Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
05-01-2016 09:55
Υπέρ Ενδιαφέρον, Ανατρεπτικό, Γρήγορο, Πλούσια πλοκή
Κατά
Η Νίκη Αρμάου είναι ένα κορίτσι που έζησε τις δύσκολες εποχές του ελληνισμού τις δεκαετίες 1930-1950. Ένα κορίτσι που έζησε στη σκιά της εξορίας, αγκαλιά με τον Εμφύλιο και κρύφτηκε λόγω της παρανομίας για επτά ολόκληρα χρόνια σε έναν ποταπό μικρόκοσμο. Ένα κορίτσι που έζησε έναν μεγάλο έρωτα με έναν διαφορετικό άντρα από όσους είχε γνωρίσει ως τότε. Η Νίκη Αρμάου είναι η μυθιστορηματική απόδοση περιστατικών της μητέρας του συγγραφέα, Νίκης Νεφελούδη.
Σε γενικές γραμμές, κάλλιστα θα μπορούσα να πω ότι έχουμε άλλη μια ιστορία γυναίκας με διάφορα περιστατικά που καλύπτουν μεγάλη χρονική περίοδο ώστε μέσα από αυτήν να γνωρίσουμε τις ιστορικές περιπέτειες του νεότερου ελληνισμού. Έρωτας, περιπέτεια, Εμφύλιος, κομμουνισμός, όλα εδώ όπως και σε χιλιάδες μυθιστορήματα. Η γραφή όμως χωρίς να είναι υποδειγματική ή ξεχωριστή σε παρασέρνει. Το κείμενο κύλησε αβίαστα και δεν μπορούσα να σταματήσω. Με κράτησε από την αρχή που ο πατέρας της Νίκης μυήθηκε στον κομμουνισμό ως το τέλος. Η προσωπικότητα και ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας συγκροτήθηκαν ικανοποιητικά και με γέμισαν διάφορα συναισθήματα: αδικία για τα βασανιστήρια, τις εξορίες, το κρυφτό, τον Εμφύλιο, αγωνία για τις δύσκολες στιγμές της Κατοχής και τις ακόμη χειρότερες που ακολούθησαν τη δεκαετία του 1950, οπότε και η οικογένεια της Νίκης έπρεπε να ζει κρυμμένη για να γλυτώσει από την εξορία και τη φυλακή, ένταση για τις ανατροπές στη ζωή της πρωταγωνίστριας, ικανοποίηση με τις όμορφες ερωτικές στιγμές που έζησε με τον ξεχωριστό, προικισμένο Αλέξανδρο.
Από το μυθιστόρημα περνάνε είτε ονομαστικά είτε περιγραφικά προσωπικότητες που περπάτησαν στους ίδιους δρόμους με σας και μένα, από τον Σάββα Μπογδάνο, υπουργό επισιτισμού στην Κατοχή, που δέχτηκε τη θέση ώστε να προστατέψει τον κόσμο από τους μαυραγορίτες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν μέλος της κατοχικής κυβέρνησης για τον κόσμο αυτόν, ως τον Νίκο Ζαχαριάδη, την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της ιστορίας του ΚΚΕ. Ένιωσα έντονα την άνοδο και την πτώση του ΚΚΕ, τις εντολές από τη Μόσχα με τις συνέπειές τους, το πείσμα και την επιμονή για «όπλο παρά πόδα», για τους Άγγλους και τους συμμάχους τους, εναντίον των οποίων αγωνίζονταν οι κομμουνιστές, για τα όνειρα και το απότομο γκρέμισμα για μια νέα, σοσιαλιστική Ελλάδα.
Μου άρεσε ιδιαίτερα η περίοδος που η Νίκη κρυβόταν στον Λευκό Πύργο, έναν μικρόκοσμο φτωχών ενοικιαστών κοντά στο Φάληρο, όπου και ο συγγραφέας έχτισε πολύ ωραίες προσωπικότητες, φτωχούς, μεροκαματιάρηδες, άβουλους ανθρώπους. Ένας μικρόκοσμος με τα λάθη του, το κουτσομπολιό του, τα στρατηγικά σχέδια του ανθρώπου που τους ενοικίαζε αυτές τις χαμοκέλες και μπράβο στον συγγραφέα για την ανατροπή όλων αυτών με την οποία έκλεισε εκείνον τον κύκλο ζωής της Νίκης. Εξίσου παραστατικά ήταν και τα σκηνικά στο κοσμικό κέντρο Αφρόεσσα, με τους πλούσιους και διάσημους αστούς που πέρναγαν τις πόρτες του, ένας εξισου ενδιαφέρων μικρόκοσμος γεμάτος γκαρσόνια, μετρ και διευθυντές.
Ενορχηστρωμένα όλα, πρόσωπα και γεγονότα, με ικανοποιητικό τρόπο σε ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που με παρέσυρε και μου έδειξε να καταλάβω τις δυσκολίες μέσα στις οποίες μεγάλωσε η Νίκη, κόρη κομμουνιστών, την κρίσιμη για τον κομμουνισμό περίοδο της ελληνικής Ιστορίας. Το ξαναγράφω: χωρίς να είναι κάτι ξεχωριστό, ήταν καλογραμμένο και ανεπτυγμένο σωστά. Το τέλος με απογοήτευσε. Μου φάνηκε βεβιασμένο και φώτισε ακριβώς τον πυρήνα του βιβλίου: αφορά τον κομμουνισμό και τα δύσκολα χρόνια του, τίποτε άλλο. Κρίμα!
Χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Ένιωθα, ήξερα, πως ανήκα σε δύο αντίθετους κόσμους, οι οποίοι, εάν στην επιφάνεια συνυπήρχαν, στο βάθος πάλευαν μέχρις αλληλοεξόντωσης. Το ψυχανεμιζόμουν -μα την Παναγία- ότι ο ένας κόσμος μου τρεφόταν απ’ το αίμα του αλλουνού. Κανείς δε μου ‘χε βέβαια ζητήσει να διαλέξω ακόμα τον έναν απ’ τους δύο. Δεν είχα όμως αμφιβολία ότι κι αυτό καποτε θα συνέβαινε» (σελ. 149-150).
«Δεν έκαναν οι γονείς μου σεξ παντρεμένων. Έκαναν σεξ ναυαγών. Κρατιόντουσαν ο ένας απ’ τον άλλον σαν από σανίδα σωτηρίας» (σελ. 317).
«Έτσι είναι η αγάπη: χαλαρώνει τον κόμπο, ίσα για να μην πονάς -καμιά φορά, με τον καιρό, τον λύνει κιόλας. Μονάχα όμως ο έρωτας τον κόβει σαν σπαθί τον κόμπο» (σελ. 330).
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι