Σύνδεση Τώρα Σύνδεση στη Βιβλιοθήκη μου   ·   Όλες οι Βιβλιοθήκες στο Bookia
Τι είναι το Bookia;   ·   Blog   ·                     ·   Επικοινωνία  
Πως γράφω κριτική; Είμαι Συγγραφέας Είμαι Εκδότης Είμαι Βιβλιοπώλης Live streaming / Video
 

Το Bookia αναζητά μόνιμους συνεργάτες σε κάθε πόλη τής χώρας για την ανάδειξη τής τοπικής δραστηριότητας σχετικά με το βιβλίο.

Γίνε συνεργάτης τού Bookia στη δημοσίευση...

- Ρεπορτάζ.
- Ειδήσεις.
- Αρθρογραφία.
- Κριτικές.
- Προτάσεις.

Επικοινωνήστε με το Bookia για τις λεπτομέρειες.
Βλάσης Αγτζίδης, μιλάει στην Λεύκη Σαραντινού για το «Μεταξύ Σεβρών και Λωζάννης»
Διαφ.

Γράφει: Λεύκη Σαραντινού

Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ με βασικές του σπουδές τα μαθηματικά και τους Η/Υ. Το θέμα της διατριβής του αφορούσε τον ελληνικό Τύπο της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του μεσοπολέμου. Για το φαινόμενο του παρευξείνιου ελληνισμού και τη διερεύνησή του συνεργάστηκε με το Α.Π.Θ., το Πάντειο Πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και το Πανεπιστήμιο Bordeux III (Γαλλία).

Έχει εκδόσει αρκετά βιβλία, όπως: - "Ποντιακός ελληνισμός: Από τη γενοκτονία και το σταλινισμό ως την περεστρόικα" το 1990 - "Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης: Οι συνέπειες για τον Ελληνισμό" το 1992 - "Οι άγνωστοι Έλληνες του Πόντου" (επιμέλεια) το 1995 - "Πόντος: Ένα ανοιχτό ζήτημα" το 1996, "Παρευξείνιος διασπορά: Οι ελληνικές εγκαταστάσεις στις βορειοανατολικές περιοχές του Εύξεινου Πόντου" το 1997, "Οι Νιώτηδες της Κρήτης: Μια οικογένεια στις κρητικές επαναστάσεις" το 2000 κ.ά..

Έχει τιμηθεί με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τη συγγραφή της "Ιστορίας της ελληνικής διασποράς στα βορειοανατολικά παράλια του Εύξεινου Πόντου", 1995, καθώς και δύο φορές με Εύφημο Μνεία από το Υπουργείο Εξωτερικών για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων της Αμπχαζίας από την εμπόλεμη περιοχή (1993) και τη συγκρότηση του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) το 1996.

Έχει δημοσιεύσει πλήθος άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά, αλλά και στην ημερήσιο και περιοδικό Τύπο. Τα άρθρα του, που ξεπερνούν τα 200 δημοσιεύτηκαν στα εξής έντυπα: Ελευθεροτυπία, Έθνος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Άρδην, Ιστορικά, Έρεισμα, Ελλοπία, Επίκαιρη (Κύπρος), Εθνικός Κήρυξ (Νέα Υόρκη), Υπέρ (Λος Άντζελες), Ελληνική Διασπορά (Τιφλίδα), Akropoli (Μόσχα), Journal of refugee studies (Oξφόρδη), Pogrom (Γερμανία).

Διετέλεσε ειδικός σύμβουλος στο υφυπουργείο Εξωτερικών, αρμόδιο για τον απόδημο ελληνισμό. Υπηρέτησε σε θέση συμβούλου στο Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού. Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Δίδαξε επίσης στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών το μάθημα για το συλλογικό τραύμα και τη διαχείριση της μνήμης. Από το 2009 επιμελείται το Σεμινάριο Ιστορίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Δήμου Κηφισιάς. Τα κύρια ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με το σοβιετικό Μεσοπόλεμο και την ιστορία του σοβιετικού ελληνισμού, την ελληνική Διασπορά, καθώς και με τη διαδικασία μετάβασης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην εποχή των εθνών-κρατών και με την ιστορική εμπειρία του ελληνισμού στη Μικρά Ασία.

Βλάσης Αγτζίδης

Μαζί με την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 θεωρείται ως η χειρότερη στιγμή στην ελληνική ιστορία. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αν βρισκόταν ο Βενιζέλος στην εξουσία τη δεδομένη χρονική στιγμή και όχι οι Αντιβενιζελικοί; Οι Αντιβενιζελικοί έχουν πράγματι μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης για την καταστροφή αυτή;

Θα έλεγα ότι το 1922 έχει καθοριστικότερη συμβολή στην ιστορία των Ελλήνων απ' ότι το 1453. Πρωτίστως γιατί η Άλωση ήταν αναπόφευκτη και αποτέλεσμα της συρρίκνωσης που είχε προηγηθεί τους προηγούμενους δύο αιώνες. Ενώ η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν αποτέλεσμα πολύ συγκεκριμένων λαθών της ελληνικής πλευράς, που έγιναν στην πιο κρίσιμη μετάβαση σε μια νέα γεωγραφία στην Εγγύς Ανατολή, μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Και μια μεγάλη διαφορά των δύο αυτών σημαδιακών ημερομηνιών είναι ότι και μετά το 1453 οι ελληνικοί πληθυσμοί παρέμειναν ως ραγιάδες στον τόπο τους διαμορφώνοντας νέες σχέσεις με το επικυρίαρχο οθωμανικό Ισλάμ, ενώ το 1922 η Καταστροφή υπήρξε πλήρης και οι Έλληνες απώλεσαν κάθε πληθυσμιακό έρεισμα στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη.

Η ελληνική ήττα του 1922 ήταν μια στρατιωτική ήττα. Το γιατί συνέβη γνωρίζουμε σήμερα με ακρίβεια. Τόσο τα πολιτικά και στρατιωτικά, όσο και τα διπλωματικά λάθη που έγιναν κυρίως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, με τις οποίες οι αντιβενιζελικοί επανήλθαν στην εξουσία και διαχειρίστηκαν για δύο χρόνια την υπέρτατη πρόκληση. Η εξέλιξη δεν ήταν ούτε αναπόφευκτη, ούτε νομοτελειακή.

Σε εκείνες τις συνθήκες οι φιλοβασιλικοί αντιβενιζελικοί ήταν η πλέον ακατάλληλη πολιτική ηγεσία για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα εκείνου του δύσκολου ιστορικού μεταίχμιου. Ο παρακάτω κατάλογος λαθών συντάχθηκε για να κωδικοποιηθούν κάπως τα λάθη που διέπραξαν καθ' όλη την περίοδο 1915-1922. 

Οι αντιβενιζελικοί χρεώνονται:

  • την υποβάθμιση της Ελλάδας στο συμμαχικό στρατόπεδο λόγω της φιλογερμανικής ουδετερότητας (1915-1917),
  • την υπονόμευση της συμμαχικής επιχείρησης των Δαρδανελλίων το 1915 (και άρα την παράταση του πολέμου, την ολοκλήρωση των Γενοκτονιών και την κοινωνική κατάρρευση της Ρωσίας που έφερε τις επαναστάσεις το 1917),
  • την μη αποδοχή της πρότασης των Βρετανών για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα (Σεπτέμβριος 1915),
  • την ανοχή στη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων και Αρμενίων) από τους Νεότουρκους,
  • την καλλιέργεια αντιπολεμικών ψευδαισθήσεων στους ψηφοφόρους την παραμονή των μοιραίων εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920 και τη συμμετοχή σε αντιπολεμικές προεκλογικές συγκεντρώσεις με το ΣΕΚΕ,
  • την συνειδητή διπλωματική υποβάθμιση της Ελλάδας μετά το Νοέμβριο του 1920,
  • την διευκόλυνση σε Ιταλούς και Γάλλους να ακυρώσουν τις συμμαχικές υποχρεώσεις και να συνάψουν συμφωνία με τον Κεμάλ,-την εν γνώσει τους υπονόμευση της προσπάθειας με την μείωση του αξιόμαχου στο μικρασιατικό μέτωπο μέσω της πελατειακής πολιτικής που ακολουθήθηκε,
  • την ανάθεση σε μειωμένης ικανότητας στρατιωτικές ηγεσίες να διαχειριστούν τη σύγκρουση με τους Κεμαλιστές,
  • την εξαπάτηση του πληθυσμού μετά τη συνδιάσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο-Μάρτιο 1921 όταν συνειδητοποίησαν τις συνέπειες της πολιτικής τους (τα γράφει ο Μεταξάς στο Ημερολόγιο),
  • την πρόκληση της δεύτερης φάσης της γενοκτονίας στον Πόντο μετά την δημόσια ανακοίνωση ότι θα στείλουν στρατό εκεί χωρίς να έχουν το παραμικρό τέτοιο σχέδιο,
  • την επιβολή έμμεσης δικτατορίας στην Ελλάδα προς τους διαφωνούντες, με συμβολικότερο σημείο τη δολοφονία του Ανδρέα Καβαφάκη,
  • την οργάνωση, χωρίς συμμάχους πλέον, της αποτυχημένης εκστρατείας για κατάληψη της Άγκυρας τον Αύγουστο του 1921,
  • την μη οχύρωση της Σμύρνης κατά το πρότυπο που ο Κεμάλ οχύρωσε την αφύλακτη και εκτεθειμένη Άγκυρα,
  • την εγκατάλειψη επί ένα χρόνο του ελληνικού στρατού να σαπίζει στα βάθη της Ανατολής περιμένοντας το μοιραίο,
  • την νομοθετική απαγόρευση Ποντίων και Μικρασιατών για είσοδο στην Ελλάδα,
  • την εντολή Πρωτοπαπαδάκη 5 ημέρες πριν εισβάλουν οι Τούρκοι στη Σμύρνη για πλήρη απαγόρευση Εξόδου (στοίχισε 100-160.000 Έλληνες ομήρους εκ των οποίων διασώθηκαν οι 16.000),
  • την διαπαντός υποβάθμιση της Ελλάδας στην Εγγύς Ανατολή και τη δημιουργία της σύγχρονης εθνικιστικής Τουρκίας...

