Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε Facebook άλμπουμ.
Το βιβλίο «Προσεχώς εμείς μεγαλώνουμε».
Οι εκδόσεις Τόπος.
Προσεχώς Εμείς Μεγαλώνουμε - Εκδόσεις Τόπος από ibdb.gr.
Οι εκδόσεις Τόπος παρουσίασαν σε επιμέλεια του Χρήστου Δανιήλ και της Ελένης Χοντολίδου, τη συλλογική έκδοση:
«Προσεχώς Εμείς Μεγαλώνουμε. Μαρτυρίες εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο πλαίσιο του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων»
Για την έκδοση μίλησαν:
- Mαρίζα Ντεκάστρο, παιδαγωγός και κριτικός βιβλίων για παιδιά
- Κατερίνα Σχινά, κριτικός λογοτεχνίας-μεταφράστρια
- Ευαγγελία Φρυδάκη, Καθηγήτρια Διδακτικής του Τμήματος ΦΠΨ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ
Προλόγισαν οι υπεύθυνες του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων:
Παρευρέθηκαν όλοι οι συγγραφείς του βιβλίου.
- Μαρία Αλεξίου
- Βενετία Αποστολίδου
- Χρήστος Δανιήλ
- Αλέξανδρος Δημαράς
- Ελπινίκη Μουτίδου
- Ζωή Μπάρμπα
- Φωτεινή Νεστορίδου
- Αντώνης Στεργίου
- Έλενα Χατζή
- Ελένη Χοντολίδου
Το συντονισμό της παρουσίασης είχε η κα Βενετία Αποστολίδου, καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας και λογοτεχνικής εκπαίδευσης στο ΑΠΘ.
Αυτό το απόσπασμα από το οπισθόφυλλο της έκδοσης με καθήλωσε:
«Ήταν Ιούνιος του 2014, τέλος της δεύτερης χρονιάς της Πιλοτικής και συγκεκριμένα η μέρα των εξετάσεων στο μάθημα της λογοτεχνίας, όταν μπήκα να δώσω και να εξηγήσω τα θέματα στο τμήμα Β1. Πριν ξεκινήσω να μιλάω, ένας μαθητής είπε αυθόρμητα: “Καλά, κυρία, τι θα γράψουμε; Αφού όλη τη χρονιά δεν κάναμε μάθημα!”. Στιγμιαία άλλαξα μάλλον πολλά χρώματα. Με κατέκλυσε μια ασυναίσθητη ντροπή και σκέψεις του τύπου “Τι θα σκεφτεί άραγε ο συνάδελφος επιτηρητής που ακούει;”. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, ευτυχώς, βρήκα την ψυχραιμία μου, έβαλα τον συντηρητικό εαυτό μου στη θέση του και, γυρνώντας στον μαθητή με χαμόγελο, του είπα: “Πολύ χαίρομαι, Γιάννη, που το βλέπεις έτσι!”».
Καλά, κυρία, τι θα γράψουμε; Αφού όλη τη χρονιά δεν κάναμε μάθημα!
Αυτή η στιχομυθία της εκπαιδευτικού με το μαθητή της την ημέρα των εξετάσεων στο μάθημα της λογοτεχνίας, «Αφού όλη τη χρονιά δεν κάναμε μάθημα!». Ο μαθητής παρακολούθησε το μάθημα για μία ολόκληρη εκπαιδευτική χρονιά χωρίς να του δημιουργηθεί η αίσθηση ότι «κάνει μάθημα». Ίσως αυτό να είναι τελικά το μέτρο επιτυχίας ενός εκπαιδευτικού συστήματος, να διδάσκει χωρίς να δίνει αυτή την αίσθηση.
Η Πιλοτική εφαρμογή του «Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων» (Πρόγραμμα), που ξεκίνησε το 2012, εφαρμόστηκε για τρία χρόνια στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου σε περιορισμένο αριθμό σχολείων της Θράκης. Τα υλικά και οι μέθοδοι διδασκαλίας που είχαν προετοιμαστεί τα προηγούμενα χρόνια, ανέτρεπαν την από καθέδρας διδασκαλία, αξιοποιώντας τη διδασκαλία σε ομάδες και τη μέθοδο project.
Σε αυτό το βιβλίο αποτυπώνεται η εμπειρία των εκπαιδευτικών που εφάρμοσαν την Πιλοτική στο μάθημα της λογοτεχνίας. Το μάθημά τους βασίστηκε στη διδασκαλία θεματικών και ειδολογικών ενοτήτων και στην ανάγνωση ολόκληρων βιβλίων (και όχι αποσπασματικών κειμένων), με τελικό σκοπό την ενεργοποίηση των μαθητών και την παραγωγή δικού τους λόγου.
Οι εκπαιδευτικοί καταθέτουν εδώ την εμπειρία τους από τη συμμετοχή τους στο Πρόγραμμα, εστιάζουν στους μαθητές και στις αντιδράσεις τους, αναφέρουν χαρακτηριστικά επεισόδια από τα μαθήματά τους, καταγράφουν τις προσδοκίες, τις ανασφάλειες και τις αγωνίες τους, παρουσιάζουν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους.
Δεν υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο στην ελληνική βιβλιογραφία
Δεν υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο στην ελληνική βιβλιογραφία: να δίνεται ο λόγος στους εκπαιδευτικούς για να παρουσιάσουν με βιωματική μέθοδο τη δουλειά τους στην τάξη. Επιπλέον, οι ιστορίες αυτές υπερβαίνουν το πλαίσιο εφαρμογής ενός προγράμματος καθώς αφορούν ένα ευρύτερο κοινό, πέρα από την εκπαιδευτική κοινότητα: αναδεικνύουν τις "ατέλειες" του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος και προβάλλουν μια νέα προσέγγιση διδασκαλίας, μια διαφορετική τάξη που οι μαθητές αγαπούν επειδή δίνεται η ευκαιρία τόσο σε αυτούς όσο και στους καθηγητές τους να δημιουργήσουν, να εκφραστούν, να μεγαλώσουν.
Η κα Βενετία Αποστολίδου, ως συντονίστρια της εκδήλωσης καλωσόρισε τους παρευρισκόμενους στην αίθουσα του Polis Art Cafe, «Στην παρουσίαση μία δουλειάς πολλών ετών που ανήκει σε ένα περίεργο είδος», όπως είπε και συνέχισε αναφερόμενη περιληπτικά στο Πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1997 με πλήθος δράσεων, μία εκ των οποίων είναι η δράση που αφορά το συγκεκριμένο βιβλίο, τη διδασκαλία της λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο, «Τι κάναμε, πως το κάναμε, τι επίδραση είχαμε, και όλα αυτά μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των εκπαιδευτικών», συμπλήρωσε και έδωσε το λόγο στην κα Άννα Φραγκουδάκη.
Η κα Άννα Φραγκουδάκη έκανε μία αναδρομή στην ιστορία του προγράμματος ενημερώνοντας ότι ήταν πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας (ΥΠΕΠΘ) το 1997 και χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από μία μικρή ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών και πολλών ακόμη πανεπιστημιακών και εκπαιδευτικών, «Ήταν μέρος της μεγάλης αλλαγής της κρατικής πολιτικής απέναντι στη μειονότητα της Θράκης που ξεκίνησε τη δεκαετία του '90 και έκτοτε συνεχίστηκε από όλους τους υπουργούς παιδείας», συμπλήρωσε.
Το πρόγραμμα αποτελεί μέτρο θετικής διάκρισης με στόχο να αμβλύνει διακρίσεις μεγάλες που κληρονόμησε η ιστορία της μειονότητας που προσδιορίζεται από τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μόνον το 35% των παιδιών ολοκλήρωσε το υποχρεωτικό σχολείο, το Γυμνάσιο, ενώ ο εθνικός μέσος όρος την ίδια χρονιά ήταν 94%
Η κα Φραγκουδάκη αναφέρθηκε στην κατάσταση στην αρχή του προγράμματος όπου οι διαφορές ήταν πολύ μεγάλες, «Διαπιστώσαμε», είπε, «ότι μόνον το 35% των παιδιών ολοκλήρωσε το υποχρεωτικό σχολείο, το Γυμνάσιο, ενώ ο εθνικός μέσος όρος την ίδια χρονιά ήταν 94%».
Ως γενικούς στόχους του ΥΠΕΠΘ μέσω του προγράμματος ανέφερε τη μείωση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων, την καλή εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την κοινωνικής ενσωμάτωση των νέων, την αναγνώριση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των μουσουλμάνων και την αποδοχή τους από την κοινωνία ως ισότιμων Ελλήνων πολιτών. Κοινή διαπίστωση όλων ήταν ότι και μόνον η εκμάθηση της ελληνικής υπό αυτές τις συνθήκες ήταν ένα πολύ έργο δύσκολο, «Η επίτευξη όλων των στόχων, έργο κολοσσιαίο!».
Τις σημαντικότερες καινοτομίες τις εντόπισε στην εκπαιδευτική διάσταση του προγράμματος, στην προσπάθεια να αναπτύξουν τα παιδιά θετική διάθεση για τη μάθηση και τη διαχείριση ανομοιογενών ομάδων μέσα στην τάξη. Οι ομάδες διαχείρισης του έργου συνέγραψαν τα σχολικά βιβλία για το δημοτικό και το γυμνάσιο και οργάνωσαν την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν και δίδασκαν στα παιδιά εκτός του κανονικού εκπαιδευτικού ωραρίου.
Η κα Θάλεια Δραγώνα συνέχισε την ενημέρωση που ξεκίνησε η κα Φραγκουδάκη χαρακτηρίζοντας το πρόγραμμα ως «πολυεπίπεδη εκπαιδευτική παρέμβαση» με στόχο αλλαγές μέσα στο σχολείο. Ως τις σημαντικότερες καινοτομίες όρισε την προσπάθεια των εκπαιδευτικών, εκτός από τις εκπαιδευτικές ανισότητες με παιδιά με διαφορετική μητρική γλώσσα, να αντισταθμίσουν και κοινωνικές ανισότητες.
Οι εκπαιδευτικοί που συμμετείχαν στο πρόγραμμα και χρησιμοποιούσαν τα βιβλία, συγκέντρωναν συνεχώς την εμπειρία από την εφαρμογή του, εκτιμούσαν την κατάσταση συνεχώς και πρότειναν αλλαγές, «Τα βιβλία φτιάχνονταν μαζί με τους εκπαιδευτικούς», είπε η κα Δραγώνα, «Διορθώνονταν, πήγαιναν στην τάξη και επέστρεφαν για αλλαγές και προσθήκες έως ότου πάρουν την τελική τους μορφή».
Τα βιβλία που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν αφορούν τα μαθήματα του Γυμνασίου, Μαθηματικά, Φυσική, Λογοτεχνία, Ιστορία και Γεωγραφία τα οποία πριν τη μαζική τους χρήση δοκιμάζονταν πιλοτικά.
Η αδιαφορία και η πλήξη των μαθητών είναι προϊόν του ίδιου του σχολείου
Οι εθελοντές εκπαιδευτικοί επιβεβαίωσαν θέσεις γνωστές στη διεθνή εκπαιδευτική βιβλιογραφία, ότι η αδιαφορία και η πλήξη των μαθητών είναι προϊόν του ίδιου του σχολείου που παράγεται από τα βιβλία και τις εκπαιδευτικές μεθόδους. Το παιδί πρέπει πρώτα να καταλάβει που χρησιμεύουν αυτά που μαθαίνει και να νιώθει απόλαυση μαθαίνοντας.
«Κανένας μαθητής δεν είναι ανίκανος για μάθηση, ο εκπαιδευτικός πρέπει να λάβει υπόψη του τις ιδιαίτερες δυσκολίες του καθενός και να στοχεύσει στην άμβλυνσή τους. Αποτελέσματα έχει η παιδαγωγική που καλλιεργεί στα παιδιά την περιέργεια και το κίνητρο για τη γνώση, που μετατρέπει να παιδιά από παθητικούς δέκτες σε ενεργά υποκείμενα που ερευνούν και δημιουργούν», είπε η κα Δραγώνα και συνέδεσε το πρόγραμμα με τις τρέχουσες προκλήσεις της εκπαίδευσης και την προσπάθεια του ΥΠΕΘ να αξιοποιήσει το υλικό και την εμπειρία που παρήχθη στα πλαίσια του προγράμματος, σε όλα τα σχολεία της χώρας.
Αποτελέσματα έχει η παιδαγωγική που καλλιεργεί στα παιδιά την περιέργεια και το κίνητρο για τη γνώση, που μετατρέπει να παιδιά από παθητικούς δέκτες σε ενεργά υποκείμενα που ερευνούν και δημιουργούν
Το βιβλίο το επιμελήθηκαν ο Χρήστος Δανιήλ ως επόπτης της πιλοτικής εφαρμογής στη λογοτεχνία και η Ελένη Κοντολίδου ως συνυπεύθυνη για τη δράση της λογοτεχνίας. Και οι δύο ήταν εκεί, στην παρουσίαση του βιβλίου μαζί με τρεις από τους επτά εκπαιδευτικούς που κατέθεσαν στην εμπειρία τους σε αυτό.
Η κα Μαρίζα Ντεκάστρο, ως συνεργάτιδα του προγράμματος δήλωσε συγκινημένη για τη συμμετοχή της στο έργο και την ευκαιρία να μιλήσει για αυτό το Πρόγραμμα που, όπως είπε, «Έφτιαξε μία κοινότητα ανθρώπων από διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους, από διαφορετικά πανεπιστήμια της χώρας οι οποίοι με όραμα και σύμπνοια, με επιμονή υλοποίησαν κάτι που φαινόταν πολύ δύσκολο».
Παιδιά χαρούμενα στο σχολείο που δεν σπρώχνουν τις ημέρες για να περάσει ο χρόνος
Αναφέρθηκε και η ίδια στις πολλές και καινοτόμες παρεμβάσεις του Προγράμματος και συνόψισε το στόχο στην εξής έκφραση, «Παιδιά χαρούμενα στο σχολείο που δεν σπρώχνουν τις ημέρες για να περάσει ο χρόνος, επιζητούν και συμμετέχουν στην εκπαίδευσή τους», χαρακτηριστικά που διαπίστωσε στις μαρτυρίες των εκπαιδευτικών που καταγράφηκαν στο βιβλίο.
«Οι εκπαιδευτικοί ξεπέρασαν όλα τα εμπόδια που βάζουν οι παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος και μαζί με τους μαθητές τους ξέφυγαν από τα στερεότυπα με τα οποία μεγάλωσαν», είπε και συνέχισε με την περιγραφή του βιβλίου, του περιεχομένου του, το Πρόγραμμα, τους στόχους του και τα αποτελέσματά του, επαληθεύοντας την άποψη ότι η πιο πρόσφορη μέθοδος είναι η διαφοροποιημένη παιδαγωγική η οποία εφαρμόζεται ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες και τα ταλέντα των μαθητών.
Μίλησε για την επιλογή των εκπαιδευτικών η οποία δεν ήταν τυχαία λόγω των πολύ σοβαρών προϋποθέσεων, έπρεπε να ήταν επιμορφωμένοι, να έχουν κάποια σχετική ειδίκευση στο πτυχίο τους, να έχουν εμπειρία από εκπαιδευτικά προγράμματα και τη χρήση νέων τεχνολογιών, να εργάζονται σε ποικιλία σχολείων, αμιγή ή μικτά και να έχουν εργαστεί σε ανάλογο πρόγραμμα κατά το παρελθόν. Έπρεπε να παράγουν σενάρια διδασκαλίας, να τα εφαρμόζουν και να τα αξιολογούν, να παρακολουθούν συστηματικά την επίδοση των μαθητών, να κρατούν ημερολόγιο των μαθημάτων, να αξιολογούν την παρέμβασή τους.
Το πρόγραμμα διήρκεσε 20 χρόνια! 20 Χρόνια συστηματικής διεπιστημονικής εργασίας όπου εφαρμόστηκε μία πλήρης παιδαγωγική πρόταση κατ' αρχήν για την ελληνική γλώσσα και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε επιπλέον γνωστικά πεδία, αποδεικνύοντας ότι η λογοτεχνία μπορεί να διδαχθεί σε μαθητές με περιορισμένη γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Η κα Ντεκάστρο μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην εφαρμογή του Προγράμματος, «Το πεδίο της Θράκης είναι πολύ δύσκολο» είπε, «Όταν πρωτοπήγα ξαφνιάστηκα, για εμένα ήταν σαν άλλος κόσμος, δύσκολος για κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς λόγους. με τους μουσουλμάνους της Θράκης να ζουν απομονωμένοι εξαιτίας της ελληνικής πολιτικής αλλά και της τουρκικής πολιτικής».
Η ελληνική πλέον διδάχθηκε ως ξένη γλώσσα, με μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία
Στα μειονοτικά σχολεία τα μαθήματα διδάσκονται μοιρασμένα σε δύο γλώσσες, συν τα αραβικά για τη διδασκαλία του Κορανίου. Πριν από το πρόγραμμα, στη διδασκαλία χρησιμοποιούσαν εγχειρίδια που είχαν γραφτεί για ελληνόφωνα παιδιά με αποτέλεσμα για δεκαετίες τα παιδιά να μην μαθαίνουν τίποτα, οδηγούμενα στην πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου. Αυτή η κατάσταση εξομαλύνθηκε με την παρέμβαση του προγράμματος διότι η ελληνική πλέον διδάχθηκε ως ξένη γλώσσα, με μία εντελώς διαφορετική μεθοδολογία.
«Εκρηκτική» χαρακτήρισε τη σύνθεση των μαθητών, μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας, χαρακτηρισμένοι ως προβληματικοί, αδιάφοροι, με φτωχά ελληνικά, με ελλειμματική φοίτηση για διάφορους λόγους και επιπλέον, στην εφηβεία τους. Μία σύνθεση που την περιγράφει στο βιβλίο από μία άλλη οπτική ο επόπτης του προγράμματος κος Χρήστος Δανιήλ, «Παιδιά πολύγλωσσα, στο σπίτι τους μιλάνε πομάκικα, τούρκικα ή ρωμά, στο δημοτικό μαθαίνουν να γράφουν στα τούρκικα, ελληνικά και αραβικά, αργότερα μαθαίνουν και δύο άλλες ξένες γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά ή ό,τι άλλο. Όποια αντέξουν, διδάσκονται αργότερα αρχαία ελληνικά και όσοι επιμείνουν να συνεχίσουν στη θεωρητική κατεύθυνση, μαθαίνουν και λατινικά!».
Παιδιά πολύγλωσσα, στο σπίτι τους μιλάνε πομάκικα, τούρκικα ή ρωμά, στο δημοτικό μαθαίνουν να γράφουν στα τούρκικα, ελληνικά και αραβικά, αργότερα μαθαίνουν και δύο άλλες ξένες γλώσσες, αγγλικά, γερμανικά ή ό,τι άλλο. Όποια αντέξουν, διδάσκονται αργότερα αρχαία ελληνικά και όσοι επιμείνουν να συνεχίσουν στη θεωρητική κατεύθυνση, μαθαίνουν και λατινικά!
Η κα Ντεκάστρο συνέχισε με το «πως», τον τρόπο εφαρμογής του Προγράμματος ειδικά στο μάθημα της λογοτεχνίας. «Τι θα πει διδάσκω λογοτεχνία;», ήταν από τα πρώτα και βασικά ερωτήματα που έπρεπε να απαντηθούν, «Γραμμικά; Με θεματική προσέγγιση; Αν ναι, ποια θα είναι τα θέματα; Θα διδαχθεί η λογοτεχνία του κανόνα; Πως θα διδαχθεί;».
«Παρόλο που το βιβλίο απευθύνεται και μιλάει για τη μειονοτική εκπαίδευση μπορούν να το διαβάσουν όλοι», είπε η κα Ντεκάστρο και συνέχισε ολοκληρώνοντας την ομιλία της, «είτε γονείς που έχουν παιδιά σχολικής ηλικίας, είτε άνθρωποι που σχεδιάζουν εκπαιδευτικά προγράμματα, είτε φιλόλογοι που θέλουν να μάθουν, είτε εκπαιδευτικοί γενικά που δουλεύουν με αλλόγλωσσα παιδιά που πλέον έχουμε πλήθος στα ελληνικά σχολεία».
Ένας δάσκαλος που αποτυπώνει με αφηγηματική δεινότητα τον έμπρακτο λόγο του, ξέρει να αποσπά από τη λογοτεχνία την ψίχα και την ουσία της και να τη μεταδώσει στα παιδιά
Η κα Κατερίνα Σχινά ήταν από την αρχή κοντά στο Πρόγραμμα και με βάση την ιδιότητά της μίλησε για το ίδιο βιβλίο χαρακτηρίζοντάς το αρχικά ως απόδειξη της επιτυχίας της προσπάθειας των εκπαιδευτικών οι οποίοι περιέγραψαν τόσο γλαφυρά, ζωντανά και ένθερμα, όσα έζησαν μέσα στην τάξη. «Ένας δάσκαλος που αποτυπώνει με αφηγηματική δεινότητα τον έμπρακτο λόγο του, ξέρει να αποσπά από τη λογοτεχνία την ψίχα και την ουσία της και να τη μεταδώσει στα παιδιά», είπε χαρακτηριστικά.
«Κάθε κείμενο του τόμου είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα, διδακτικό σενάριο, ημερολογιακή εγγραφή και βέβαια παιδαγωγική μαρτυρία στην οποία ο αναγνώστης μετέχει γοητευμένος σε μία διαδρομή με ενδιάμεσες στάσεις την αμηχανία, τις αμφιβολίες, τις δυσκολίες, τις ανατροπές τα πισωγυρίσματα αλλά με κατάληξη την ευφορία και την ικανοποίηση της επίτευξης του στόχου όταν τα παιδιά ανταποκρίνονται με ευφάνταστες παρατηρήσεις, ακόμα και με επιλογές ζωής», είπε η κα Σχινά και ανέφερε παραδείγματα από το ίδιο το βιβλίο και τις μαρτυρίες των εκπαιδευτικών, μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν τα προλεγόμενα.
Μιλάνε για το εμείς της τάξης και όχι το εγώ του δασκάλου
Ως αξιοσημείωτη παρατήρηση ανέφερε το ότι οι εκπαιδευτικοί δεν αναφέρονται στους μαθητές ως ένα αδιαφοροποίητο σύνολο αλλά προσωπικά, με το όνομα του καθενός, η Μεβέ, ο Σελτσούκ, ο Αμπέρ και άλλα πολλά, «Μιλάνε για το εμείς της τάξης και όχι το εγώ του δασκάλου», συμπλήρωσε.
Αναφέρθηκε στη συνέχεια σε ένα ντοκυμαντέρ που είχε παρακολουθήσει για αυτή την προσπάθεια για ένα σχολείο διαπολιτισμικό που θα παραμερίζει την κοινωνική ανισότητα, την αδικία και θα προάγει το σεβασμό στην πολιτισμική ετερότητα, ικανό να εξαλείψει τον εθνικιστικό τρόπο σκέψης. Από αυτό το ντοκυμαντέρ κράτησε τα βλέμματα των παιδιών, ευτυχισμένα, γεμάτα προσδοκίες, τα υπεύθυνα βλέμματα των δασκάλων.
Αν έχει ατυχήσει σε κάτι η λογοτεχνία στο ελληνικό σχολείο είναι στο ότι έχει γίνει μάθημα και βαθμολογείται
Ενδιαφέρουσα ήταν η άποψη καθηγήτριας που μετείχε στο Πρόγραμμα, «Αν έχει ατυχήσει σε κάτι η λογοτεχνία στο ελληνικό σχολείο είναι στο ότι έχει γίνει μάθημα και βαθμολογείται», μία τολμηρή άποψη για μία φιλόλογο αλλά απολύτως φυσικό όταν προέρχεται από κάποιον που αγαπάει τη λογοτεχνία.
Κανένα παιδί δεν είναι ανίκανο για μάθηση...
«Είναι ένα έξοχο ανάγνωσμα, η αφήγηση μία σπουδαίας περιπέτειας, η λογοτεχνική αποτύπωση της εκπαιδευτικής πράξης», είπε η κα Σχινά και συνέχισε αναφερόμενη στις δυσκολίες των συμμετεχόντων, τη γενική δυσπιστία, την επιφύλαξη, την εχθρότητα ... και κλείνοντας συμπλήρωσε, «Κανένα παιδί δεν είναι ανίκανο για μάθηση, κανένας μαθητής δεν είναι κουμπούρας, κανένα παιδί δεν βαριέται εάν ο εκπαιδευτικός δεν του δώσει κίνητρο για μάθηση, αν του καλλιεργήσει την περιέργεια για τη γνώση, αν καταφέρει να μετατρέψει μία κοπιώδη διαδικασία σε απόλαυση».
Η κα Ευαγγελία Φρυδάκη δανειζόμενη λόγια ενός εκ των αφηγητών συγγραφέων, του Αλέξανδρου Δημαρά, μίλησε για τον προβληματισμό της σχετικά με το Πρόγραμμα, «Προβληματίστηκα αρκετά για τον τρόπο έναρξης και το ενδεδειγμένο ύφος γραφής του παρόντος πονήματος, ήθελα να αποφύγω τόσο την περιγραφική ουδετερότητα όσο και τις περίπλοκες θεωρητικές αναλύσεις. Λίγα γνώριζα για το πρόγραμμα αλλά γνώριζα καλά τις αρχές που το θεμελίωσαν, ειδικά όσον αφορά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Γνώριζα και τους εμπνευστές της αρχικής ιδέας, την εμπειρία τους και τη δουλειά τους από τη δεκαετία του '90, πάνω σε μία νέα πρόταση για τη διδασκαλία του συγκεκριμένου μαθήματος».
Συνέχισε η κα Φρυδάκη με το ιστορικό του Προγράμματος και τις βασικές αρχές του που αντλούσαν από βασικές εννοιολογήσεις των πολιτισμικών σπουδών, την υποκειμενικότητα και την παιδαγωγική, στοχεύοντας στην κριτική αγωγή, στην ισότιμη και δημιουργική συμμετοχή των μαθητών στο σύγχρονο πολιτισμό με απώτερο σκοπό την πολιτισμική τους ενδυνάμωση και την καλλιέργεια μιας διαλογικής και πλουραλιστικής σχολικής κουλτούρας.
Η πρώτη ανακοίνωση για το Πρόγραμμα έγινε σε συνέδριο κάνοντας μεγάλη αίσθηση, ενώ σε επίπεδο αρχών αποτυπώθηκε το 1999 στον τόμο «Λογοτεχνία και Εκπαίδευση» και ως ολοκληρωμένη πρόταση, το 2000.
«Μοναδικό για το είδος του βιβλίο», χαρακτήρισε την έκδοση για το πρόγραμμα το οποίο κίνησε έναν πληθωρικό διάλογο που τα είχε όλα, φωνές ενθουσιώδεις, νηφάλια θετικές ή νηφάλια επιφυλακτικές αλλά και ανήσυχες για την τύχη της υψηλής λογοτεχνίας. Το θέμα υποχώρησε όταν άρχισαν να δημοσιοποιούνται κάποιες εξαιρετικές δουλειές εκπαιδευτικών μαζί με τα θεαματικά παιδαγωγικά του αποτελέσματα.
Παρουσίασε στη συνέχεια τη δομή του βιβλίου, τα κείμενα που περιέχει και την οργάνωσή τους, κείμενα που φωτίζουν τη προσωπική διαδρομή των εκπαιδευτικών σχετικά με το πρόγραμμα, τον τρόπο που ο καθένας έλαβε την απόφασή του να συμμετάσχει, την ανθρωπογεωγραφία του σχολείου στο οποίο την εφάρμοσε, στιγμιότυπα της δουλειάς του με τις ομάδες των μαθητών, τις δυσκολίες και τα σκαμπανεβάσματά τους.
Περισσότερο στάθηκε στις αφηγήσεις των εκπαιδευτικών που πρακτικά αποδίδουν και το στίγμα του βιβλίου. Διαπίστωσε πολλές διαφορές στη δομή, το ύφος αλλά και τις παραδοχές και την εστίαση. Διαπίστωσε και συγκλίσεις με χαρακτηριστικότερη την περιγραφή των αντικειμενικών δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι εκπαιδευτικοί, τις γλωσσικές αδυναμίες στα ελληνικά, πολιτισμικά εμπόδια στην κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων λόγω της άγνοιας των πολιτισμικών στοιχείων της κυρίαρχης κουλτούρας.
Είναι το «Μαζί» που φέρνει την πρόοδο και παράγει πολιτισμό
Το βιβλίο ενεργοποίησε μία από τις πιο επίμονες ερευνητικές αναζητήσεις της κας Φρυδάκη, «Ποιες και τι είδους εκπαιδευτικές εμπειρίες μπορούν να μετασχηματίζουν τις αρχικές αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία και το ρόλο τους ως εκπαιδευτικών;». Στην προκειμένη περίπτωση αυτό μεταφράζεται στο ποιες εμπειρίες συνέβαλαν στην επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, «Αυτό είναι το πιο αυθεντικό κομμάτι της ανάγνωσης», είπε η κα Φρυδάκη καταλήγοντας αυτή τη σκέψη της και αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες περιγραφές εκπαιδευτικών σχολιάζοντας τις προσδοκίες τους αρχή και το αποτέλεσμα που αποκόμισαν με αυτή την εμπειρία τους, Όλοι όμως καταλήγουν στην ίδια πεποίθηση, «Είναι το Μαζί που φέρνει την πρόοδο και παράγει πολιτισμό».
Η επιλογή των κειμένων που επαναπροσδιορίζει τον ηγεμονισμό της υψηλής λογοτεχνίας
«Ποιες εκπαιδευτικές εμπειρίες ήταν εκείνες που μετατόπισαν τις αρχικές αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία και το ρόλο τους και πως ενίσχυσαν την αυτοπεποίθησή τους;», αναρωτήθηκε η ομιλήτρια και σχολίασε ότι οι αφηγήσεις δεν είναι άμεσα διαφωτιστικές σχετικά με αυτό καθώς δεν ήταν στις στοχεύσεις των εκπαιδευτικών, «Κοιτώντας όμως βαθύτερα διαπιστώνουμε δύο σημαντικούς μοχλούς που κίνησαν τη μετατόπιση των αρχικών τους πεποιθήσεων, την άρση ή το μετριασμό των επιφυλάξεων και τελικά την επαγγελματική τους ανάπτυξη». Ως πρώτο μοχλό σημείωσε το εκπαιδευτικό υλικό του προγράμματος, η επιλογή των κειμένων που επαναπροσδιορίζει τον ηγεμονισμό της υψηλής λογοτεχνίας και την έμπνευση που προκάλεσε στους εκπαιδευτικούς να υλοποιήσουν δικές τους τεχνικές στον τρόπο υλοποίησης του Προγράμματος.
