σας καταπιάνεστε με ένα ιστορικό γεγονός, το κίνημα των Ζηλωτών, το οποίο δεν έχει μελετηθεί αρκετά. Τι σας παρακίνησε να τοποθετήσετε τον ήρωά σας να δράσει σε αυτήν την ιστορική περίοδο;
Αρχικά, ένας από τους σημαντικότερους λόγους είναι ακριβώς αυτή σας η διαπίστωση, πως είναι ένα ιστορικό ζήτημα, το οποίο δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό. Ένα γεγονός που μου το έκανε ιδιαίτερα ελκυστικό, καθώς με γοητεύει να καταπιάνομαι με όχι τόσο δημοφιλή θέματα. Έπειτα, μέσω της προσωπικής μου έρευνας, διαπίστωσα πως το συγκεκριμένο θέμα έχει το υπόβαθρο να αντικατοπτρίσει πολλές σημαντικές πτυχές μου. Η Θεσσαλονίκη -την οποία, ως ιδιαίτερη πατρίδα μου, αγαπώ-, η βυζαντινή ιστορία, οι αγώνες για καλύτερες κοινωνίες, όλα αυτά είναι ζητήματα και έννοιες τα οποία αναζητώ και συναντώ στην καθημερινότητά μου.
Οι Ζηλωτές οραματίστηκαν και αγωνίστηκαν για μια Θεσσαλονίκη που θα κατοικείται από πολίτες οι οποίοι απολαμβάνουν την ισότητα και τη δικαιοσύνη. Πιστεύετε πως αυτή η μορφή πολιτείας αποτελεί ένα ιδανικό μοντέλο και, αν ναι, πιστεύετε ότι μπορεί να γίνει εφικτό;
Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω πως το πολίτευμα των Ζηλωτών θα ήταν το καλύτερο για τη σύγχρονη εποχή, κατά την οποία η ανθρωπότητα, όσο να 'ναι, έχει εξελιχθεί πολύ συγκριτικά με τον ύστερο Μεσαίωνα. Αναλογιζόμενος, όμως, τα πολιτεύματα που κυριαρχούσαν στην Ευρώπη και στον ευρύτερο γνωστό κόσμο της περιόδου εκείνης, τα οποία ήταν η μοναρχία, η φεουδαρχία και η ολιγαρχία των αριστοκρατών, πιστεύω πως όντως οι ιδέες των Ζηλωτών βρίσκονταν μπροστά από την εποχή τους και ήταν οι καλύτερες δυνατές για την πλειοψηφία των λαϊκών μαζών.
Μέσω της περιγραφής διαδρομών, τοποθεσιών και κτιρίων καταφέρνετε να μας μεταφέρετε στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα. Βάζετε, με αυτόν τον τρόπο, τον αναγνώστη όχι μόνο να φανταστεί πώς ήταν η πόλη, αλλά να ακολουθήσει κατά πόδας τον ήρωα του βιβλίου συμμετέχοντας και ο ίδιος.
Με χαροποιεί ιδιαίτερα η αναφορά σας αυτή, διότι για μένα ήταν ένα μεγάλο στοίχημα να μπορέσω να ξαναζωντανέψω τη βυζαντινή Θεσσαλονίκη μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Δυστυχώς, η Θεσσαλονίκη μεταπολεμικά υπέστη έναν αρχιτεκτονικό βιασμό, με συνέπεια οι επισκέπτες της να μη μαθαίνουν σε ποια πόλη βρίσκονται και οι κάτοικοί της να έχουν ξεχάσει σε ποια πόλη ζουν. Ένας από τους παράπλευρους στόχους αυτού του μυθιστορήματος είναι ο αναγνώστης να διαπιστώσει πως η Θεσσαλονίκη υπήρξε κάποτε μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες πόλεις της Μεσογείου -της πιο αναπτυγμένης περιοχής του κόσμου εκείνους τους αιώνες- με ένα πολιτισμικό κύρος ανάλογο πολλών άλλων πόλεων τις οποίες σήμερα οι Θεσσαλονικείς τις ζηλεύουμε για την ιστορία τους, αν και δε θα έπρεπε, εφόσον γνωρίζαμε την ιστορία της δικής μας πόλης. Στην απόπειρα μου αυτή με βοήθησε πολύ το σχεδιάγραμμα του Ιταλού ναυτικού του 15ου αιώνα, αγνώστων λοιπών στοιχείων, ψηφιακό αντίγραφο του οποίου βρήκα κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, ενώ το πρωτότυπο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Κολωνίας. Και φυσικά η ανάλυση του σχεδιαγράμματος από τον ιστότοπο "Little Stories of Big History".
Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι ένα δύσκολο είδος, διότι συνδυάζει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα των ιστορικών γεγονότων αλλά και την εγκυρότητα του γεωγραφικού χώρου στον οποίο διαδραματίστηκαν. Πόσο διήρκεσε η έρευνα που κάνατε για να συλλέξετε τις ιστορικές αλλά και τις τοπογεωγραφικές πληροφορίες;
Η μη συνειδητή έρευνα, το αγνό ιστορικό ενδιαφέρον δηλαδή, για το κίνημα των Ζηλωτών, μπορεί να διήρκεσε και πάνω από μία δεκαετία. Η συνειδητή έρευνα, δηλαδή η συλλογή, η αξιολόγηση και η ταξινόμηση των πληροφοριών με στόχο τη συγγραφή του βιβλίου, διήρκησε περίπου έναν χρόνο.
Διαβάζοντας το βιβλίο σας, διαπιστώνω ότι η πραγματικότητα αυτή συνδυάστηκε με την αγάπη σας για τη συγγραφή και οδήγησε σε έναν τρόπο γραφής που χειρίζεται σωστά τη γλώσσα, κατανοητό, ο οποίος εστιάζει στα σημεία που πρέπει, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, με αποτέλεσμα να διατηρείται ζωντανό το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Θα ήταν λίγο ριψοκίνδυνο να καταστεί άκομψο, το να θέσω την άποψή μου για την ίδια μου τη γραφή. Εκείνο, όμως, που μπορώ να πω είναι πως προσπαθώ να γράφω με τέτοιο τρόπο ώστε να απεικονίζεται όσο το δυνατόν καλύτερα το συναίσθημα και η πληροφορία της σκηνής που αφηγούμαι. Στο «Κίνημα του Ζήλου», για παράδειγμα, όταν θεώρησα πως η σκηνή απαιτούσε λυρισμό, π.χ. μία λυτρωτική ερωτική στιγμή, εφάρμοσα μία πιο λυρική γραφή, όταν απαιτούσε κυνισμό και ωμότητα, π.χ. μία άγρια μάχη, χρησιμοποίησα πιο πεζή γραφή και πιο σκληρές λέξεις.