κ.λπ.

Στο βιβλίο σας αναφέρετε ότι οι Γερμανοί στήριξαν τους Νεότουρκους στην πολιτική των διώξεων που αυτοί άσκησαν κατά των μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για ποιον  λόγο ακριβώς συνέβη αυτό;

Από την εποχή που ο Βίσμαρκ ενοποίησε τα γερμανικά κρατίδια (πλην Αυστρίας) και δημιούργησε τη Γερμανία, ο βασικός στόχος ήταν η αναδιανομή της ισχύος και των πόρων στην Ευρώπη και στον πλανήτη προς όφελος των Γερμανών. Και αυτό στην περίπτωση της Εγγύς Ανατολής αποφασίστηκε να γίνει με τη στενή συμμαχία με το Ισλαμικό Χαλιφάτο εκείνης της εποχής, την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και όταν από το 1908 οι ακραίοι εθνικιστές υπό το πρόσωπο των Νεότουρκων κατέλαβαν την εξουσία, η σχέση αυτή έγινε πολύ στενότερη σε κάθε επίπεδο. Από το στρατιωτικό έως το ιδεολογικό. Οι Γερμανοί ανέλαβαν τη συγκρότηση του νεοτουρκικού στρατού, ενώ ο γερμανικός φυλετισμός θα δώσει την απαραίτητη ιδεολογική βάση στους Νεότουρκους για να υλοποιήσουν τα σχέδια εξόντωσης των μη μουσουλμανικών οθωμανικών κοινοτήτων.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ιδεολογικού πατέρα του παντουρκισμού, του Ziya Gökalp. Στο έργο του Gökalp συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της - όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή - έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαΐστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά.

Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Ακριβώς το ίδιο παρατηρείται στο έργο του. Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε τον νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…».

Αυτή την ιδεολογική συνάφεια θα τη βρούμε στη συνέχεια στον τρόπο που το γερμανικό εθνικοσοσιαλιστικό (ναζιστικό) κίνημα εμπνεύστηκε από τον τουρκικό εθνικισμό. Μέσα από κείμενα των δεκαετιών '20 και '30 γίνεται φανερό ότι ο Χίτλερ παραλλήλιζε τον εθνικοσοσιαλισμό που κήρυττε, με την Τουρκία του Ατατούρκ. Ένα τέτοιο παράδειγμα βρίσκουμε το 1933 στην εφημερίδα Kreuzzeitung, όπου αναφέρεται ότι «ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός του Αδόλφου Χίτλερ και ο τουρκικός κεμαλισμός σχετίζονται στενά μεταξύ τους».

Ο γερμανικός παράγοντας λοιπόν συνέβαλε καθοριστικά στην ικανοποίηση των νεοτουρκικών συμφερόντων. Στην ίδια την Τουρκία οι Γερμανοί είχαν τεράστια οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Και στην περιοχή αυτή οι μεγάλοι οικονομικοί τους ανταγωνιστές ήταν οι Έλληνες και οι Αρμένιοι, οι οποίοι συγκροτούσαν το μεγαλύτερο μέρος της νεοδημιουργημένης οθωμανικής αστικής τάξης. Στο πλαίσιο αυτό ξεκίνησε η Γενοκτονία των Ελλήνων, των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων από το 1914.

Οι Γερμανοί παράλληλα, ήλπιζαν ότι με μια ισχυρή Τουρκία θα ανταγωνίζονταν καλύτερα τους Βρετανούς και τους Ρώσους. Όπως αναφέρει ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης στο "Η δόξα και ο διχασμός. Από τα μυστικά αρχεία της Βιέννης": «Εις το πρόσωπον της Τουρκίας, η Γερμανία εύρε έναν εκτελεστήν με δύο απαραιτήτους ωμότητας: το ωμόν και το αδίστακτον του χαρακτήρος [...] Εις το φρικαλέον παιχνίδι που επλήρωναν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας μέχρι του τέλους του 1918, η Βιέννη προσέφερε διακριτικώς την ανάλογον μουσικήν».

Οι λόγοι αυτοί της συμμαχίας περιγράφονται εξαιρετικά από τον Jacob M. Landau στη μελέτη του για τον παντουρκισμό: «Είναι προφανές ότι οι Γερμανοί ενδιαφέρονταν να εκμεταλλευτούν τον Παντουρκισμό και τον Πανισλαμισμό για να εξασθενίσουν τη Ρωσία και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο του τεράστιου οικονομικού πλούτου της Κεντρικής Ασίας [...] Η διακήρυξη που κυκλοφόρησαν οι Νεότουρκοι με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο, ενισχύει την υπόθεση ότι οι Γερμανοί ενεθάρρυναν τον Παντουρκισμό».

Ο Βενιζέλος κατηγορείται συχνά ότι εγκατέλειψε τον Πόντο και τη Βόρεια Ήπειρο και ότι δεν επιδίωξε την ένωση των περιοχών αυτών με την Ελλάδα. Θεωρείτε ότι ήταν δυνατόν να μπορέσει ο Βενιζέλος να επιτύχει την ένωση με τη μητέρα πατρίδα όλων των περιοχών που διεκδικούσε τότε η Ελλάδα; -περιοχές που δεν ήταν και λίγες είναι η αλήθεια.

Ο Βενιζέλος συγκροτεί μια ιδιόμορφη περίπτωση Έλληνα πολιτικού. Διαφοροποιείται πλήρως από τον παραδοσιακό τύπο του πολιτευτή που διαμορφώθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα κατά τα 100 έτη της εθνικής της ανεξαρτησίας και λίγο πολύ βάσιζαν την πολιτική τους λειτουργία στα πελατειακά δίκτυα και στην τοπικότητα. Και επιπλέον, ειδικά μετά την ήττα του 1897 και τον Μακεδονικό Αγώνα, χαρακτηρίζονταν από έναν συντηρητισμό με έντονα αντιβουλγαρικά-αντισλαβικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, ο Βενιζέλος διαμορφώθηκε πολιτικά μέσα στην Κρητική Επανάσταση, στην καλή γνώση τόσο των οθωμανικών αδυναμιών και του ρόλου των Μεγάλων Δυνάμεων στις εξελίξεις.

Σε αυτή την εμπειρία οφειλόταν, μετά την άφιξή του στην Ελλάδα το 1910, η συμμετοχή της Ελλάδας στις βαλκανικές εξελίξεις, αποτέλεσμα της συμμετοχής αυτής ήταν ο γεωγραφικός διπλασιασμός με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Αντίστοιχα ορθή άποψη είχε για τα συμφέροντα της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Γενικά ήταν ένας ρεαλιστής πολιτικός που πορευόταν με βάση τις αντικειμενικές δυνατότητες και πάντα με την προϋπόθεση διαμόρφωσης ισχυρών διεθνών σχέσεων.

Όσον τη στάση του απέναντι στο Ποντιακό Ζήτημα μπορούμε να πούμε ότι εντοπίζουμε μια αντιφατικότητα, η οποία αρχικά ερμηνεύεται από την αδυναμία της Ελλάδας να διεκδικήσει περισσότερα μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (λόγω της συμμετοχής στον πόλεμο την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή) και τη συμμαχική στάση που ήδη από τις μυστικές συμφωνίες του 1915 και 1917 είχαν μοιράσει (εξ αιτίας της ελληνικής φιλογερμανικής ουδετερότητας των βασιλικών) τον Πόντο σε δύο τμήματα. Το Ανατολικό δινόταν αρχικά στη Ρωσία και μετέπειτα στην Αρμενία και το Δυτικό στη νέα υπό δημιουργία μεταπολεμική Τουρκία.

Όμως, μόλις άλλαξε η στάση των Βρετανών λόγω της ισχυροποίησης του εθνικιστικού και αντιβρετανικού κεμαλικού κινήματος ο Βενιζέλος κατέθεσε νέα πρόταση. Αντιλαμβανόμενος τη μεταβολή της βρετανικής στάσης, λίγο πριν τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 αποφάσισε να αποστείλει ελληνικά στρατεύματα στον Πόντο και ενημέρωσε τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζορτζ για το σχέδιο επέμβασης με στόχο τη δημιουργία ελληνικού κράτους εκεί. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε με τη σύνταξη ενός τολμηρού υπομνήματος προς τον Λόυντ Τζορτζ στις 5 Οκτωβρίου 1920, ώστε να ληφθούν από κοινού στρατιωτικά μέτρα κατά του κεμαλικού κινήματος, το οποίο είχε αρχίσει να προκαλεί πονοκέφαλο στους συμμάχους. Με το υπόμνημα ζητήθηκε η οριστική εκδίωξη των Τούρκων από την Κωνσταντινούπολη και η δημιουργία ενός νέου κράτους στον Πόντο από τους Έλληνες γηγενείς, στο οποίο θα επέστρεφαν και όσοι είχαν εκδιωχθεί και εγκατασταθεί στη νότια Ρωσία. Με το υπόμνημα αυτό ο Βενιζέλος μετακύλιε το βάρος εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών από τους ελληνικούς ώμους στους συμμάχους. Η πρόταση για αναθεώρηση της Συνθήκης εις βάρος των Τούρκων με τη δημιουργία δύο νέων κρατών, του Πόντου και της Κωσταντινούπολης, που αρχικά δημιούργησε αμηχανία στο βρετανικό επιτελείο, φάνηκε ότι τελικά θα υιοθετούνταν από τους Βρετανούς.

