Ναι, θα το πρότεινα σε φίλο-η μου
20-09-2014 11:57
Ισίδωρος Ζουργός, Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο, Πατάκη, 2014, σ. 780
Heureux qui, comme Ulysse, a fait un beau voyage
Joachim du Bellay, 1558
Πρόκειται για την οδύσσεια ενός Ευρωπαίου στον 17ο αιώνα, ονόματι Ματίας Αλμοσίνο ή Ματθαίος Μελισσηνός. Η αφήγηση αρχίζει, όμως, τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα, από τον Άθω, το Περιβόλι της Παναγίας, όπως το λένε οι αγιορείτες, που είναι το τέρμα του ταξιδιού. Τα ορόσημα της ταξιδιωτικής περιπλάνησης μάς τα φανερώνουν οι χωροχρονικές αναφορές κάτω από τους τίτλους των κεφαλαίων του τελευταίου βιβλίου του Ισίδωρου Ζουργού. Μετά από το μυστηριώδες εναρκτήριο κεφάλαιο μάς μεταφέρει με την χρονοκάψουλα του συγγραφέα στην καρδιά της Ευρώπης και αρχίζει η αφήγηση ab ovo, όσο ομαλά μπορεί να ξετυλιχτεί μια περιπέτεια που είναι σαν ένα τεράστιο ποτάμι ανθρωπογεωγραφίας, εμπειρίας, ιστορίας, γνώσης, βιώματος… μιας περιπέτειας που μοιάζει να μην έχει πραγματικό τέλος, διότι ο νόστος είναι άδηλος.
Οι Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο είναι το έβδομο μυθιστόρημα του συγγραφέα. Αριθμεί επτακόσιες ογδόντα σελίδες με πολλές υποσημειώσεις, χάρτη της Ευρώπης και βιβλιογραφικές αναφορές, ώστε να αναπαρασταθούν οι τόποι και το πολιτιστικό milieu της νεοτερικής εποχής, στην οποία διαδραματίζεται ο πολυτάραχος βίος του Αλμοσίνο, ενός επινοημένου ήρωα. Κύριος χαρακτήρας είναι ένας ταξιδιώτης: ο ταξιδιώτης είναι το πιο μοναχικό πλάσμα στον κόσμο… ένα πούπουλο ανεμοδαρμένο, που σε κάθε άλλον που συναντά αντικρίζει το πρόσωπο του Θεού (σ. 26).
Αυτή η φράση εμπνέει, σαρώνει, ζωντανεύει τη μυθοπλασία και την καθιστά απτή. Αυτή η έννοια του ταξιδιώτη δίνει τη σμίλη στα χέρια του Ζουργού για να φτιάξει έναν Ματίας σάρκινο, πνευματικό, αγέρωχο πλάνητα, τυχοδιώκτη, και συνάμα πρόσωπο πιο ιδανικό από όλους μας. Αυτός ο ταξιδιώτης-οδοιπόρος με παραπέμπει στον Κάλλιστο Γουέαρ, στον άνθρωπο οδοιπόρο-ταξιδευτή, που είχα βρει προ εικοσαετίας στο κείμενό του για το «μυστήριο του ανθρωπίνου προσώπου». Ο Κάλλιστος μου έμαθε τον Homo viator, την πιο φωτεινή ονομασία από τις τόσες πολλές που έχουν αποδοθεί στον άνθρωπο. Αναζητώντας τα καταγωγικά ίχνη του όρου homo viator συναντιόμαστε με τη σκέψη του Gabriel Marcel,[1] Γάλλου φιλοσόφου, ο οποίος το 1944 επινοεί τον όρο homo viator για να δηλώσει τον άνθρωπο προσκυνητή (pèlerin, pilgrim man).[2] Ο άνθρωπος προσκυνητής en route, κατά τον Μαρσέλ, και τους ορθοδόξους θεολόγους, όπως είναι ο Κάλλιστος Γουέαρ και οι αγιορείτες πατέρες, βρίσκεται στην πορεία να ανακαλύψει τον θεό, σε μια πορεία μοναχική προς το θεό, σάμπως αυτός ο μοναχικός άνθρωπος να κάνει υπακοή στο κάλεσμα: ελθέ μόνος προς μόνον ότι μόνος ειμί καθ’ άπερ οράς! Ο Ματίας Αλμοσίνο και ως Ματθαίος Μελισσηνός είναι ένας homo viator, ένας προσκυνητής που αναζητεί το θεό.[3]