Πιστεύετε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα προσελκύει τους σημερινούς αναγνώστες; Υπάρχει ενδιαφέρον γι’ αυτό το είδος μυθιστορήματος; Ποια νομίζετε ότι είναι τα οφέλη της ανάγνωσης ενός ιστορικού μυθιστορήματος;
Νομίζω πως το ιστορικό μυθιστόρημα έχει μία ισχυρή βάση αναγνωστών, η οποία ανανεώνεται με τα χρόνια. Ίσως να μην είναι το πιο δημοφιλές είδος, αλλά είναι πάντα μία σταθερή αξία στον κόσμο της λογοτεχνίας. Τα οφέλη της ανάγνωσης ιστορικών μυθιστορημάτων, πέρα προφανώς από την ψυχαγωγία, είναι πως μπορεί να εμπνεύσει τον αναγνώστη να μάθει περισσότερα σχετικά με το ιστορικό ζήτημα με το οποίο ήρθε σε επαφή. Και, εν τέλει, να μάθει ιστορία, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τις κοινωνίες μας, καθώς, αν δεν λάβουμε τα διδάγματα του παρελθόντος, τότε πως θα χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον;
Το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο «Ο φύλακας δαίμονάς μου» είναι μυθιστόρημα, ενώ το δεύτερο βιβλίο σας ιστορικό μυθιστόρημα. Η ανησυχία σας ως συγγραφέα σας οδηγεί σύντομα στη συγγραφή και τρίτου βιβλίου; Έχετε σκεφτεί σε ποια κατηγορία θα ανήκει και ποια θα είναι η θεματολογία του;
Έχω ξεκινήσει τη συγγραφή του τρίτου μου βιβλίου, αν και οφείλω να ομολογήσω πως προς το παρόν εξελίσσεται κάπως αργά, διότι το «Κίνημα του Ζήλου» κυριαρχεί ακόμα στην καθημερινότητά μου. Αν και θα λαμβάνει χώρα σε ιστορικό πλαίσιο, δεν νομίζω πως θα μπορεί να καταταγεί τόσο εύκολα στην κατηγορία του ιστορικού μυθιστορήματος, καθώς η στόχευση του δεν θα είναι η αφήγηση ιστορικών γεγονότων, αλλά οι συνέπειες που είχαν αυτά στους πρωταγωνιστές του έργου. Νομίζω πως ο γενικός όρος «μυθιστόρημα» θα το αντικατοπτρίζει καλύτερα, παρότι θα λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και θα προβάλλει την επιρροή των διεθνών και τοπικών γεγονότων στους απλούς ανθρώπους της εποχής.
Εκτός από τη συγγραφή ποια είναι τα άλλα ενδιαφέροντα που έχετε ως άνθρωπος, τα οποία σας προσφέρουν είτε δράση είτε ηρεμία, έκφραση και δημιουργία;
Πέρα από τη συγγραφή η αλήθεια είναι πως έχω αρκετά συμβατικά ενδιαφέροντα. Διαβάζω προφανώς λογοτεχνία και ιστορία, ακούω μουσική, είτε για να χαλαρώσω είτε για να «ανέβω», είμαι χαρούμενος που έχω κάνει τη σωματική άσκηση μέρος της καθημερινότητάς μου, παρακολουθώ πολύ ποδόσφαιρο, ιδιαίτερα τον ΠΑΟΚ, ταξιδεύω όποτε μπορώ ακόμα και μόνος, ενώ, όποτε επιστρέφω στη Θεσσαλονίκη, δε χάνω την ευκαιρία να συναντήσω τους φίλους μου, οι οποίοι, ακόμα και αν είμαστε μακριά, αποτελούν συνοδοιπόρους της ζωής μου και είμαι ευγνώμων για αυτό.
Θα ήθελα να κλείσω την ενδιαφέρουσα αυτή συνέντευξη με μια φιλοσοφική ερώτηση: Ο άνθρωπος είναι τελικά ένα ον που μάχεται συνεχώς. Άραγε θα μάθει ποτέ ποιος αγώνας είναι ο σημαντικότερος; Ο αγώνας για δικαιότερες κοινωνίες ή ο αγώνας για περισσότερες εξουσίες;
Νομίζω πως ως ανθρωπότητα από την αρχή του πολιτισμού, βιώνουμε μία ατέρμονη διαμάχη μεταξύ των δύο πτυχών του διλήμματος που πολύ εύστοχα αναφέρατε. Έχω την αίσθηση πως, αν και βραχυπρόθεσμα φαίνεται ο αγώνας για την εξουσία να επικρατεί πάντα, στην πραγματικότητα μακροπρόθεσμα οι αγώνες για δικαιότερες κοινωνίες κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος. Και το αναφέρω αυτό, διότι, αν παρατηρήσει την ιστορία της ανθρωπότητας κάποιος, θα διαπιστώσει πως έστω και αργά, έστω και με πισωγυρίσματα, εν τέλει γίνεται ολοένα και καλύτερη. Ή λιγότερο κακή.
Σας ευχαριστώ για την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη.
Κι εγώ σας ευχαριστώ.