Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Χρειάζονται αρκετές σελίδες για να γράψει κάποιος κριτική για ένα ιστορικό βιβλίο όπως το «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα». Μια πολύχρονη έρευνα, με ιστορικά στοιχεία άγνωστα στους περισσότερους, ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες του κι όμως τόσο καλογραμμένο που δεν θα κουράσει τον αναγνώστη.
Αντί κριτικής, επέλεξα να συνομιλήσω με τον ίδιο το συγγραφέα για το εν λόγω βιβλίο αλλά και για πολλά άλλα...
Κύριε Σακελλαρόπουλε ευχαριστώ για τη συνέντευξη που μου παραχωρείτε για το Bookia. Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τόπος» το βιβλίο σας «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα». Είναι μια μεγάλη έρευνα που κράτησε χρόνια από το πατέρα σας Γρηγόρη Σακελλαρόπουλο. Γιατί ξεκίνησε αυτή την έρευνα ο πατέρας σας; Τι ήθελε να φέρει στο φως;
Πράγματι, αυτό το βιβλίο αποτελεί στο μεγαλύτερο μέρος του προϊόν έρευνας του πατέρα μου Γρηγόρη Σακελλαρόπουλου. Ο πατέρας μου παρότι είχε σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και ποτέ δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με κάτι σχετικό, διέθετε όμως ιστορική παιδεία και ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τη υπόθεση Μπελογιάννη. Η προβολή της ταινίας του Νίκου Τζήμα ο Άνθρωπος με το Γαρίφαλο και οι συζητήσεις που προκάλεσε γύρω από τις δίκες Μπελογιάννη έδωσαν στο Γρηγόρη Σακελλαρόπουλο το έναυσμα να ξεκινήσει μια προκαταρκτική έρευνα στη δεκαετία του ’80 που όμως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε βάθος λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων.
Στη δεκαετία του ’90 όταν πια συνταξιοδοτήθηκε είχε τη δυνατότητα να αφιερωθεί περισσότερο στη μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος. Τον θυμάμαι να επισκέπτεται βιβλιοθήκες, να υποβάλει αιτήσεις σε υπηρεσίες του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, να είναι απορροφημένος στο γραφείο του με τη μελέτη βιβλίων και άλλου υλικού σχετικά με τον Μπελογιάννη. Τελικά γύρω στο 1997-98 είχε ολοκληρώσει μια πρώτη εκδοχή της καταγραφής των πρακτικών των δύο δικών μαζί έναν αρκετά εκτενή δικό του σχολιασμό. Δυστυχώς η ασθένεια της μητέρας μου και ο δικός του ξαφνικός θάνατος τρεις μήνες (16/7/2009) μετά το θάνατο της μητέρας μου (6/4/2009) κατέστησαν απαγορευτική τη συνέχιση του εγχειρήματος από τη δική του πλευρά.
Θα κάνω τον συνήγορο του διαβόλου. Γιατί εσείς συνεχίσατε την έρευνα και εκδώσατε αυτό το βιβλίο σήμερα; Πόσο μπορεί να ενδιαφέρουν σήμερα τα πρακτικά των δύο δικών του Μπελογιάννη και των συντρόφων του;
Αναμφίβολα υπάρχει μια δόση συναισθηματισμού, μια προσπάθεια να ολοκληρωθεί όλη αυτή η δουλειά που είχε πραγματοποιήσει ο πατέρας μου. Αλλά δεν είναι αυτό το κύριο στοιχείο. Με την ακαδημαϊκή μου ιδιότητα, και ως συγγραφέας πολλών βιβλίων για την ελληνική κοινωνία, έκρινα πως πρόκειται για μια δουλειά που αναδεικνύει πλευρές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας οι οποίες δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό. Για παράδειγμα οι διαφορετικές στάσεις που είχαν μεταξύ τους οι κατηγορούμενοι στις δύο δίκες, ο φόβος που χαρακτήριζε την καθημερινότητα των ηττημένων του εμφυλίου, οι πρακτικές που υιοθετούσαν οι αστυνομικές δυνάμεις, ο τρόπος που λειτουργούσε ο παράνομος μηχανισμός του ΚΚΕ κ.ά.