Οι ραγδαίες εξελίξεις με το αρνητικό αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου του 1920, τα μεγάλα λάθη της νέας μοναρχικής ελληνικής κυβέρνησης στον πολιτικό, στρατιωτικό και διπλωματικό τομέα, τα αποκλίνοντα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων και η μεγάλη στρατιωτική υποστήριξη του κεμαλικού κινήματος από τους Σοβιετικούς (αλλά και τους Ιταλούς με τους Γάλλους) είχαν ως πρώτο θύμα τον Πόντο, ο οποίος εγκαταλείφθηκε οριστικά.

Όσον αφορά τη Βόρειο Ήπειρο, το 1914 επέλεξε να ενσωματώσει η Ελλάδα τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου έναντι της Βορείου Ηπείρου, αλλά μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου κατάφερε να τη διεκδικήσει και να την κερδίσει επί της ουσίας με το Σύμφωνο Βενιζέλου-Τιτόνι που υπεγράφη στις 29 Ιουλίου του 1919 στις Σέβρες της Γαλλίας, στα πλαίσια της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων (1919) Το Σύμφωνο μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι η Ιταλία αναλαμβάνει την υποχρέωση να υποστηρίξει τις ελληνικές αξιώσεις για τη Βόρεια Ήπειρο. Βέβαια, η αλλαγή των πολιτικών συνθηκών σε Ιταλία αλλά και Ελλάδα, καθώς και η ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία ακύρωσαν αυτή τη δυνατότητα. Πάντως, μια από τις κατηγορίες κατά τη Δίκη των Εξι που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν και η ολιγωρία τους για την απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.

Στο βιβλίο σας αναλύετε τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων σχετικά με τις επιδιώξεις της Ελλάδας για απόκτηση εδαφών στη Μικρά Ασία. Θέλετε να μας πείτε εν συντομία για ποιους ακριβώς λόγους οι Ιταλοί, οι Γάλλοι αλλά και οι Σοβιετικοί στήριξαν απροκάλυπτα τον Κεμάλ;

Οι Ιταλοί υπήρξαν οι μεγάλοι ανταγωνιστές της Ελλάδας στην Εγγύς Ανατολή. Είτε με τη μοναρχία είτε με το φασισμό η εμμονή τους στο "mare nostrum" ήταν διαχρονική. Η μοναδική στιγμή που έδειξαν διάθεση συμβιβασμού ήταν κατά τις διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου διεκδικούσαν μεγάλα οφέλη στην Αδριατική τις οποίες διεκδικήσεις υποστήριζε και η Ελλάδα. Όταν βεβαίως οι υπόλοιποι σύμμαχοι αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν τις μαξιμαλιστικές της βλέψεις, η Ιταλία στράφηκε εκ νέου προς την Ανατολή υπονομεύοντας με κάθε τρόπο την ισχυροποίηση της Ελλάδας, όπως αυτή επιτυγχάνετο με τη Συνθήκη των Σεβρών.

Η γαλλο-ελληνική φιλία και συνεργασία διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου με δύο σημαντικές πράξεις. Πρώτα με το άνοιγμα του Μακεδονικού Μετώπου το Σεπτέμβριο του 1915 εν όψει της βουλγαρικής επίθεσης κατά της Σερβίας. Η Ελλάδα επίσης συμμετείχε στην αντιμπολσεβικική εκστρατεία στην Ουκρανία και στην Κριμαία (αρχές 1919) με κύριο κίνητρο να εκμαιεύσει τη γαλλική υποστήριξη στα αιτήματά της στα Συνέδρια Ειρήνης, που αποφάσιζαν για τη δομή και τη μορφή που θα έπαιρνε ο μεταοθωμανικός κόσμος.

Όμως η κυβερνητική αλλαγή που επήλθε στη Γαλλία με τον Αριστίντ Μπριάν, ως πρωθυπουργό της Γαλλίας την περίοδο 16 Ιανουαρίου 1921 έως 12 Ιανουαρίου 1922 και τον Ρεϊμόν Πουανκαρέ, ως επόμενου πρωθυπουργού της Γαλλίας από 17 Ιανουαρίου 1922 έως το 1924), ενώ πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας ήταν ο Αλεξάντρ Μιλεράν από τις 20 Ιανουαρίου 1920, ανέτρεψε άρδην την έως τότε γαλλική πολιτική. Στη γαλλική μεταστροφή κύριο ρόλο διαδραμάτισαν τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα που δρούσαν στην Τουρκία.

Αρχικά πάντως και η Γαλλία και η Ιταλία αποδέχτηκαν το βρετανικό σχέδιο το οποίο έλαβε τη μορφή της Συνθήκης των Σεβρών. Ήταν ένας συμβιβασμός των δύο αυτών δυνάμεων για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων σε άλλα μέρη του μεταπολεμικού κόσμου. Η μεν Ιταλία για τις ζώνες επιρροής και τα συμφέροντά της στην Αδριατική και τις δαλματικές ακτές, η δε Γαλλία για την ευόδωση των προσδοκιών της στον ευρωπαϊκό χώρο σε σχέση με την επιβολή των όρων στην ηττημένη Γερμανία. Σαφέστατα όμως, και οι δύο χώρες αντιμετώπισαν τη Συνθήκη αυτή ως θρίαμβο των βρετανο-ελληνικών συμφερόντων.

Το σημείο πάντως που οι δύο αυτές χώρες αποφάσισαν να διαρρήξουν τις συμμαχικές σχέσεις και να επιλέξουν τη συνεργασία με τους κεμαλιστές, δόθηκε μετά τις ελληνικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920, όταν οι βασιλικοί νικητές αποφάσισαν να αγνοήσουν τα δύο έντονα συμμαχικά διαβήματα για την μη επαναφορά στο θρόνο του Κωνσταντίνου Α', τον οποίον οι σύμμαχοι θεωρούσαν υπαίτιο της ήττας τους στην Καλλίπολη το 1915 και της κατ’ επέκτασιν αδυναμίας τους να συνδράμουν τη Ρωσία, ώστε ο πόλεμος να τελειώσει πολύ νωρίτερα.

Πολλοί κατηγορούν τον Βενιζέλο ότι ενέπλεξε την Ελλάδα στη μικρασιατική περιπέτεια και ότι η Σμύρνη ήταν απίθανο να μπορέσει να παραμείνει στη χώρα μας για μεγάλο διάστημα. Ωστόσο, αν μιλήσουμε με όρους της τότε εποχής, ο Βενιζέλος μπορούσε να πράξει ενδεχομένως διαφορετικά τότε, πετυχαίνοντας, όμως, συγχρόνως, να προστατέψει και τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας;

Η θέση αυτή προέρχεται κυρίως από τους απολογητές της ήττας (πολιτικούς απογόνους του αντιβενιζελισμού) και όσους την κρίσιμη εποχή της σύγκρουσης υποστήριξαν τους κεμαλιστές (ΣΕΚΕ-ΚΚΕ). Και βεβαίως βασίζονται στην εντελώς λανθασμένη θεώρηση ότι όλα ξεκίνησαν τον Μάιο του 1919, όταν ο ελληνικός στρατός -ως συμμαχικός- αποβιβάστηκε στη Σμύρνη με την εντολή των Βρετανών και Γάλλων συμμάχων, προκειμένου να μην καταληφθεί η πόλη από τους Ιταλούς. 

Παραγνωρίζουν συνειδητά ότι όλα αυτά συνέβαιναν την επαύριο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και ενώ είχε αποφασιστεί η οριστική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και επιπλέον η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να διαφυλάξει τα κέρδη της από τους Βαλκανικούς Πολέμους (δηλαδή τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου) και να επιχειρήσει να ελέγξει οριστικά το Αρχιπέλαγος. Δηλαδή η κατάληψη της δυτικής Μικράς Ασίας ήταν επιβεβλημένη για καθαρά γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς λόγους. Πόσο μάλλον που στην περιοχή κατοικούσε πολυάριθμος ελληνισμός, ο οποίος είχε και την απόλυτη οικονομική κυριαρχία.

Η περιοχή της Ιωνίας μαζί με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου συγκροτούσε μια αυτόνομη περιοχή που θα μπορούσε ακόμα και από μόνη της να υπάρξει σε κρατικό επίπεδο.

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δε θα μπορούσε να διατηρήσει επ' άπειρον την κυριαρχία της στη Σμύρνη, αγνοούν ότι η Άγκυρα ήταν πολύ περισσότερο εκτεθειμένη από τη Σμύρνη σε εχθρική επίθεση. Η Ιωνία ήταν πολύ λιγότερη εκτεθειμένη σε εχθρική επίθεση απ’ ότι η Κεντρική Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη που δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο να εμποδίσει τους εισβολείς από την κοιλάδα του Αξιού.

Και εν τούτοις ο ευφυής Μουσταφά Κεμάλ αξιοποίησε την ευκαιρία και το χρόνο που του έδωσαν οι ελληνικές εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 για να προστατεύσει την Άγκυρα με γραμμές άμυνας. Κάτι που δεν έκαναν οι δικές μας βασιλικές κυβερνήσεις γύρω από τη Σμύρνη, ενώ είχαν το περιθώριο δύο χρόνων για να το κάνουν (Νοέμβριος 1920-Σεπτέμβριος 1922). Αγνοούν επίσης τα πληθυσμιακά μεγέθη εκείνης της εποχής, καθώς και το γεγονός ότι ο τουρκικός χώρος ήταν διασπασμένος σε εθνικιστές και σουλτανικούς, ενώ σημαντικές μουσουλμανικές κοινότητες όπως οι Κιρκάσιοι είχαν συμμαχήσει με τους Έλληνες.

