Γράφει: Ανδρέας Κ. Ανδρέου
Το βιβλίο «Καζάνι».
H συγγραφέας Μαρία Ιωάννου.
Οι εκδόσεις Νεφέλη.
Οι εκδόσεις Νεφέλη και το Βιβλιοπωλείο Κ.Π. Κυριάκου, σε συνεργασία με το Κέντρο Λόγου και Τεχνών Τεχνοδρόμιο στη Λεμεσό διοργάνωσαν παρουσίαση του βιβλίου «Καζάνι» της Μαρίας Α. Ιωάννου.
Πρόκειται για συλλογή 19 διηγημάτων μερικά από τα οποία έχουν δημοσιευτεί στον τύπο ή σε άλλες ανθολογίες.
Για το βιβλίο μίλησε η συγγραφέας Λουΐζα Παπαλοΐζου και αποσπάσματα ανάγνωσε η συγγραφέας.
Απόσπασμα από την παρουσίαση της Λουΐζα Παπαλοΐζου:
Όταν το υποκείμενο και το αντικείμενο, όταν το ζωντανό και το πεθαμένο, όταν το έμψυχο και το άψυχο καταντούν ανταλλάξιμες έννοιες, τότε πού μετακομίζει η συνείδηση; Ένα από τα πιο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γραφής της Μαρίας Ιωάννου, είναι, η ικανότητα της να διαχέει τη φωνή της συνείδησης πέρα από τα ανθρώπινα όρια, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να βιώνει την εμπειρία της θέασης ενός γνώριμου κόσμου μέσα από άγνωστες οπτικές σχισμές, που δραματοποιούν την ανάγνωση και συχνά μεγεθύνουν το συναισθηματικό αντίκτυπο της ιστορίας.
Απόσπασμα από το διήγημα «Τρύπες»:
«Να μη με θάψεις», της λέει, αφήνοντας το κρεβάτι να τον καταπιεί. Ο ήλιος συνεχίζει να φωτίζει τα υγρά του σεντόνια με χρυσές γραμμές. Οι γραμμές τον διαπερνούν. Πρώτη φορά πονάει τόσο. Κάτω από το κρεβάτι, βυθισμένος στην τρύπα του, διακρίνει τον άσπρο κύκλο πάνω απ’ το κεφάλι του, κι αν και προσπαθεί να πιαστεί από το τέλειο αυτό κομμάτι ταβανιού δεν καταφέρνει να σκαρφαλώσει προς τα πάνω. «Κόλαση, εσύ είσαι;», ρωτά σφίγγοντας το σώμα, κι εκείνη τη στιγμή ένα λεπτό ρυτιδιασμένο χέρι τον αρπάζει σαν γάτα απ’ το σβέρκο σηκώνοντάς τον και πάλι πίσω. «Ούτε να το σκέφτεσαι», του λέει χαστουκίζοντάς τον ελαφρώς. «Σε παρακαλώ, μη με θάψεις κάτω απ’ τους σταυρούς τους», της ξαναλέει, κι όσο ο χρόνος περνά μέσα σ’ εκείνο το μικροσκοπικό, σαν φούρνο μικροκυμάτων, δωμάτιο, ο ήλιος συνεχίζει να φωτίζει τους ορούς και τους καθετήρες σαν φυτά. Το «ζ» κρέμεται σαν θηλιά απ’ το ταβάνι, το «ω» τον κοιτάζει σαν κώλος και το «η» μοιάζει με σκαμνί, παίζοντας παιχνίδια με τον αθεϊσμό του. Σκοντάφτει. Πέφτει ξανά στην τρύπα (...)
Το διήγημα «Cactus Belli» το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο:
«ΔΥΟ ΚΑΚΤΟΙ.
Μια γλάστρα.
Δυο κάκτοι μεγαλώνουν δίπλα-δίπλα σε μια γλάστρα, κλίνοντας ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά. Τρέφονται από την ίδια ρίζα. Όσο κι αν μεταβάλλεται το περιβάλλον τους, παραμένουν κάκτοι. Κι η γλάστρα γλάστρα. Όσο αντέχει. Όσο μπορεί. Δυο κάκτοι ερωτευμένοι. Οικειοθελώς. Όσο αντέχουν. Όσο μπορούν. Κι αγκάθια. Μυτερά μικροσκοπικά αγκάθια. Αμύνονται ενάντια στο πυκνό νέφος πίσσας και νικοτίνης, ενάντια στην επικίνδυνη συρρίκνωση της γλάστρας, ενάντια σε κουτσουλιές, ενάντια σε τοξικά, ενάντια στον ήχο τρυπανιών, καρακαξών και ανεξέλεγκτων αυτοκινητο-ραδιοφώνων. Δυο κάκτοι καταδικασμένοι. Να μην αγκαλιαστούν ποτέ. Για ευνόητους λόγους. Μεγαλώνουν αργά προς τα πάνω. Θέλουν να φτάσουν κάτι. Τη λάμπα με τα τσουρουφλισμένα μυγάκια; Τη ρυτιδιασμένη μπογιά της βεράντας; Την Αριζόνα; Τη Σαχάρα; Τα χείλη του Θεού; Τα χείλη του γκρεμού; Μια γλάστρα. Μια γλάστρα. Χωρίς αυτήν οι δυο κάκτοι δε θα είχαν την παραμικρή πιθανότητα επιβίωσης. Μια αγάπη πλατωνική. Ένας πόλεμος εσωστρεφής. Χώρος λιγοστός. Ανεβαίνουν κι άλλο προς τα πάνω. Λεπταίνουν. Κάποια στιγμή μπορεί να μεταμορφωθούν σε οδοντογλυφίδες. Κανένας κάκτος δεν το θέλει αυτό. Χίλιες φορές καλύτερα η περιέργεια ενός παιδιού ή μια παραλίγο θανατηφόρα νεροποντή. Δυο κάκτοι βρικόλακες. Φοβούνται το νερό, όπως πια φοβούνται τα ίδια τους τ΄αγκάθια. Κι η γλάστρα φοβάται. Το υπερβολικό τους βάρος. Το σώμα που γέρνει. Την ενοχλητική αίσθηση μιας τετελεσμένης σχέσης.
Κι αν είναι κανείς τυχερός, να δει μετά από χρόνια το θάνατο ενός κάκτου, θα δει μια γλάστρα να χάνει την ισορροπία της και να σπάει σε κομμάτια. Χώμα και ρίζες να πέφτουν πάνω και κάτω απ΄ το τραπέζι. Δυο κάκτους –σιαμαίους– σε οριζόντια θέση. Και μια αγκαλιά. Μια αιχμηρή αγκαλιά να τους λυτρώνει.»
Από τη περιγραφή του βιβλίου:
Κόψτε έναν άνθρωπο προσεχτικά σε όσο το δυνατόν ομοιόμορφα κομμάτια. Πετάξτε ό,τι περισσεύει ή χρησιμοποιήστε το αργότερα για ζωμό. Γεμίστε του την κοιλιά με σκέψεις και διαφόρων ειδών άλλα βαρίδια. Ράψτε τον καλά με ελπιδοφόρο και πολλά υποσχόμενο νήμα. Πασαλείψτε τον με μισή πρέζα αγάπης και κάνα δυο θρυμματισμένες λέξεις. Χύστε κι ένα καλά γεμάτο ποτήρι απελπισία. Και μαύρο χιούμορ, αν έχετε. Προσέξτε τις μύγες και οτιδήποτε ιπτάμενο περιφέρεται από πάνω του. Τοποθετήστε τον στο ψυγείο για όσο νομίζετε. Βάλτε τον στο καζάνι σε όσους βαθμούς θέλετε. Αφήστε τον να ψηθεί αργά στα ζουμιά του. Αν ενώ ψήνεται χαμογελά, μην ανησυχήσετε. Ανεβάστε λίγο τη θερμοκρασία.
Βιογραφικό:
Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και λογοτεχνία του 20ου αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τον Ιούλιο του 2011 εξέδωσε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο "Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας" (Εκδόσεις Γαβριηλίδης). Η συλλογή τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου για εκδόσεις του 2011 και επελέγη να παρουσιαστεί στο διεθνές φεστιβάλ Πρώτου Βιβλίου Βουδαπέστης 2014.