Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Σκέφτομαι καμιά φορά πως θα ήταν να είχα το δικό μου βιβλιοπωλείο. Ένα φυσικό βιβλιοπωλείο, σε “πέρασμα”, στο ισόγειο, με πατάρι, με ράφια και πολλά βιβλία. Με ανθρώπους που θα μπαίνανε μέσα για να βρουν ένα βιβλίο. Με πωλητές. Πωλητές;
Πως πρέπει να είναι ένα βιβλιοπωλείο; Αν το “πρέπει” είναι η κατάλληλη λέξη.
Τι είναι άραγε αυτό που κάνει τη διαφορά σε ένα βιβλιοπωλείο; Σε τι μπορεί να διαφέρουν δύο ίδια περίπου, μεγάλα βιβλιοπωλεία, με την ίδια ποικιλία βιβλίων, χώρων κ.λπ.;
Νομίζω οι άνθρωποί του, οι “πωλητές”!
Ένα βιβλιοπωλείο δεν μπορεί να είναι ελκυστικό λειτουργώντας ως σούπερ μάρκετ όπου ο πελάτης μπαίνει, γεμίζει το καλάθι του, πληρώνει και φεύγει. Ο ρόλος τού ανθρώπου στο βιβλιοπωλείο δεν είναι να δίνει μόνον πρακτικές πληροφορίες για το που θα βρει κάποιος ένα είδος βιβλίων.
Στο σούπερ μάρκετ κάθε φορά παίρνουμε το ίδιο προϊόν, στην ίδια συσκευασία, με τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, δεν αλλάζει τίποτα από την προηγούμενη φορά. Αντίθετα, κάθε βιβλίο είναι εντελώς διαφορετικό, δεν το αγοράζουμε με κλειστά μάτια διότι το έχουμε ήδη δοκιμάσει, κάθε φορά είναι αποτέλεσμα μίας αναζήτησης, σαν να είναι η πρώτη φορά. Εκεί είναι ο ουσιαστικός ρόλος τού “πωλητή”, να γίνει ο οδηγός τού αναγνώστη στην αναζήτησή του.
Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στις ανάγκες τού αναγνώστη. Τι χρειάζεται ο αναγνώστης μπαίνοντας σε ένα βιβλιοπωλείο; Χρειάζεται καθοδήγηση όχι για το ράφι στο οποίο θα βρει τα λογοτεχνικά βιβλία αλλά για το βιβλίο που θα επιλέξει να διαβάσει.
- Πρότεινέ μου ένα “καλό” βιβλίο!
- Με ποιο βιβλίο τού Καμύ να αρχίσω;
- Ποια μετάφραση τού “Συμποσίου” είναι η καλύτερη;
- …
Ο πωλητής λοιπόν πρέπει να γίνει βιβλιοπώλης, να γνωρίζει τα βιβλία όχι μόνον απ’ έξω αλλά και από μέσα. Ένας τέτοιος βιβλιοπώλης εμπνέει τον αναγνώστη να ξανάρθει γιατί θα βρει κάποιον να μιλήσει για αυτό που του πρότεινε την προηγούμενη φορά και το διάβασε, να ρωτήσει πάλι και να επιλέξει το επόμενο βιβλίο που θα διαβάσει.
Είναι και αυτή η ταινία…
Στην ταινία “You’ve got Mail“, η Meg Ryan έχει ένα μικρό βιβλιοπωλείο, το “The Shop Around the Corner”. Ο Tom Hanks διαθέτει μία μεγάλη αλυσίδα βιβλιοπωλείων.
Σε μία σκηνή η Ryan βρίσκεται στο μεγάλο βιβλιοπωλείο τού Hanks. Μία κυρία ρωτάει το νεαρό Υπάλληλο για ένα βιβλίο…
Γιατί όμως ένας υπάλληλος θα μπει σε αυτή τη διαδικασία αέναης ενασχόλησης με το βιβλίο εντός και εκτός ωραρίου;
Πρώτα απ’ όλα γιατί του αρέσει. Όμως αυτό δεν φτάνει, χρειάζεται και κάτι πρακτικό, υλική ή/και άυλη επιβράβευση τής προσπάθειας και της απόδοσής του.
Στο βιβλιοπωλείο μου θα επένδυα στους ανθρώπους του περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Βασικό κριτήριο θα ήταν το να διαβάζουν και οι ίδιοι, αυτός που διαβάζει περισσότερο θα είχε περισσότερες πιθανότητες να προσληφθεί. Και είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις εάν κάποιος διαβάζει.
Τα κριτήρια απόδοσης των βιβλιοπωλών μου δεν θα ήταν ποσοτικά, π.χ. “πόσα βιβλία πούλησες σήμερα;”. Η ανάπτυξη τής ίδιας τής προσωπικότητας τού καθενός θα ήταν το κριτήριο απόδοσης. Ένας άνθρωπος που εξελίσσει τον εαυτό του συνεχώς δεν μπορεί παρά να είναι αποδοτικός και γενικά.
Κάθε βιβλιοπώλης μου θα είχε δωρεάν έναν ικανό αριθμό βιβλίων το μήνα και σημαντική έκπτωση εάν ήθελε να αποκτήσει περισσότερα. Όσο περισσότερα τόσο μεγαλύτερη και η έκπτωση. Ο βιβλιοπώλης που διαβάζει ο ίδιος ή χαρίζει βιβλία στους οικείους του, περιστοιχίζεται από ανθρώπους που βοηθούν και τον ίδιο να εξελιχθεί. Έτσι, ακόμα και το περιβάλλον του θα “δούλευε” για μένα!
Το διάβασμα θα ήταν “υποχρεωτικό” και “εν ώρα υπηρεσίας”. Στα κενά, θα μπορούσε κάποιος να διαβάζει το βιβλίο του. Όταν θα ήθελα να “προωθήσω” ένα συγκεκριμένο βιβλίο, δεν θα έκανα μόνον διαφήμιση αλλά θα το έβαζα στο χέρι των βιβλιοπωλών μου. Εάν δεις έναν βιβλιοπώλη να διαβάζει ένα συγκεκριμένο βιβλίο, τι θα σκεφτείς για αυτό το βιβλίο;
Στο βιβλιοπωλείο μου θα διοργάνωνα εκδηλώσεις με δημιουργούς, μόνον για τους βιβλιοπώλες μου. Η γνωριμία τους και η δυνατότητα άμεσης επαφής π.χ. με τους συγγραφείς, θα τους μετέτρεπε σε κανάλι επικοινωνίας με τους αναγνώστες. Θα μετέφεραν στους συγγραφείς αυτά που λένε οι αναγνώστες και το αντίθετο. Οι δημιουργοί θα ήταν μόνιμοι θαμώνες στο βιβλιοπωλείο μου και φίλοι με τους βιβλιοπώλες μου.
Οι βιβλιοπώλες μου θα είχαν τη δική τους λέσχη ανάγνωσης, θα διάβαζαν σε ομάδες βιβλία και θα τα συζητούσαν. Οι συζητήσεις θα γίνονταν δημόσια ώστε να φαίνεται το υψηλό επίπεδο τού προσωπικού στο βιβλιοπωλείο μου. Εάν ήξερες ότι στο βιβλιοπωλείο μου θα μιλούσες με τέτοιου επιπέδου βιβλιοπώλες, θα πήγαινες σε άλλο;
Δεν είμαι όμως αχάριστος να τα θέλω όλα για μένα. Οι βιβλιοπώλες μου θα εργάζονταν λιγότερες ώρες την ημέρα, π.χ. 7 αντί για 8, ως ανταπόδοση τού χρόνου που διαθέτουν για τη δουλειά τους αφού σχολάσουν, γιατί έτσι βλέπω εγώ το διάβασμά τους. Το πρόγραμμα βγαίνει, δεν τους θέλω όλους από τις 9 το πρωί στο βιβλιοπωλείο, οι μισοί κάθε μέρα μπορούν να έρχονται στις 10.
Θα ενίσχυα το εισόδημά τους και με κριτήρια απόδοσης (με τη δική μου αντίληψη για τη λέξη). Θα παρότρυνα τους εκδότες να επενδύσουν στους βιβλιοπώλες μου πριμοδοτώντας την ενημέρωσή τους για τα βιβλία τους γενόμενοι έτσι οι ευαγγελιστές τους.
Θα αντάμειβα τους βιβλιοπώλες μου και ηθικά, με βραβεύσεις, με ανάδειξη των καλών πρακτικών συμπεριφοράς στους αναγνώστες, βάσει των πρωτοβουλιών που παίρνουν, της εσωτερικής αλλά και εξωτερικής δημοτικότητάς τους.
Θα τους συμπεριφερόμουν με σεβασμό, σαν σε βιβλιοπώλη και όχι απλά σε υπάλληλο (αν και η ασεβής συμπεριφορά σε υπάλληλο δεν είναι ποτέ αποδεκτή). Διαφορετικά, ξέρω ότι θα με εκδικούνταν εμμέσως, στον αναγνώστη που μπήκε στο βιβλιοπωλείο μου. Όχι αναγκαστικά συνειδητά, η καλή και η κακή ψυχολογία βγαίνει ακόμα και υποδυνείδητα και εγώ θέλω οι βιβλιοπώλες μου να είναι πάντα σε πολύ καλή διάθεση.
Θα ήμουν κοντά τους και θα τους βοηθούσα να λύνουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ακόμα και τα προσωπικά ή οικογενειακά, όσο μπορούσα και όσο μου επιτρεπόταν βέβαια. Ξέρω ότι ένας άνθρωπος με προβλήματα, σκέφτεται αυτά τα προβλήματα μειώνοντας την απόδοσή τους (πάλι με τη δική μου αντίληψη για τη λέξη).
Έχω να αντιμετωπίσω και τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία!
Σκέφτομαι πως θα αντιμετωπίσω τα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία, πως θα παρακινήσω τους αναγνώστες να έρθουν στο βιβλιοπωλείο μου αντί να αγοράζουν βιβλία από το Ίντερνετ. Υπάρχει τρόπος; Ποιο μπορεί να είναι ένα πλεονέκτημα που μπορώ να αναπτύξω; Σε τι διαφέρει η εμπειρία τού αναγνώστη που αγοράζει από το Ίντερνετ και του αναγνώστη που αγοράζει από ένα φυσικό βιβλιοπωλείο;
Καταλήγω πάλι στο ίδιο συμπέρασμα, στην ανθρώπινη επαφή. Αν ερχόμενος ο αναγνώστης στο βιβλιοπωλείο μου ψάχνει μόνος του και δεν βρίσκει κανέναν να τον βοηθήσει ουσιαστικά, θα σκεφτεί, “και δεν το ψάχνω στο Ίντερνετ;”.
Να ένας ακόμα λόγος να επενδύω στους ανθρώπους μου, στους βιβλιοπώλες μου!