Για να δεις τα πράγματα και να τα κάνεις αλλιώς, δεν αρκεί η βούληση και η γνώση
Για να δεις τα πράγματα και να τα κάνεις αλλιώς, δεν αρκεί η βούληση και η γνώση. Χρειάζεται ένα πλαίσιο υποστήριξης, μία μέθοδος, κάποιοι άνθρωποι αφοσιωμένοι σε «αυτό το αλλιώς» και θα είναι παρόντες όποτε τα πράγματα στραβώνουν. «Για αυτό το λόγο», είπε η κα Φρυδάκη, «η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει χάρη σε αυτούς τους ανθρώπους που εμπνεύστηκαν και στήριξαν αυτό το εγχείρημα».
«Με αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης δεν ενημερώνεται απλώς για το Πρόγραμμα εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων ή για το πως το βίωσαν οι εμπλεκόμενοι εκπαιδευτικοί αλλά παρακινείται να δει νέες συντεταγμένες του εκπαιδευτικού τοπίου και να λάβει μία θέση μέσα σε αυτό, επιλέγοντας την οπτική από την οποία θα δει ο ίδιος τα πράγματα και στην οποία θα άξιζε τον κόπο να δεσμευτεί», σχολίασε για το βιβλίο η κα Φρυδάκη κλείνοντας αυτή την ερευνητική και επιστημονική οπτική για την έκδοση.
Ο κος Χρήστος Δανιήλ, ο εμπνευστής της έκδοσης, ευχαρίστησε όλους για την παρουσία τους και, εκτός από τα «υλικά» για τα οποία ακούστηκαν πολλά, «υπάρχουν και άυλα», είπε και διευκρίνισε τι εννοούσε, «Οι συζητήσεις, συγκρούσεις, αγωνίες, εμπειρίες, βιώματα». Αυτά τα «άυλα» προσπάθησαν να καταγράψουν οι εκπαιδευτικοί σε αυτό το βιβλίο.
Η Θράκη είναι το δυσκολότερο πεδίο για διάφορους λόγους, λόγω της «βαθιάς τουρκοσύνης», της «βαθιάς ελληνοσύνης»
Η κα Ελένη Χοντολίδου, Καθηγήτρια Σχολικής Παιδαγωγικής και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ, σημείωσε ότι «Μετά από ό,τι συνέβη στη Θράκη επιβεβαιώνεται η λαϊκή παροιμία, "μόνον τα γενιά του σπανού δεν γίνονται"» και αυτό διότι η Θράκη είναι το δυσκολότερο πεδίο για διάφορους λόγους, λόγω της «βαθιάς τουρκοσύνης», της «βαθιάς ελληνοσύνης», λόγω της ψυχολογικής άρνησης των παιδιών να μάθουν. Λόγω όλων αυτών, δήλωσε «Βαθιά ικανοποιημένη» και ευχαρίστησε το Χρήστο Δανιήλ για την ιδέα, τον οποίο όπως ομολόγησε, δεν πίστεψαν στην αρχή. Ευχαρίστησε τους εκπαιδευτικούς που δούλεψαν με πολύ μεράκι ξεπερνώντας τις αντιστάσεις τους.
Ο κος Χρήστης Δανιήλ επανήλθε για να ερμηνεύσει το εξώφυλλο του βιβλίου, τα αγκαλιασμένα παιδιά στο πάτωμα. «Είναι η διδασκαλία του ποιήματος του Εγγονόπουλου, "Μπολιβάρ", το οποίο δίδαξε στην αίθουσα ο εκπαιδευτικός Αντώνης Στεργίου τοποθετώντας το Μπολιβάρ στο χώρο, στη Νότιο Αμερική, με τα παιδιά να μορφοποιούν το σχήμα της Ηπείρου».
Σε αυτά τα 12 χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης «δημιουργούμε την κοινωνία»
Αναγνώστρια και μητέρα δύο παιδιών ευχαρίστησε όλους τους συντελεστές της έκδοσης για τη δυνατότητα που της έδωσαν να έχει ένα εργαλείο στα χέρια της για ένα θέμα που δεν αφορά μόνον τους ειδικούς εκπαιδευτικούς, αφορά όλους διότι σε αυτά τα 12 χρόνια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης «δημιουργούμε την κοινωνία», εννοώντας ότι διαμορφώνουμε τους αυριανούς πολίτες.
Ο εκπαιδευτικός κος Αλέξανδρος Δημαράς που συμμετείχε στο πρόγραμμα, ευχαρίστησε, «ουσιαστικά και όχι τυπικά», όπως σημείωσε, όλους τους συντελεστές του προγράμματος και της έκδοσης. Ως προσωπικό του κέρδος από αυτή την περιπέτεια ήταν το ότι κατέθεσε την αλήθεια του την οποία εντόπισαν άλλοι άνθρωποι διαβάζοντας απλώς το βιβλίο, αναφερόμενος στα σχόλια όλων των ομιλητριών της παρουσίασης.