Στην Ιστορία είναι η αλήθεια ότι δε χωράει «αν». Ωστόσο, αν η Ελλάδα δε βίωνε τον Εθνικό Διχασμό και έμπαινε εγκαίρως στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο -με πιθανές θετικές συνέπειες στην ατυχή για τους Συμμάχους εκστρατεία της Καλλίπολης- θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί τα δεινά του μικρασιατικού ελληνισμού;

Αυτό είναι προφανές. Η γενοκτονία που είχε ήδη αρχίσει κατά Αρμενίων και Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 19144 θα σταματούσε στην αρχή. Και επιπλέον οι ακραίοι Τούρκοι εθνικιστές, οι Νεότουρκοι, θα είχαν εκδιωχθεί οριστικά από την οθωμανική εξουσία.

Υπάρχει μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από την εξέλιξη της επιχείρησης των Δαρδανελίων. Το γεγονός είναι ότι στις αρχές του 1915, όταν ο βασιλιάς απέρριψε τη βρετανική πρόταση εκδίωξε τον εκλεγμένο πρωθυπουργό και έβαλε τη χώρα στην περιπέτεια του Εθνικού Διχασμού, τα Στενά ήταν ακόμα ανοχύρωτα. 

Η ρήξη των δύο στρατηγικών (Βενιζέλου-Κωνσταντίνου) επήλθε με αφορμή το συμμαχικό εγχείρημα έγκαιρης κατανίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την απόβαση στρατευμάτων στη χερσόνησο της Καλλίπολης και από εκεί την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Η άποψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η συμμετοχή στη συμμαχική προσπάθεια. Η νίκη των συμμάχων στην Καλλίπολη θα σήμαινε άμεσο τερματισμό της γενοκτονίας των Αρμενίων, παύση των διώξεων κατά των ελληνικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και της Ιωνίας, αποφυγή της γενοκτονίας στον Πόντο (1916), καθώς και μεταπολεμικά κέρδη ασυγκρίτως μεγαλύτερα από αυτά που έλαβε η Ελλάδα με την καθυστερημένη είσοδό της στον πόλεμο (Μάιος 1917), ενώ η κατευθείαν επαφή των συμμάχων με τα ρωσικά στρατεύματα θα απέτρεπε την εξάπλωση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της Ρωσίας.

Όμως η παρέμβαση του Γερμανού αυτοκράτορα (Κάιζερ), γαμπρού του Έλληνα μονάρχη Κωνσταντίνου, άλλαξε τα δεδομένα. Καταρχάς του ζήτησε να ταχθεί με το μέρος της Γερμανίας. Παράλληλα, υπήρξε εντατικοποίηση των επαφών με τους υποστηρικτές της γερμανικής πολιτικής Στρέιτ, Δούσμανη και Μεταξά. Όλα αυτά ήταν αρκετά για να αλλάξουν τη γνώμη του Κωνσταντίνου υπέρ των γερμανικών συμφερόντων. Τότε ακριβώς ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε ένα υπόμνημα προς τον βασιλιά Κωνσταντίνο, στο οποίο υποστήριζε ότι οποιαδήποτε παρέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία θα ήταν αποικιοκρατική πράξη, ενώ προέβλεπε ότι οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους θα εξέλθουν νικητές από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή ακριβώς η θέση του Μεταξά υπήρξε η βάση της φιλομοναρχικής πολιτικής κατά τα κρίσιμα χρόνια της μικρασιατικής εκστρατείας, παρά τις κατά καιρούς επιφανειακές αναπροσαρμογές της.

Ενδεχόμενη νίκη των συμμαχικών στρατευμάτων στην εκστρατεία της Καλλίπολης θα επέφερε τον έγκαιρο τερματισμό του πολέμου, ενώ θα απέτρεπε τη συνέχιση της πολιτικής των εθνικών εκκαθαρίσεων κατά των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Εξαιτίας της άρνησης, η Κύπρος δεν αποδόθηκε στην Ελλάδα από τους Βρετανούς, ενώ η Ιταλία κατάφερε να ενισχύσει τη θέση της για την απόκτηση των περιοχών Αϊδινίου και Σμύρνης, γεγονός που καθόρισε την ιταλική συμπεριφορά μετά τον Μάιο του 1919. Ο Έλληνας μονάρχης θα θεωρηθεί συνυπεύθυνος της συμμαχικής ήττας στα Δαρδανέλια και η επαναφορά του στον θρόνο μετά τις μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα οδηγήσει στη διάρρηξη του συμμαχικού μετώπου, στη βαθμιαία εγκατάλειψη της Ελλάδας κατά την περίοδο της Μικρασιατικής Εκστρατείας και στην προσέγγιση προς τους Τούρκους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ. Ο Λόιντ Τζορτζ αναφέρει ότι η συμμαχική ήττα στην Καλλίπολη και η αδυναμία να τεθεί η νεοτουρκική Οθωμανική Αυτοκρατορία εκτός του πολέμου, παράτεινε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο για δύο έτη.

Οι περισσότεροι από τους Έλληνες θεωρούν ότι τα συμφέροντα της χώρα μας συντάσσονται με την ομόθρησκη και ορθόδοξη Ρωσία, στην πράξη όμως βλέπουμε ότι η Μεγάλη Βρετανία ήταν εκείνη που υποστήριξε τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Συνθήκη των Σεβρών -φυσικά επειδή συνέφερε και τα δικά της συμφέροντα αυτό- και η μόνη που έμεινε ουδέτερη και δε βοήθησε τον Κεμάλ στον μετέπειτα ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μήπως, λοιπόν, πρέπει να ταυτίζουμε τα συμφέροντά μας περισσότερο με τη Δύση τελικά παρά με τη Ρωσία και την καθ’ ημάς Ανατολή;

Στην εξωτερική πολιτική δεν υπάρχει ηθική, ιδεολογία αλλά μόνο κυνικά συμφέροντα. Αυτό φάνηκε πολύ καθαρά στην περίπτωση που οι Ιταλοί και οι Γάλλοι, παρότι σύμμαχοι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο επέλεξαν τελικά να συμμαχήσουν με τον παλιό τους εχθρό, την Τουρκία, εις βάρος της συμμάχου τους Ελλάδας. Αντίστοιχη ήταν και η στάση των ΗΠΑ, οι οποίες έβαλαν τα εμπορικά τους συμφέροντα πάνω από τα ανθρώπινα δικαιώματα των χριστιανικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποκορύφωμα αυτής της κυνικότητας της εξωτερικής πολιτικής ήταν η στάση του Λένιν, που θεώρησε ότι η συμμαχία με ένα ακραίο εθνικιστικό και αντιμειονοτικό κίνημα, όπως το κεμαλικό, τους εξασφάλιζε τα σύνορα από τους εχθρούς του. 

Η Ελλάδα εξαρχής ήταν στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας. Η μοναδική περίπτωση που ο προσανατολισμός της μοναρχίας άλλαξε, ήταν όταν ανήλθε ο Κωνσταντίνος Α' στο θρόνο μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεωργίου Α'. Τότε ο προσανατολισμός έγινε φιλογερμανικός με πραγματικά οδυνηρά αποτελέσματα στα συμφέροντα τόσο της Ελλάδας όσο και του Μικρασιατικού και Ποντιακού ελληνισμού.

Τελικά, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα αποκόμισε κάποια οφέλη από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία αποτέλεσε την ταφόπλακα της Μεγάλης Ιδέας;

Η Συνθήκη της Λωζάνης αναθεώρησε την προηγούμενη διεθνή Συνθήκη των Σεβρών. Ήταν αποτέλεσμα της ελληνικής αποτυχίας να διασφαλιστούν στρατιωτικά επί του εδάφους τα διπλωματικώς κεκτημένα της Συνθήκης των Σεβρών. Σε κρατικό επίπεδο η Ελλάδα και κυρίως οι ελίτ που διοικούσαν τη χώρα αυτή, βγήκε ωφελημένη από τη Συνθήκη αυτή, όπως και αρκετοί αγροτικοί πληθυσμοί που είδαν τις περιουσίες τους να αυξάνονται μέσω της οικειοποίησης των μουσουλμανικών ακινήτων.

Τα κέρδη που είχε η Ελλάς από τη Συνθήκη της Λωζάνης:  

  • Έγινε αποδεκτή και από την Τουρκία η οριστική της κυριαρχία επί των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου,
  • Απαλλάχθηκε από πληθυσμούς μη φιλικούς, όπως οι μουσουλμάνοι,
  • Στη θέση τους ήρθαν οι επιβιώσαντες Έλληνες πρόσφυγες από Μικρά Ασία, Πόντο και Ανατολική Θράκη, κουβαλώντας μαζί τους όση από την ακίνητη περιουσία περιέσωσαν, καθώς και την αστική τους τεχνογνωσία. Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη οικονομική ανάπτυξη του Μεσοπολέμου.   

Οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι οικογένειες των στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Οι Έλληνες της αντίπερα όχθης, έχασαν αγαπημένους ανθρώπους, πατρίδες ιστορικές και πλούτη που παρήγαγαν με τον ιδρώτα τους και την ευφυΐα τους. Στους χαμένους επίσης βρίσκεται και ο σύνολος ελληνισμός σε επίπεδο μακροπρόθεσμων προοπτικών…

 
 
``

Θέλετε να λαμβάνετε ενημέρωση από το Bookia;

Πηγή δεδομένων βιβλίων



Χορηγοί επικοινωνίας






Κοινωνικά δίκτυα