Γράφει: Ανδρέας Κ. Ανδρέου
Ο Αντώνης Γεωργίου γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1969. Σπούδασε νομικά στη Μόσχα και εργάζεται ως δικηγόρος.
Βιβλία του που κυκλοφορούν είναι: η ποιητική συλλογή «Πανσέληνος παρά μία» (Γαβριηλίδης, 2006), η συλλογή διηγημάτων «Γλυκιά bloody life» (Το Ροδακιό, 2006), και το μυθιστόρημα «Ένα αλπούμ ιστορίες» (Το Ροδακιό, 2014). Έχει επίσης γράψει τα θεατρικά έργα: «Αγαπημένο μου πλυντήριο», «Η νόσος», «Ο κήπος μας», «La Belote», «Ήμουν η Λυσιστράτη». Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Άνευ» και ασχολήθηκε με επιμέλεια θεατρικών ημερολογίων.
Αποφασίσαμε να πραγματοποιήσουμε αυτή τη συνέντευξη με τον Κύπριο συγγραφέα Αντώνη Γεωργίου, με αφορμή την πρόσφατη βράβευση (Βραβείο Λογοτεχνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης 2016) του νέου του βιβλίου «Ένα αλπούμ* ιστορίες» (Το Ροδακιό, 2014).
Αντώνη μίλησε μας λίγο για το τελευταίο βραβευμένο σου βιβλίο «Ένα αλπούμ ιστορίες». Από πού είναι εμπνευσμένο;
Η ιδέα για το βιβλίο ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2008 με αφορμή τις ιστορίες ενός φίλου για τη γιαγιά του που μόλις είχε πεθάνει. Και από τη γιαγιά πέρασε στην οικογένεια αλλά και στο χωριό και όχι μόνο. Ιστορίες που μου θύμιζαν ιστορίες της δικής μου οικογένειας ή άλλων φίλων ή που είχα ακούσει ή διαβάσει, η μια έφερνε την άλλη και το κουβάρι ξετυλιγόταν και άρχισε να γράφεται. Η πρώτη εκδοχή ήταν ένα εκτενές διήγημα με τον τίτλο «Ένα κουβάρι ιστορίες» για μια συλλογή που ετοίμαζα τότε.
Όμως παρόλο που το διήγημα γράφτηκε, το κουβάρι συνέχισε να ξετυλίγεται και να μεγαλώνει και διεκδίκησε αυτόνομη πορεία. Ταυτόχρονα ένιωσα πως οι πρώτες αυτές ιστορίες ήταν σαν μια «μικρογραφία» του τόπου, τα θέματα αφορούσαν όχι απλά μια οικογένεια ή ένα χωριό αλλά την Κύπρο γενικότερα. Προστέθηκαν κι άλλες ιστορίες, αποσπάσματα από εφημερίδες, συνταγές, μοιρολόγια, δημοτικά, ποιητάρικα, άλλα ποιήματα και πολλές, πολλές φωτογραφίες και έγινε τελικά Ένα αλπούμ ιστορίες.
Το «Ένα αλπούμ ιστορίες» είναι ουσιαστικά ένα ψηφιδωτό από κείμενα, φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων που νοητικά φτιάχνουν μια ιστορία. Τελικά πρόκειται για μια ενιαία ιστορία; Για ένα μυθιστόρημα; Για ένα μετά - μυθιστόρημα (όπως αναφέρεται στην περιγραφή του βιβλίου) ή για κάτι άλλο;
H αλήθεια είναι πως δεν είμαι πολύ υπέρ των διαφόρων «μετά» αλλά και των όρων γενικά. Ούτε και της αυστηρής κατάταξης των λογοτεχνικών έργων σε είδη αφού και οι έννοιες αυτές αλλάζουν. Δεν είμαι ειδικός αλλά για παράδειγμα το μυθιστόρημα του Κούντερα διαφέρει από των κλασσικών του είδους, ή υπάρχουν συλλογές διηγημάτων ή σπονδυλωτά αφηγήματα που θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα ότι είναι μυθιστορήματα. Για μένα η διαφορά ίσως αν υπάρχει είναι στην εστίαση που δίνει κάθε είδος, το διήγημα σαν να εστιάζεται σε ένα σημείο ενός μεγάλου πίνακα με ένα τρόπο πιο συμπυκνωμένο ενώ το μυθιστόρημα μας παρουσιάζει τον μεγάλο πίνακα, μια τοιχογραφία ολόκληρη. Αν το μυθιστόρημα είναι μια προσπάθεια να καταγραφεί πιο "πλατειά» ένας τόπος, μια κοινωνία (έστω και μέσα από μια ιστορία μιας οικογενείας κάποτε) αν έχει βάθος χρόνου και τόπου … αν είναι μια «τοιχογραφία» και όχι ένας μικρός πινάκας … το βιβλίο αυτό είναι μυθιστόρημα.
Στο βιβλίο χρησιμοποιήσαμε επίσης τον όρο "μια ιστορία" επειδή θεωρούσαμε και με την εκδότρια πως όλες αυτές οι ιστορίες συνιστούν μια ιστορία ίσως, την ιστορία όλων μας. Ο όρος μετά-μυθιστορημα αντιλαμβάνομαι ότι χρησιμοποιείται για το μυθιστόρημα που συμπεριλαμβάνει και άλλα στοιχεία μη μυθοπλαστικού χαρακτήρα, όπως αποκόμματα από εφημερίδες, ιστορική αφήγηση, επιστολές όπως και άλλα στοιχειά που συνυπάρχουν σε αυτό το βιβλίο καμωμένο από ένα παλιό υλικό, την αφήγηση, την εξιστόρηση…
Ένα πολυφωνικό αφήγημα, ένα ψηφιδωτό μετα-μυθιστόρημα για έναν ολόκληρο τόπο και για τους ανθρώπους του. Με αφορμή μια γιαγιά που μόλις έχει πεθάνει ξετυλίγεται ένα κουβάρι ιστορίες. Και από τη γιαγιά στην οικογένεια αλλά και στο μικρό χωριό και στον τόπο όλο -ο τόπος εδώ η Κύπρος-, ιστορίες που θυμίζουν ιστορίες του καθενός μας, για ζωή, έρωτα, θάνατο, για πολέμους και προσφυγιά και επιστροφή. Παλιές και καινούριες ιστορίες, στην κοινή ελληνική αλλά και στην κυπριακή διάλεκτο. Μπλεγμένοι οι άνθρωποι, οι ηλικίες, οι εποχές και οι τοποθεσίες, ένα κουβάρι που ξετυλίχτηκε και ξετυλίγεται ακόμα, κάποτε μπερδεύονται, μπερδεύεσαι και εσύ, ποια είναι η δική σου ιστορία, ποια του άλλου, ποια η συνέχεια, ποιο το τέλος, έχει καμιά σημασία άραγε; Μαζί με αυτές παραθέματα από εφημερίδες, πραγματικά και φτιαχτά, συνταγές, σχέδια παιδικά, δημοτικά τραγούδια, μοιρολόγια, ποιητάρικα, άλλα ποιήματα και πολλές φωτογραφίες. Το κουβάρι ονομάστηκε τελικά Ένα αλπούμ ιστορίες (αλπούμ λέγεται το άλμπουμ στην Κύπρο).
"αλήθεια εσκέφτηκες ποττέ πόσο παράξενα μπλέκουνται σε τούτα τα παλιά αλπούμ άθρωποι, ηλικίες, εποχές τζαι τόποι; σαν ένα κουβάρι πλεγμένο, αλλά τζαι η ζωή του καθενού μας έννεν ένα κουβάρι, ένα κουβάρι ιστορίες; που κάποτε θθυμόμαστεν τες, διηγούμαστεν τες, ακούει τες κάποιος, γοητεύκεται που τούτες, αρπάσει τες, κλέβκει τες χωρίς να μας ρωτήσει πολλές φορές, εν πάνω που τες δυνάμεις του να αντισταθεί, γράφει τες, βάλει τους τζαι ένα μικρό τίτλο, "αρκατένον, το", "ο Εθνάρχης", "θκυο ασσελιές τόπος", τζαι γίνονται σαν μιαν ιστορία, η ιστορία του καθενού μας ή η ιστορία ούλλων μας".
Μέσα στο βιβλίο, σαν άλμπουμ που είναι - το λέει άλλωστε και ο τίτλος - συμπεριέλαβες αρκετές φωτογραφίες οι οποίες, η κάθε μια από μόνη της, διηγούνται και μια ιστορία. Συμμερίζεσαι την άποψη ότι «μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις»;
Χωρίς φωτογραφίες δεν υπάρχει αλπούμ! Οι φωτογραφίες όπως και τα άλλα παραθέματα, είναι μέρος του βιβλίου. Κάποτε συνοδεύουν, κάποτε είναι μέρος της ίδιας της ιστορίας, κάποτε περιγράφουν ή περιγράφονται. Η φωτογραφία είναι ένα είδος ιστορίας από μόνη της. Μπορεί να διηγηθεί τόσα χωρίς λέξεις και αυτό θέλω, οι ιστορίες μου να ξεδιπλώνονται όχι μόνο με τον καθ’ αυτόν γραπτό λόγο, αλλά και με τα αποσπάσματα από εφημερίδες, τα ποιήματα, τα ποιητάρικα, τα παιδικά σχέδια, τις συνταγές και φυσικά τις φωτογραφίες. Τώρα η άποψη πως «μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις» … κάθε άποψη έχει πάντα ένα μέρος της αλήθειας, άλλα σίγουρα όχι ολόκληρη. Υπάρχουν εικόνες που λένε τόσα από μονές τους, φωτογραφίες που αν παρατηρήσεις τα πρόσωπα, το στήσιμο, το ντύσιμο, ο τρόπος που κοιτάζουν το φακό, λένε τόσα, τώρα είναι 1000 οι λέξεις ή πιο λίγες, δεν ξέρω.
Σε μια πρόσφατη συνομιλία μου με τον Μάκη Πανώριο μου ανάφερε ότι διαφωνεί με την πιο πάνω ρήση. Αντίθετα, μου τόνισε, «μια λέξη ισούται με χίλιες εικόνες». Σκέψου για παράδειγμα τη λέξη «ηλιοβασίλεμα» και φαντάσου πόσες διαφορετικές εικόνες μπορεί να δημιουργήσει σε διαφορετικούς αναγνώστες, κάποιος μπορεί να την φανταστεί με φόντο τη θάλασσα, κάποιος άλλος με φόντο το βουνό, τον ήλιο ολόκληρο ή ένα μέρος αυτού κτλ. Παρακαλώ σχολίασε…
Πάλι δεν θα διαφωνήσω, ναι υπάρχουν λέξεις που για τον καθένα μας σημαίνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα … άρα μόνο να τις αναφέρει κάποιος γεννιούνται, πετάγονται δεκάδες εικόνες. Ξέρουμε την δύναμη των λέξεων. Υπάρχουν λέξεις, υπάρχουν βιβλία που σε πλημμυρίζουν αισθήματα και εικόνες. Αλλά ας μην αποφασίσουμε τώρα ποιες είναι οι πιο δυνατές, οι λέξεις ή οι εικόνες.
Γιατί επέλεξες στο συγκεκριμένο βιβλίο να χρησιμοποιήσεις μαζί με την κοινή ελληνική και την κυπριακή διάλεκτο; Και πόσο αυτό σε δυσκόλεψε δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιος επίσημος τρόπος γραφής της διαλέκτου ούτε καν καθιερωμένες λέξεις (οι οποίες συχνά διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή);
Η απόφαση ήταν εύκολη η εφαρμογή της δύσκολη. Εύκολη διότι ουσιαστικά δεν γινόταν αλλιώς. Δεν ήταν επιλογή. Δεν μπορούσα να μιλήσω για την Κύπρο σε πρώτο πρόσωπο, να ακουστούν ιστορίες και να μην χρησιμοποιηθεί η διάλεκτος. Θα ήταν ψεύτικο νομίζω το αποτέλεσμα . Κατά κάποιο τρόπο με διάλεξε η διάλεκτος δεν την διάλεξα. Βέβαια ενώ ένα μεγάλο μέρος, είναι στην κυπριακή διάλεκτο, υπάρχει μεγάλο μέρος στην κοινή ελληνική. Πιστεύω ότι η χρήση της κυπριακής στην λογοτεχνία δεν πρέπει να γίνεται με κανένα «πρέπει» ούτε να αποκλείεται για παράδειγμα για γελοίους λόγους περί αφελληνισμού και σχετικά. Πιστεύω ότι οι λογοτέχνες του τόπου πρέπει ίσως καθαροί από «έξωθεν» παρεμβάσεις να μπορούν να νιώθουν πώς να γράψουν και να γράφουν, αν αφεθούν θα την ακούσουν να φωνάζει μέσα στο μυαλό μας, την ώρα που πάμε να γράψουμε.
Η δυσκολία είναι να γραφτεί. Κακά τα ψέματα τα διαβάσματα μας, οι επιρροές μας οι λογοτεχνικές είναι γραμμένα στην κοινή ελληνική, να γράψεις στην κυπριακή έχει δυσκολίες. Δεν ξέρω αν μπορώ να πω ότι μπορώ να εκφραστώ πλήρως λογοτεχνικά στα κυπριακά. Σε αυτό το βιβλίο … μεγάλο μέρος του έχει μια προφορικτητα όποτε ήταν πιο εύκολη η χρήση της κυπριακής. Είχε άλλες δυσκολίες όμως. Προσπάθησα, δεν ξέρω πόσο πέτυχε να διαφοροποιώ την κυπριακή αναλόγως και της ηλικίας αυτού που μιλά. Χρειάστηκε να διαβάσω και να ακούσω αλλά και να ανασύρω από την μνήμη μου παλιές φωνές. Μετά ήταν η τυποποίηση της γραφής. Προσπάθησα με την βοήθεια του Σπύρου του Αρμοστή που είχε την επιμέλεια της κυπριακής να υπάρχει μια ομοιομορφία της γραφής, διότι υπάρχουν κάποιοι κανόνες, ακόμα και αν δεν συμφωνούν όλοι.
Ποια ήταν ακριβώς η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την επιλογή του βιβλίου σου να εκπροσωπήσει την Κύπρο στον Ευρωπαϊκό Διαγωνισμό Λογοτεχνίας μέχρι και την βράβευσή του; Περιέγραψε μας την εμπειρία αλλά και τα συναισθήματά σου από τη συμμετοχή σου στον διαγωνισμό.
Ο διαγωνισμός αυτός είναι ένας θεσμός από το 2009 που έχει θεσμοθετηθεί από τους συγγραφείς, βιβλιοπώλες, εκδότες και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ήδη έχουν βραβευτεί ακόμα 2 κύπριοι συγγραφείς, όπως ξέρεις, η Μυρτώ Αζίνα και ο Αιμίλιος Σολωμού. Από όσο γνωρίζω υπάρχουν εθνικές επιτροπές που επιλεγούν τα βιβλία, αν δεν κάνω λάθος, των τελευταίων 5 χρονών. Η πρόταση της επιτροπής αποστέλλεται και είναι κατά κάποιο τρόπο η πρόταση της προς την Ευρώπη για κάποιο βιβλίο να μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει και εκτός της χώρας της. Αυτό είναι νομίζω το σημαντικό αυτού του βραβείου που φέτος δόθηκε σε 12 συγγραφείς. Η δυνατότητα να μεταφραστεί το βιβλίο και να φτάσει σε αναγνώστες από άλλες χώρες. Όχι τόσο για να κάνουμε διεθνή καριέρα όσο για να διαβαστεί και αλλού.
Σίγουρα κάθε βραβείο φέρνει μια χαρά και ικανοποίηση. Και όχι μόνο σε μένα τελικά, αλλά και σε γνωστούς, φίλους και όχι μόνο. Υπήρξαν , στη εποχή των social media αναμενόμενο, διάφορες υπερβολές άλλα είναι ευχάριστο που έγινε αφορμή να ακουστεί η κυπριακή λογοτεχνία, να συζητηθεί, να έρθει στο προσκήνιο έστω για λίγο. Κάτι τέτοιο όπως μου είπαν και άλλοι συγγραφείς που συναντηθήκαμε στην απονομή, έγινε και στις δίκες τους χώρες. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο για το βραβείο. Για τις μεταφράσεις έχουμε ήδη κάποιες προτάσεις από 7-8 χώρες και αυτό είναι θετικό. Η εμπειρία του Αιμίλιου Σολωμού που έχει ήδη μεταφραστεί δείχνει τις δυνατότητες. Είναι σημαντικό λοιπόν να συνεχίσει και ο θεσμός και αφού θα βραβευτούν και άλλοι Κύπριοι να βρεθεί τρόπος να βγει η λογοτεχνία και προς τα έξω. Να γνωρίσει και να γνωριστεί.
Έχεις γράψει μέχρι τώρα ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα και θεατρικό. Ποια φόρμα πιστεύεις ότι σου ταιριάζει καλύτερα;
Η κάθε φόρμα γραφής έχει τις δυσκολίες της και ταυτόχρονα τη γοητεία της. Κυρίως γράφω πεζογραφία και θέατρο, αγαπώ τόσο την ποίηση, που δεν μπορώ να ισχυριστώ πως με κάποιους στίχους που έγραψα, είμαι ποιητής. Άρχισα με πεζογραφία, το θέατρο προέκυψε, αλλά φαίνεται πως δεν ήταν περαστικό, ήταν εκεί, δυνατή, αυτή η ανάγκη έκφρασης μέσω του.
Συνειδητά δεν διαλέγω από πριν τη φόρμα γραφής, αν και παρατηρώντας το εαυτό μου η ποίηση για μένα είναι το όχημα για κάτι πολύ προσωπικό, η πεζογραφία μού δίνει την ευκαιρία για μια ευρύτητα και ένα πλάτος στη γραφή, ενώ το θέατρο είναι συχνά πιο άμεσο. Δεν πιστεύω και πολύ στο «μήνυμα» ενός έργου. Ερωτήματα θέτουμε γράφοντας, απορίες δικές μας για τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την κοινωνία, το άδικο του κόσμου. Και ελπίζουμε πως αυτά τα ερωτήματα αφορούν και άλλους εκτός από μας. Είναι δευτερεύον ζήτημα ποια μορφή θα πάρουν αυτά τα ερωτήματα, σημασία έχει να τεθούν, αν και όταν γράφουμε το λαμβάνουμε υπόψη, αφού αλλιώς είναι ο θεατρικός λόγος, αλλιώς ο ποιητικός και ο πεζογραφικός.
Γράφεις κάτι αυτή την περίοδο;
Αυτή τη περίοδο προσπαθώ να κλείσω κάποιους κύκλους, κάποια πράγματα σε εκκρεμότητα. Ίσως να μαζέψω τα θεατρικά σε ένα τόμο, κάποια ποιήματα που μαζεύτηκαν, κάποια διηγήματα που ήταν έτοιμα να εκδοθούν αλλά προηγήθηκε το «Ένα αλπούμ ιστορίες», θέλω να δω τι θα κάνω με αυτά. Το ευχάριστο είναι πως έχω μια ιδέα για κάτι καινούργιο, ένα μυθιστόρημα και αυτό με συνεπαίρνει. Χρόνο δεν έχω ακόμα να καθίσω να αρχίσω, αλλά ελπίζω πως θα βρεθεί και θα αρχίσει. Δεν ξέρω πολλά πράγματα, συνήθως δεν ξέρω από πριν, έχω στο μυαλό μου κάποιους χαρακτήρες, τον τόπο λίγο τον χρόνο, πρέπει να καθίσω κάτω και θα έρθει.
Τι σου αρέσει να διαβάζεις;
Διαβάζω πολλή ποίηση, θέατρο και διηγήματα. Μου λείπει καιρός για τα μεγάλα μυθιστορήματα αλλά το προσπαθώ και άμα πετύχω κάτι κάλο χάνομαι κυριολεκτικά μαζί του.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συγγραφέας και από ποιόν συγγραφέα ή λογοτεχνικό είδος θεωρείς ότι έχεις επηρεαστεί;
Έχω διαβάσει πολλούς και σίγουρα θα έχω επηρεαστεί από πολλούς, συνειδητά ή κυρίως υποσυνείδητα. Πολλές φορές νιώθω να έχω επηρεαστεί και από αναγνώσματα που ίσως δεν τους έδωσα τόση σημασία ή που δεν είναι τόσο σημαντικά. Θεωρώ πως από όλα έχουμε επιρροές. Από τις αφηγήσεις της μάνας μου, τα παραμύθια, τους ποιητάρηδες που έφτασα κάποιους, από τα κόμικς που διάβαζα παιδί ίσως και από βιβλία που δεν είναι τόσο σημαντικά ίσως, αλλά για κάποιο λόγο με άγγιξαν. Κυρίως όμως νομίζω επηρεάζομαι από πράγματα, ανθρώπους, καταστάσεις. Από ένα βλέμμα, μια έκφραση του προσώπου, μια φράση. Γενικά νομίζω οι άλλοι μπορούν πιο εύκολα από μένα να ανιχνεύσουν τις όποιες επιρροές. Αγαπημένος συγγραφέας δεν ξέρω. Έχω διαβάσει τους κλασσικούς και τους λιγότερους κλασσικούς. Ενθουσιάστηκα με πολλά βιβλία, και πολλούς συγγραφείς, όπως και όλοι μας. Μπορώ να αναφέρω αρκετούς, έχω διαβάσει αρκετά. Με ενθουσίασαν, αγαπώ, νιώθω να με άλλαξαν, σαν άτομο, βιβλία του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα, του Κούντερα, του Μαρκές, του Ντον Ντελίλο, του Φόκνερ, ο Δημήτρης Χατζής λέω ενδεικτικά κάποια ονόματα που μου έρχονται στο μυαλό, από διαφορετικές εποχές ο καθένας, του Τσέχωφ, της Αναγνωστάκης, του Πίντερ, του Μπέκετ κ.α. Δεν είναι αυτονόητο να έχει γίνει αυτό όμως με τέτοιους μεγάλους συγγραφείς;
Ποια η γνώμη σου για το Bookia.gr;
Είναι σημαντικό να υπάρχουν σελίδες σαν το Βοοkia gr που δίνουν την δυνατότητα να συναντούνται αναγνώστες και συγγραφείς, συγγραφείς που τελικά είναι και οι ίδιοι αναγνώστες, να βρισκόμαστε και να μιλούμε για βιβλία. Και μαζί τους εκδότες, βιβλιοπώλες, κριτικοί. Είναι ωραίο που χρησιμοποιείται η τεχνολογία για αυτό το συναπάντημα.
Θα ήθελες να στείλεις ένα μήνυμα στους αναγνώστες του Bookia.gr;
Σκάφτομαι κάποτε πως πρέπει να νιώθω ευγνώμων που διάβασα βιβλία, πολλά βιβλία, που έχω, εκπαιδευτεί, μόνος μου βασικά, να διαβάζω βιβλία και ακόμα να μπορώ διαβάζω, να μην με παρασύρει εντελώς αυτός ο ξέφρενος ρυθμός που νιώθω να δυσκολεύει πολλούς να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο. Ένιωσα χαρά, πολλή χαρά με ένα βιβλίο, νομίζω με καταλαβαίνουν πολλοί αναγνώστες, και εύχομαι σε όλους μας καινούργια καλά βιβλία, καινούργιες χαρές.
Σε ευχαριστούμε για τον χρόνο που μας διέθεσες και σου ευχόμαστε περισσότερες εμπνεύσεις και μεγαλύτερες επιτυχίες.
*Αλπούμ ονομάζεται στην κυπριακή καθομιλουμένη το άλμπουμ.