Ο Κάλλιστος Γουέαρ γράφει ότι
τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο δὲν εἶναι στατικὸ ἢ στάσιμο, ἀλλὰ εἶναι δυναμικό. Εἶναι ἕνας ὁδοιπόρος, ἕνας οδοιπόρος-ταξιδευτὴς, homo viator. Τὸ ἀληθινὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι ἐλεύθερο, εὐχαριστιακό, κοινωνικό –αὐτὸ πού, σύμφωνα μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ στάρετς Ζωσιμᾶ τοῦ Ντοστογιέφσκι,[4] καθιστᾶ τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα. Σ᾿ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ ὡρίμανση, ἡ πορεία πρὸς τὰ ἐμπρός, ἡ συνεχὴς πρόοδος. Αὐτὴ ἡ δυναμικὴ ὄψη τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας συχνὰ ἐκδηλώνεται κάνοντας μία διάκριση μεταξὺ τῆς εἰκόνας καὶ τῆς ὁμοίωσης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ταξιδευτής, ὁ homo viator, σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ βρίσκεται σ᾿ ἕνα ταξίδι ἀπὸ τὴν εἰκόνα στὴν ὁμοίωση. Ὁ ἄνθρωπος στὴν πρώτη δημιουργία ἦταν σὰν νήπιο – τέλειος ὄχι τόσο ἐνεργείᾳ, ὅσο δυνάμει. Δὲν ἦταν προικισμένος μὲ τὴν πληρότητα τῆς σοφίας καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ μιὰ κατάσταση ἁπλότητας καὶ ἀθωότητας. Ἦταν ἕνα παιδὶ ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ἀναπτυγμένη τέλεια τὴν ἀντίληψή του. Ἀπαραίτητα ἔπρεπε νὰ ὡριμάσει καὶ νὰ φτάσει στὴν τελειότητα. Ὁ Δημιουργὸς Θεὸς ἔβαλε τὰ πόδια τοῦ Ἀδὰμ στὸ σωστὸ δρόμο, ὅμως ὁ Ἀδὰμ εἶχε μπροστά του πολλὴ ἀπόσταση νὰ διανύσει ὥσπου νὰ φτάσει στὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ὁ homo viator δὲν ταξιδεύει σ᾿ ἕνα κλειστὸ κύκλο, ἀλλὰ κατὰ μῆκος μιᾶς γραμμῆς ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὰ πάνω.[5]
Τα πρόσωπα που συντροφεύουν τον Αλμοσίνο εναλλάσσονται στα κεφάλαια, που δείχνουν σκηνές από τις σχέσεις του με τους γονείς του, μας αποκαλύπτουν στη συνέχεια την αλήθεια για τους γονείς του, για τη σχέση του με τη θρησκεία του, μας δείχνουν τα χρόνια των λαμπρών σπουδών του, τη σχέση του με τους δασκάλους του, τους φίλους και συντρόφους του, τη γυναίκα του, το γιο του, τον ετεροθαλή αδελφό του, τη λύτρωση, το θεό. Τα πρόσωπα της αφήγησης ξεπηδάνε με ένα ρυθμό αβίαστο, ακάματο, και ακατάβλητο, όπως ο ίδιος ο Ματίας Αλμοσίνο, ο παλαιστής της επιβίωσης και της γνώσης.
Οι χαρακτήρες, άλλοτε πιο ψιλοδουλεμένοι για τις αφηγηματικές ανάγκες και άλλοτε πιο αδροφτιαγμένοι στα καλούπια της πένας του μυαλού του Ζουργού, πότε γεννιούνται στην αλήθεια της ιστορικής περιπέτειας και πότε χάνονται στη λήθη του εξωτικού παραμυθιού.
Ένα αδάμαστο ποτάμι σαν τον Ρήνο,[6] που ξεχύνεται ορμητικός από τις Άλπεις, ο Ματίας Αλμοσίνο διατρέχει για το χατίρι μας όλη την Ευρώπη, με τον Ζουργό να παραστέκεται ζωντανεύοντας όλες τις αισθήσεις από το σκηνικό των πόλεων και των περιοχών, στις οποίες βρίσκεται ο ήρωας του είτε ως περαστικός είτε ως πιο μόνιμος κάτοικος: Βασιλεία, Βενετία, Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη και από εκεί στη Γαληνοτάτη ξανά, στη Ζάκυνθο, Κωνσταντινούπολη, Σαλονίκη ξανά, στο Λονδίνο, Άμστερνταμ, Σουηβία, Νότια Αυστρία, Πέστη, Τρανσυλβανία, Καρπάθια, Ιάσιο, Μολδαβία, Μόσχα, κατάπλους του Ντον, Χανάτο της Κριμαίας, Μαύρη Θάλασσα, Μπουργκάς, Μονή Διονυσίου στον Άθω και πλείστα άλλα χωριά και ονόματα τόπων της περιπλάνησης.
Ο Ματίας Αλμοσίνο (1647, Βασιλεία -1725, Άγιον Όρος) υπήρξε παιδί χαρισματικό με ιδιαίτερες ικανότητες, και προκάλεσε το συγγραφέα να του φτιάξει μια μοίρα που τον έσερνε σε δυσπροσπέλαστες ατραπούς. Εκών άκων, σαν άλλος Οδυσσέας, έσκισε θάλασσες με ιστιοφόρα και πορεύτηκε άοπλος -ή ελαφρώς οπλισμένος πελταστής- με κινδύνους και ταλαιπωρίες. Ο Ματίας έγινε ο Ματθαίος Μελισσηνός υιοθετημένος στη Θεσσαλονίκη από Έλληνα έμπορο της Βενετίας, εμβαπτίστηκε στην ελληνική παιδεία, φοιτώντας σε ελληνικό σχολείο, κι έκανε λαμπρές σπουδές Ιατρικής στην Πάντοβα. Λειτούργησε ως γιατρός απολαμβάνοντας καίρια την δέουσα προστασία ισχυρών μεντόρων. Ωστόσο, πέρα από την ιατρική, υπήρξε αναπόφευκτα ένας διανοούμενος της εποχής του, βιβλιοφάγος και αναζητητής της γνώσης και της αλήθειας σε μια φάση μετάβασης του κόσμου της Ευρώπης προς την εκλογίκευση και προς την εκρηκτική μεν γένεση της επιστημονικής σκέψης, αλλά στην αργόσυρτη δε επικράτησή της, επειδή οι δεισιδαίμονες άνθρωποι δεν μπορούσαν να αφυπνισθούν με μιας από την σκοταδιστική χιλιετία του ευρωπαϊκού μεσαίωνα με τις προλήψεις και τις δογματικά βολικές μεσσιανικές προσδοκίες.
Εντούτοις, ο Αλμοσίνο στο πέρασμα της ζωής του επιβίωσε με επιτυχία προσεταιριζόμενος πολύτροπα ποικίλες ταυτοτικές εκδοχές του εαυτού του, σε επίπεδο κουλτούρας, γλώσσας, δόγματος.
Η επιλογή των επινοημένων ονομάτων Αλμοσίνο-Μελισσηνός, που ακούγονται σαν παρήχηση το ένα του άλλου, δείχνουν τη συγγραφική ευφυΐα του Ζουργού και ενσωματώνουν μια υβριδοποίηση.[7] Στην υβριδοποίηση αυτή ο Ζουργός μειγνύει δύο κοινωνικές γλώσσες στα όρια ενός εκφωνήματος, συνθέτει μιαν αντίθεση μεταξύ δύο διαφορετικών γλωσσικών συνειδήσεων που χωρίζονται οι μεν από τις δε από μια εποχή π.χ. ιστορική, στα παιδικά χρόνια και στην φοιτητική περίοδο του, χωρίζονται από την κοινωνική διαφοροποίηση π.χ. Βασιλεία-Θεσσαλονίκη ή από άλλο παράγοντα π.χ. κρυπτοεβραίος -ορθόδοξος χριστιανός.
Οι περιπέτειές του πρωταγωνιστή υπήρξαν ηρωικές και αγαθές, αλλά οι μικρές ιστορίες των συνοδοιπόρων του μοιάζουν γεμάτες από πολλή αμαρτία. Δηλαδή μπορεί να πει κάποιος ότι το βιβλίο διαθέτει ανεπαισθήτως μια ηθική ή ηθικοπλαστική ματιά; Απερίφραστα χωρίς ηθικιστική διάθεση, ο δάσκαλος της Πρωτοβάθμιας και συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός φέρνει τους αναγνώστες ενώπιον ενός διαρκούς αναστοχασμού των πεποιθήσεων και των επιθυμιών του ανθρώπου και αυτό, νομίζουμε αποτελεί μια γόνιμη και ενάρετη επίγευση από την ανάγνωση.
Τα πάντα συμβαίνουν σε ένα προσφυές φόντο της αλλαγής των συλλογικών συνειδήσεων και της αφύπνισης των λαών. Η Ευρώπη στη φάση της απομάγευσης; Ναι, με ένα τέτοιο φακό του Διαφωτισμού ο Ζουργός ξεσπαθώνει υπέρ της επιστήμης, υπέρ της δύναμης της ανακάλυψης και της αλήθειας, κατά της ειδωλολατρίας, του φόβου και του μυστικισμού. Ο Αλμοσίνο ευτυχώς δεν είναι ζώον πολιτικό, μάλλον οργανώνει μιαν ουμανιστική σκέψη που δεν περιλαμβάνει επαναστατική δράση εναντίον των ισχυρών- και οι ευκαιρίες που έχει να το πράξει είναι πολλές. Ο Ματίας μαζί με τον Ζουργό προσπερνάνε τον κόσμο των μυστικών εταιριών και των μασονικών στοών εκείνης της εποχής, και ασκούν μιαν οιονεί κριτική στις θεωρίες συνωμοσίας που πλέκονται σε άλλα σύγχρονα μυθιστορήματα.
Κοντολογίς, το βιβλίο αποτελεί μια μνημειακή κατασκευή και συνάμα μια υπομονετική και επίμοχθη διαδικασία που ολοκληρώνει ένα ψηφιδωτό, μάλλον το παζλ, ενός βίου πολυκύμαντου, που περιέχει ένα σχεδόν μυθικό ταξίδι, παρόμοιο με ποτάμι που κυλάει και μαζεύει φερτές ύλες από τις όχθες. Δεν έχει όμως προορισμό, δεν μοιάζει να εκβάλλει σε τόπο, αλλά σε ιδέες και σε αξίες και εντέλει στη γαλήνη της λύτρωσης. Το ταξίδι καθεαυτό αποτελεί αυταξία, το ταξίδι καθίσταται αυτοσκοπός για τη συλλογή γνώσεων, και ο Ζουργός, επ’ ευκαιρία, μάς διδάσκει σε ένα μίγμα παραμυθιού και ιστορικής αλήθειας. Ο τρόπος που ο Ζουργός αναπαράστησε την Ευρώπη που υπήρχε πριν από τρεις αιώνες με ανακουφίζει, επειδή νομίζω ότι εκείνη η εποχή είναι κοντινή ιστορικά και ότι η νεότερη επιστημονική επανάσταση έχει ακόμη μικρή διάρκεια ζωής.
Σε μια θεωρητική αποτίμηση του μυθιστορήματος υπογραμμίζω την ετερογλωσσία του, η οποία συνθέτει ένα μείγμα γλωσσών και κοσμοθεωρήσεων· η ετερογλωσσία και διαλογοποιημένη και κάθε γλώσσα εξετάζεται από την προοπτική άλλων γλωσσών. Αυτή η διαλογοποίηση, που χαρακτηρίζει έντονα τον Ματίας Αλμοσίνο του Ζουργού, ως ετερογλωσσία δημιουργεί μια σύνθετη ενότητα και αποδίδει στο μυθιστόρημα μια ποικιλία κοινωνικών λεκτικών τύπων και μια ποικιλία ατομικών φωνών που οργανώνονται καλλιτεχνικά (=λογοτεχνικά). Ο λόγος του συγγραφέα, ο λόγος των αφηγητών (όπως στις επιστολές που παρεμβάλλονται στις σελίδες του μυθιστορήματος και συμπυκνώνουν αφηγηματικά κάποιες χρονικές περιόδους) ο λόγος των χαρακτήρων κτλ αποτελεί τις θεμελιώδεις οντότητες που βοηθούν την εισαγωγή της ετερογλωσσίας στο μυθιστόρημα, και αυτό ο Ζουργός το επιτελεί επιτυχώς.
Από τις παρεκβάσεις στην αφήγηση του Ζουργού μπορούμε να σχολιάσουμε δύο-τρεις, ενδεικτικές της νοοτροπίας τόσο του συγγραφέα όσο και του κεντρικού ήρωα. Επιλέγουμε το βενετσιάνικο καρναβάλι (Μάσκες, σ. 288-300) και τις μοναχικές σκέψεις του σινιόρ Τζόρτζιο (Σ’ ακολουθώ, σ. 569-571). Νομίζουμε ότι ο Ζουργός στεγάζει σε μια εποχή καρναβαλιού μια αποκάλυψη για έναν από τους χαρακτήρες, επειδή η ζωή σε μια τέτοια φάση υπόκειται στους νόμους της καρναβαλικής ελευθερίας,[8] και μας αποδεσμεύει από τις επίσημες νόρμες και αξίες. Το πανηγύρι σηματοδοτεί και την υπέρβαση του φόβου, όπως εκείνον τον αρχέγονο φόβο, που νιώθει ο Ματίας στη συνάντηση με τον Μιχαέλ (σ. 299).
Η έννοια του καρναβαλιού συνδέεται και με το γκροτέσκο, όρο που χρησιμοποιεί ο Μπαχτίν για να περιγράψει την έμφαση στις σωματικές αλλαγές μέσω του φαγητού, της αφόδευσης και του σεξ.[9] Ο Ζουργός επιλέγει να αναφερθεί ρεαλιστικά και με δόση γκροτέσκου χιούμορ (σ. 569-571) στο δεύτερο, στην αφόδευση: για τον γκροτέσκο ρεαλισμό του ακολουθεί τη βασική αρχή της υποβάθμισης, δηλαδή το χαμήλωμα όλων αυτών που είναι υψηλά, πνευματικά, ιδεώδη και αφηρημένα στο υλικό και χοϊκό επίπεδο, στη σφαίρα της γης και του σώματος, στην αδιάλυτη ενότητά τους. Αυτό ο Ζουργός το επαναλαμβάνει στην εξέταση ενός πρίγκιπα (Ένας πρίγκιπας, σ. 672-3), όταν ο Μελισσηνός αναδεύει τα πρωινά ούρα του με το δάχτυλο και τα γεύεται, για πιο ακριβή διάγνωση. Και στις δυο περιπτώσεις, όμως, ο συγγραφέας το συνδέει με μια πάθηση, με την επιστημονική διαδικασία της παρατήρησης, με την αποκάλυψη της αλήθειας. Συνεπώς, το γκροτέσκο στην αφήγηση του Ζουργού, κατά τη γνώμη μας, δεν συνδέεται εννοιολογικά με την βασική αρχή της υποβάθμισης, αλλά με την ανέκαθεν υπερβατική, ας πούμε, επιστημονική μεθοδολογία της παρατήρησης και της νέας γνώσης.
Από τις λέξεις του Ζουργού κόλλησα σε μία: καινούριος- κόλλησα τυχαία, επειδή εγώ τη γράφω κρατώντας την ιστορική γραφή με γ, δηλαδή καινούργιος. Πρέπει να υπάρχει συνολικά πάνω από 400 φορές στις σελίδες του Ματίας Αλμοσίνο. Υποσυνείδητα, σκέφτηκα, επειδή ο Ζουργός γράφει για την άνθηση του ορθολογισμού και της επιστήμης και μας παρουσιάζει προβιομηχανικά τοπία μιας αργόσυρτης νεοτερικότητας, το καινούργιο είναι αυτό που έρχεται τροπαιοφόρο να επικρατήσει εις βάρος του παλαιού κόσμου, του σκότους, των προληπτικών δοξασιών και της άγνοιας. Ο Ζουργός, άλλωστε, στέλνει το γιο τού Ματίας, τον Ισαάκ, στην ορθολογική ασφάλεια του Νέου Κόσμου, μακριά από τις πολιτισμικές αντιφάσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Τον στέλνει σε ένα κόσμο, όπου οι άνθρωποι προσανατολίζονται κατ’ επιλογήν στο νεωτεριστικό, στο καινοτομικό και στο καινούργιο.
Ο συγγραφέας είναι, εξάλλου, αφοπλιστικά αποκαλυπτικός με το σημείωμά του στο τέλος του βιβλίου. Θα μπορούσε να μην είναι. Ωστόσο, ο αναγνώστης σίγουρα δεν θα πλήξει με το βιβλίο των 780 σελίδων. Ο Ζουργός έχει αποκτήσει ένα αφοσιωμένο –ας μην το χαρακτηρίσουμε φανατικό- κοινό και χτίζει ενδιαφέρουσες ιστορίες: είναι καλός story teller, καλός παραμυθάς. Το βιβλίο είναι κατάλληλο για όλους ή έστω είναι επιθυμητή η γονική συναίνεση. Ο Ζουργός δεν χυδαιολογεί, έχει πλούσια λεξιλογική φαρέτρα, φτιάχνει εικόνες εκλεπτυσμένης ανάτασης του λόγου, άρα και των ανθρώπων που διαλέγονται στο βιβλίο του. Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι μάλλον αναπόδραστα διδακτικός, επειδή οι επινοημένοι χαρακτήρες του συνυφαίνονται με υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα, αλλά και με ήρωες που γεννήθηκαν από άλλους συγγραφείς. Σε αυτό το βιβλίο έχουμε τέτοιες συναντήσεις: μυθοπλασία σε ιστορικό φόντο, μυθοπλασία πλεγμένη μαζί με μιαν άλλη (σ. 415-484), ιστορία των επιστημών μέσα στη μυθοπλασία (π.χ. σ. 301-358), παραμύθι σαν αναπαράσταση τσίρκου με ξωτικά και νάνους (σ. 687-737), αλλά πάντα σε ακριβές ιστορικό τοπίο και πάλι μεταφορά στη μυθοπλασία! Σάμπως οι αναγνώστες να έχουμε ανάγκη από τέτοιες ιστορίες, από τέτοιες ταξιδιάρικες αφηγήσεις, από έναν χαρακτήρα που είναι μεν-κατά τη δήλωση του συγγραφέα- ηθικά καλός άνθρωπος, αλλά δεν διστάζει να σκοτώσει άλλον άνθρωπο, για να γλιτώσει κάποιους άλλους από τα βάσανα.
Ας εμπιστευτούμε, όμως, τον ίδιο τον Ζουργό να μας ομολογήσει την επιτυχία του βιβλίου του μέσα από τη σκηνοθετημένη αναπαράσταση του ευρωπαϊκού κόσμου μέσα από πίνακες που είχε κατά νου: «Μπρέγκελ, Ρέμπραντ αλλά και δεκάδες άγνωστοι ζωγράφοι στις Kάτω Xώρες κυρίως, που αποτυπώνουν ποικίλες όψεις εκείνης της καθημερινής ζωής. Ονειρεύτηκα πολλές φορές να μπω σε έναν τέτοιο πίνακα και να τον ζήσω. Έκανα λοιπόν ένα μυθιστόρημα που ταξιδεύει μέσα σε τέτοια τοπία, όμως, καθώς είναι γεμάτο βουλιμία μπαίνει και σε ορθόδοξες εκκλησίες, συναγωγές, δερβίσικους τεκέδες –ένα ήπιο Ισλάμ της φιλαλληλίας (εφ. Καθημερινή, φ. 11.5.2014).
Στο βιβλίο υπογραμμίζεται συχνά η αξία των εικαστικών τεχνών, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, των γεύσεων, των αισθήσεων και ιδίως των οσμών που έχουν οι άνθρωποι, η φύση και οι πόλεις. Σε μια τέτοια σύνθετη αφήγηση βρίσκουμε απολύτως πρόσφορη την παράλληλη αφήγηση της ιστορίας της ιατρικής επιστήμης. Σε αυτή την αφήγηση περικλείεται όλη η κρίσιμη συζήτηση για την «αποκάλυψη» του ανθρωπίνου σώματος, του οποίου η αλήθεια αντιπαρατίθεται στην μυστικιστική άγνοια που καλλιεργούν οι ανά τους αιώνες σκοταδιστές. Έτσι ο Ζουργός βρίσκει και πάλι την ευκαιρία να εκδηλώσει την ακόρεστη φιλομάθεια του. Η χαρά των αναγνωστών είναι να αντλούν γνώσεις από αυτή την επιμέλεια του φιλομαθούς γραφιά, διότι ο Ισίδωρος Ζουργός μάς δίνει και ένα εκλεκτικό πανόραμα των επιστημονικών εκδόσεων του 17ου αιώνα, της φιλοσοφικής κυοφορίας του Διαφωτισμού, της αναπόδραστης μετάβασης στο νέο επιστημονικό Παράδειγμα, δηλαδή στη Νευτώνειο μηχανική, στις ιδέες που με πολλαπλούς τρόπους γονιμοποίησαν τη σκέψη, την επιστήμη, τις αντιλήψεις και τις αξίες των Ευρωπαίων προγόνων μας. Αποκαλύπτουν, έτσι εμμέσως την μεγάλη επιβράδυνση στην έλευση της νεοτερικότητας στα Βαλκάνια και την κρίσιμη υστέρηση στη διαμόρφωση των θεσμικών προϋποθέσεων μετεξέλιξης του νότιου άκρου των Βαλκανίων σε μια σύγχρονη κοινωνία.
Ποιοι θα διάβαζαν αυτό το βιβλίο; Όσοι σπουδάζουν συγγραφή, όσοι διδάσκουν συγγραφή, όσοι τέρπονται από μεγάλες ή και μικρότερες αφηγήσεις, όσοι αποζητούν ένα ευγενέστερο κόσμο, όσοι πιστεύουν σε ουμανιστικές ιδέες, όσοι αναζητούν το Θεό και τη λύτρωση, όσοι αγαπούν, όσοι ταξιδεύουν, όσοι βαριούνται τη ζωή τους μπας και ξεσηκωθούν για καμιά περιπέτεια, όσοι θέλουν να βρούνε ένα γόνιμο άλλοθι, ώστε να αποφύγουν την τηλεόραση για μερικά βράδια.
Ήταν χρήσιμο αυτό το σχόλιο;
Ναι
/
Όχι