Γιατί να αγγίζει τον νεοέλληνα εκείνη η περίοδος που ούτε γνώρισε τα «πέτρινα χρόνια» ούτε άκουσε ιστορίες από εκείνη την εποχή;
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί ένα έντονο ενδιαφέρον προς τα βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο είτε αυτά αφορούν τον εθνικό διχασμό είτε τις δεκαετίες ‘40-’50, είτε ακόμα και την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας και έχουν διατυπωθεί αρκετά διαφορετικές προσεγγίσεις. Αυτό γίνεται παρότι η κρίση έχει στενέψει τα οικονομικά περιθώρια όλων μας και η αγορά βιβλίων έχει περιοριστεί. Η άνοδος του ιστορικού βιβλίου συμβαίνει γιατί η είσοδος της κρίσης δημιούργησε ορισμένα υπαρξιακά ερωτήματα: Ποιοι είμαστε ως λαός; πού πάμε; Τι έγινε στο παρελθόν; Το παρελθόν καθόρισε το παρόν; Θα μπορούσαν να είχαν πάει αλλιώς τα πράγματα; Σε αυτό το πλαίσιο οι αναγνώστες επιχειρούν να αποκτήσουν μια ταυτότητα, να ανήκουν σε ένα «εμείς». Το τι μορφές θα πάρει αυτό στο μέλλον, μια επανεπικαιροποίηση των οραμάτων της αριστεράς ή ένα ξαναγράψιμο της ιστορίας από συντηρητική σκοπιά είναι νωρίς ακόμα να το πούμε.
Ποιος ήταν ο Βαβούδης και ποιο ρόλο έπαιξε στις δίκες του Μπελογιάννη;
Ο Βαβούδης, παλιός κομμουνιστής, ήταν από τα πιο αφοσιωμένα και έμπιστα μέλη του Κ.Κ.Ε.. Είχε γεννηθεί στη Ρωσία από Έλληνα πατέρα και μητέρα Ρωσίδα και επέστρεψε σε μικρή ηλικία στο Μανταμάδο της Μυτιλήνης απ’ όπου καταγόταν ο πατέρας του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στον Πειραιά, εντάχθηκε στο ΚΚΕ και εκλέχτηκε γραμματέας του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου Πειραιά. Αργότερα συνελήφθη και καταδικάστηκε για κομμουνιστική δράση αλλά το 1934 κατάφερε να δραπετεύσει από τις φυλακές της Αίγινας όπου κρατούνταν. Στη συνέχεια πήρε μέρος στον Ισπανικό Εμφύλιο με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες και μετά την ήττα των Δημοκρατικών γύρισε στη Σ. Ένωση.
Στην Ελλάδα ξαναήλθε το 1944 με τη Σοβιετική Αποστολή. Παρέμεινε όλα τα μετέπειτα χρόνια στην παρανομία χειριζόμενος τους μυστικούς ασύρματους του Κ.Κ.Ε. Όταν αυτοί ανακαλύφθηκαν όσα περισσότερα χαρτιά από αυτά που υπήρχαν στη σχετική κρύπτη και μετά αυτοκτόνησε Κατά συνέπεια στην πρώτη δίκη δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο ρόλο αλλά στη δεύτερη που βασίστηκε ακριβώς πάνω στην ύπαρξη και αποκάλυψη των ασυρμάτων και στα σχετικά τηλεγραφήματα που στέλνονταν η παρουσία του, αν και πεθαμένος πια, πλανιόταν συνεχώς πάνω από την αίθουσα.
Γράφετε στο βιβλίο σας για τις απολογίες αυτών που λύγισαν στη διάρκεια της προφυλάκισης και της ανάκρισης, τις «ταπεινωτικές απολογίες» που αποποιήθηκαν τις ιδέες τους γιατί δεν άντεξαν την κτηνωδία του μετεμφυλιακού κράτους, που δεν δολοφονούσε απλώς ανθρώπους αλλά τσάκιζε ψυχές, γονάτιζε συνειδήσεις. Γιατί δεν υπήρχαν στα πρώτα πρακτικά οι απολογίες αυτές;
Σε ό,τι αφορά την πρώτη δίκη η μόνη προηγούμενη απόπειρα έκδοσης τμήμα των πρακτικών έγινε από το ΚΚΕ με το βιβλίο Μπελογιάννης. Η δίκη της Αλήθειας, Εκδοτικό Νέα Ελλάδα που διανεμήθηκε στα τέλη του 1951 στους πολιτικούς πρόσφυγες οι οποίοι ζούσαν στις ανατολικές χώρες. Το ζήτημα όμως είναι πως στο βιβλίο αυτό δεν περιλαμβάνονται τα πλήρη πρακτικά της πρώτης δίκης αλλά κυρίως οι απολογίες εκείνων των κατηγορούμενων που υπερασπίστηκαν το ΚΚΕ, οι αγορεύσεις συνηγόρων τους καθώς και αποσπάσματα από μαρτυρίες μαρτύρων κατηγορίας που υπέπεσαν σε προφανείς αντιφάσεις. Απουσιάζει έτσι η πλευρά όσων κατηγορούμενων αποκήρυξαν το ΚΚΕ.
Σχετικά με τη δεύτερη δίκη τα επίσημα αλλά πολύ συνοπτικά πρακτικά υπάρχουν στο (δυσεύρετο) βιβλίο του Τάσου Βουρνά Υπόθεση Μπελογιάννη. Σε κάθε περίπτωση καμία από τις δύο (σπάνιες) αυτές εκδόσεις δεν περιλαμβάνει τα πλήρη πρακτικά. Οι λόγοι είναι πως αφενός υπήρχαν πλευρές της Αριστεράς που προτιμούσαν να συνεχίσει να προβάλλεται αποκλειστικά η πλευρά όσων τήρησαν μια συνεπή στάση ενώ άλλες εκδοχές της Αριστεράς, για τις οποίες η ήττα της ένοπλης εξέγερσης λειτούργησε ως τραύμα, προτίμησαν να ακολουθήσουν διαφορετικές ερευνητικές διαδρομές
Διάβασα στο βιβλίο σας ότι ο πόλεμος στην Κορέα και η εμφάνιση του μακαρθισμού στις ΗΠΑ επηρέασαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα την εποχή της δίκης. Γιατί;
Η αλήθεια είναι πως παρά τον έντονα παρεμβατικό τους ρόλο οι ΗΠΑ πριν από τον πόλεμο της Κορέας είχαν μια μετριοπαθή προσέγγιση των ελληνικών ζητημάτων και θεωρούσαν πως θα μπορούσε να συζητηθεί μια διαδικασία ενσωμάτωσης των ηττημένων κομμουνιστών στην κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Η στάση των ΗΠΑ αρχίζει να μεταβάλλεται από τη στιγμή που ξεσπούν δύο γεγονότα. Από τη μία είναι η εκδήλωση του Μακαρθισμού στο εσωτερικό των ΗΠΑ και από τη άλλη το ξέσπασμα του πολέμου στην Κορέα. Σε αυτό το πλαίσιο αναλαμβάνει σταθμάρχης της ΣΙΑ στην Αθήνα ο Ελληνοαμερικάνος Τομ Καραμεσίνης που ως ανώτερο στέλεχος της ΣΙΑ διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στον εμφύλιο αποτελώντας το σύνδεσμο με τον πολιτικό κόσμο, το στρατό και τα σώματα ασφαλείας.
Ο πόλεμος στην Κορέα προκάλεσε έντονες ανησυχίες στο εσωτερικό του Σταίητ Ντηπάρτμεντ όπου θεωρούσαν σχεδόν σίγουρο πως μέσω Βουλγαρίας θα πραγματοποιηθεί εισβολή στην Ελλάδα η οποία θα μετατρέπονταν σε σοβιετικό δορυφόρο. Κατά συνέπεια χρειαζόταν ισχυρός και δραστήριος ελληνικός στρατός. Για να μπορέσει όμως να είναι επιτυχής η δράση του ελληνικού στρατού αυτός θα έπρεπε να ενισχυθεί τόσο σε έμψυχο όσο και σε πολεμικό υλικό ενώ θα έπρεπε να παταχθεί κάθε δραστηριότητα εναντίωσης της συμμετοχής της Ελλάδας στην εκστρατεία στην Κορέα. Σε αυτό το πλαίσιο εκτελέστηκε και ο Ν. Νικηφορίδης (Μάρτιος του ’51) επειδή διακινούσε το ψήφισμα για την κατάργηση των ατομικών όπλων
Κλείνοντας τη κουβέντα μας θα ήθελα να μου πείτε βάζοντας τη λέξη ΤΕΛΟΣ στη συγγραφή του βιβλίου σας, αναρωτηθήκατε πώς και αν τελικά αγαπάμε την Ελλάδα ως λαός ;
Νομίζω πως η απάντηση δίνεται, και κρίνεται, κυρίως σε συγκεκριμένες περιόδους κρίσης και δεν μπορεί να υπάρξει ένας μοναδικός φακός μέσα από τον οποίο μπορεί να δει κανείς τα πράγματα Σε κάθε ιστορική στιγμή υπάρχουν εντός της ελληνικής κοινωνίας διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις που προέρχονται από την έκφραση αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων. Στο 19ο αιώνα έχουμε αυτούς που αντιτάχθηκαν στην επανάσταση του ΄21 και λίγο αργότερα εκείνους που δεν ήθελαν την παραχώρηση Συντάγματος το 1843. Στον 20ο αιώνα, στο μεσοπόλεμο, εκείνους που συνεχώς φλέρταραν με την πραγματοποίηση πραξικοπημάτων και εκείνους που αγωνίζονταν για καλύτερη ζωή και πολιτικές ελευθερίες.
Στην κατοχή εμφανίστηκαν εκείνοι που συντάχθηκαν με το κατακτητή και αυτοί που πολέμησαν για ελεύθερη ζωή σε ελεύθερη Ελλάδα. Το ίδιο και στον εμφύλιο, από τη μια πλευρά βρίσκονταν η οικονομική ελίτ μαζί με τους ξένους συμμάχους της και από την άλλη οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί αγρότες. Στις μέρες μας, που βιώνουμε μια πρωτοφανή ιστορικά οικονομική κρίση και οι Έλληνες στη μεγάλη τους πλειοψηφία βλέπουν να χειροτερεύουν ραγδαία οι συνθήκες ζωής τους, υπάρχει ωστόσο και το 1% του πληθυσμού που κατέχει πάνω από το μισό του συνολικού πλούτου, μερίδιο που όλο και μεγαλώνει.
Μαζί με αυτό και οι ξένοι δανειστές που με τους τόκους και τα χρεολύσια έχουν συμβάλλει στην καταστροφή αυτού του τόπου. Και βέβαια σε αυτό το τοπίο αναδύονται εκείνοι που αψήφησαν θώκους και ανταλλάγματα τασσόμενοι με τη μεριά του πληττόμενων από την κρίση λαϊκών στρωμάτων. Είναι προφανές πως η κάθε μία από τις δύο πλευρές που διαχρονικά συγκρούονται αγαπά μια διαφορετική Ελλάδα.
Το Bookia και εγώ προσωπικά σας ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα».