Γράφει: Ανδρέας Κ. Ανδρέου
Το βιβλίο «Σε Ποιόν Κόσμο Βρίσκεται ο Παράδεισος;».
Στις 13 Οκτωβρίου, πραγματοποιήθηκε στον ζεστό χώρο του βιβλιοπωλείου Γιαλούσα στη Λευκωσία, η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Χριστόδουλου Ελισσαίου, «Σε Ποιόν Κόσμο Βρίσκεται ο Παράδεισος;».
Η εκδήλωση οργανώθηκε από τις εκδόσεις Αιγαίον και κύριος ομιλητής ήταν ο φιλόσοφος Τίτος Χριστοδούλου.
Η υπόθεση του βιβλίου:
Ο πρωταγωνιστής του υπαρξιακού αυτού μυθιστορήματος ανακαλύπτει ότι πάσχει από μία σπάνια και ανίατη ασθένεια, η οποία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μπορεί να προβλεφθεί με καταπληκτική ακρίβεια η ημερομηνία θανάτου του. Το φιλοσοφικό ερώτημα που τίθεται μετά από αυτή τη διάγνωση είναι κατά πόσο ο ήρωας, αποδεχόμενος τον σίγουρο θάνατο θα πρέπει να προετοιμαστεί γι’ αυτόν προσδοκώντας μια καλύτερη θέση στην επόμενη ζωή (αν αυτή υπάρχει) ή να ζήσει όση ζωή του απέμεινε φτάνοντας στα άκρα, πραγματοποιώντας τις πιο τρελές του φαντασιώσεις.
Αυτούσια αποσπάσματα από την παρουσίαση του Τίτου Χριστοδούλου:
«'Θάνατον μή δέρκεσθαι', το να μην γνωρίζουμε την ώρα του θανάτου μας (Aισχύλος: Προμηθεύς Δεσμώτης)
Το ένα από τα δύο δώρα που έφερε στον άνθρωπο ο Προμηθέας. Έτσι, αόριστη η διάρκεια της ζωής μας είναι οιονεί άπειρη. Και έχουμε, έτσι, το κουράγιο να δημιουργούμε, ως αθάνατοι θεοί κι εμείς, αξιοποιώντας ως εργαλείο το άλλο δώρο του Προμηθέα, την φωτιά... Πώς θα είχε ακυρώσει κάθε διάθεση για δημιουργία, η απελπισία να γνωρίζουμε την ώρα του θανάτου μας! Ποσοτικοποιώντας τσιγκούνικα και καταλυτικά τον χρόνο μας! Σκέψη που έκανε θέμα του κι ο Ισαάκ Ασίμωφ, σε διήγημά του που δείχνει πόση κατάρα κρύβεται σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Πώς αντιδρά κανείς σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, της ακριβούς γνώσης της ώρας του θανάτου; Μια επιλογή, καθώς απαξιώνεται σαν μέγεθος και σαν ανοικτές, δημιουργικές δυνατότητες η ζωή, είναι να επισπευθεί απελπισμένα η βίωσή της σαν κλειστό άθροισμα στιγμών προς μεθυστική, πεινασμένη αίσθηση, να ενταθεί κατακόρυφα η δίψα της κάρπωσης του εφήμερου σαν αισθησιακού τώρα όπου ξεχνιέται το μέλλον, η προοπτική που πλέον δεν υπάρχει. Η επιλογή του αυτόβρωτου Ερυσίχθονα. Η άλλη, αντίθετη επιλογή, το να αναζητηθεί η υπέρβαση του απαξιωμένου μέσα στα στενά, βέβαια όρια του, εφήμερου παρόντος με αξιακή διαφυγή στο αιωνιοδοτικό επέκεινα, στην πνευματοποίηση που κερδίζει για το θνητό, μέσα στο φθαρτό του τώρα διάρκεια και υπερβατική αξία.
Επιλογές που δοκιμάζει εναλλακτικά ο ήρωας του μυθιστορήματος του Χριστόδουλου Ελισσαίου, ανταλλάσσοντας το χωρίς αύριο και χωρίς υπόσχεση φιλί της πόρνης με τις πνευματικές απαντήσεις, κτυπώντας την θύρα του Παραδείσου στις σκήτες των Αγίων Γερόντων του Αγίου Όρους. Σε ποιόν από τους δύο κόσμους να βρίσκεται, άραγε, ο Παράδεισος, βασανίζει, επείγον πλέον το ερώτημα τον θνήσκοντα ήρωα, μπροστά στην αμείλικτα γνωστή ημερομηνία λήξης του. Στο τώρα δίχως αύριο, ή στο αύριο δίχως τώρα;
Ίσως, πάλι, στο τώρα έξω από τον χρόνο, που είναι η αγκαλιά της Φλώρα. Ο έρωτας που ανακαλύπτεται πέρα από το σεξ, αλλά και μέσα από αυτό, το νόημα κι η αφορμή της έκστασης που δίνει να εκστομηθεί για πρώτη φορά η λέξη 'αγάπη'. Και δίνει μια πιό άμεση, στο βίωμά της απάντηση στο ερώτημα 'σε ποιόν κόσμο βρίσκεται ο Παράδεισος'. Αλλά, αφήνει στον αναγνώστη, και σας αφήνουμε με αυτό το ερώτημα, αν στην απάντηση εκπληρώνεται, ακυρώνεται ή, αντίθετα, μένει ανοικτό το ερώτημα..
Φιλοσοφικό μυθιστόρημα; Θεολογικά φιλοσοφήματα, μυστικοί, μυστικιστικοί στοχασμοί, αγωνιώδεις εξομολογήσεις; Ημερολόγιο στρώματος, στην μορφή της τελευταίας, τελευτιαίας εναγώνια εσπευσμένης κατάθεσης, μαρτυρία μαρτυρίου θνήσκοντος ανθρώπου; Στα όρια της ζωής αναδιφείται με έκτακτη αγωνία το νόημά της. Στην απαξίωση της έκτασής της, με την αιφνίδια βράχυνση, το συντόμεμά της όταν η προδεδικασμένη ημερομηνία λήξης την ευτελίζει σαν αξιοποιήσιμο μέγεθος. Εντείνεται την ίδια ώρα η βίωσή της, η αντίληψη του χρόνου όχι με την νοητική αναγωγή στην χωρικότητα της νοητής έκτασης, αλλά σαν διάρκειας που η συνείδηση βιώνει σαν ζωή της, σαν αδιάστατη αλλά με τόσο βάθος έντασης: η φιλοσοφική έννοια του χρόνου ως 'duree', όπως αντιδιέστειλε ο Μπερξόν. Αδιάστατη βίωση η διάρκεια αλλά και ανομοιογενής, με την πανικόβλητη όξυνση της έντασης της βίωσής της που φέρνει η γνώση της ώρας του θανάτου.
Ευρηματικό σχέδιο, αφηγηματική προοπτική και κεντρική ιδέα, 'concept' του μυθιστορήματος του Χριστόδουλου Ελισσαίου είναι η επείγουσα μεταλλαγή της σχέσης του ανθρώπου με την ζωή και την αξία της, η καθετοποίηση και το στοχαστικό βάθαιμά της, όταν αφανίζεται η οριζόντια της διάσταση: όταν για τον ήρωά του Κλεάνθη, μια σπάνια ασθένεια τού καθιστά απόλυτα γνωστό - κι αδυσώπητο ως γνωστό Απόλυτο - την σύντομα επερχόμενη ημερομηνία του θανάτου του. Ο χρόνος της ζωής του μελλοθανάτου ήρωα επισπεύδεται αιφνιδίως, η οπτική της αξίας και των αξιών ή προτεραιοτήτων της διαθλάται μέσα από το οπτικό σημείο του προδεδικασμένου 'memento mori', ερωτήματα μεταφυσικά για το νόημα της ζωής, τον Θεό και τον Θάνατο, το δίκηο και το άδικο, τις αμφιβολίες της πιο αδυσώπητης θεοδικίας παίρνουν έναν επείγοντα χαρακτήρα, πυρακτώνονται στην αλήθεια του προσωπικού του ήρωα μαρτυρίου, μαρτύριον του θανάτου που καλεί αγωνιωδώς για μια φιλοσοφικά αναβαπτισμένη μαρτυρία για την αξία της ζωής, των πνευματικών αξιών της.
Πρόκληση ή παγίδα για τον συγγραφέα προβάλλει το να αποδώσει στον ήρωά του τις πιο βαθιές φιλοσοφικές σκέψεις μιας υπαρξιστικής φαινομενολογίας του χρόνου, της ζωής ως βιωμένου χρόνου. Ο Ελισσαίου να μεταλλάσσεται σε Χάιντεγκερ ή Μπερξόν, ο Κλεάνθης στον ομώνυμό του ήρωα του ιδεαλιστού φιλοσόφου Επισκόπου Berkeley. Πειρασμός, ναι, αδικήσει o λογοτέχνης συγγραφέας την αμεσότητα της προσωπικής, αυτοβιογραφικής αφήγησης με τις απαιτήσεις θεωρητικής επάρκειας ενός φιλοσοφικού δοκιμίου. Ο συγγραφέας ορίζει το ύφος της γραφής του με ισοκράτημα, θα έλεγες, την διαλογική, σε δεύτερο πρόσωπο απλότητα κι εκμυστηρευτική απλότητα των επιστολών του ήρωα, προς το τέλος του μυθιστορήματος στα πιο κοντινά, ως αναδεικνύονται στην εξέλιξη του μυθιστορήματος γυναικεία πρόσωπα: την αγαπημένη του Φλώρα και την φίλη Χριστίνα.
Ακόμη, η εξομολόγησή του Κλεάνθη στο Άγιο Όρος, φέρνει αντιμέτωπη την αναζήτηση βαθέων φιλοσοφικών αληθειών ανάλογων με τις συγχυσμένες περιπλανήσεις της ψυχής και του νού του, με το απέριττο, αντίθετα, ύφος της κατασταλαγμένης, και τόσο απλά και χωρίς φιλοσοφικές εκζητήσεις βιωμένης Αλήθειας της Αγιορείτικης Πίστης. Ο Αθωνίτης Γέροντας δεν σερβίρεται κατά συνταγήν, με την περιπλοκότητα και βάθος της έκφρασης που απαιτεί από την μοναστική σοφία ο συγχυσμένος στα αδιέξοδά του προσκυνητής: ο πόρος είναι απλούστερος της απορίας, η Αλήθεια - απλούστερον το αληθές - λύνει, δεν δένει, ξενπλέκει, δεν περιπλέκει.
Το μυθιστόρημα, με την δομή μιας καλοστημένης τριμερούς τραγωδίας δίνει την λύση του. Τα προσωπικά ερωτήματα, αμφιβολίες, ηθικές κρίσεις κι αδιέξοδα του ήρωα αξιοποιούνται ως οικουμενικά, φιλοσοφικά ερωτήματα. Τα συνειδησιακά ερωτήματα καθίσταται οικεία στον αναγνώστη ως καθολικά, αναγνωρίσιμα, οικεία, σχεδόν κοινότοπα. Τα υπογραμμίζει με την ένταση του τραγικού η ευρηματική λογοτεχνική αφορμή του μυθιστορήματος, ως ερωτήματα περί ζωής και θανάτου: το προσωπικό εγείρεται, μέσα από την καθολικότητα της κοινής, ανθρώπινης μοίρας του θανάτου, ως οικουμενικό, ως φιλοσοφικό.
Οι απαντήσεις, όμως, δεν προτείνονται ως φιλοσοφικά επιχειρήματα.
Μέσα από την λογοτεχνική διάσταση της πρότασής του, ο Ελισσαίου απεκδύεται αυτής της ευθύνης, μια σωτήρια του λογοτεχνήματος ευρηματικότητα. Παραμένουν προσωπικές του ήρωα απαντήσεις. Κερδίζουν σε προσωπική αλήθεια ό,τι χάνουν σε φιλοσοφική εγκυρότητα. Η πειθώ τους, ώρισεν ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του, είναι η δια των παθών κίνηση του θυμικού. Κι ως τέτοιο κρίνεται, και δια του παρόντος προκρίνεται, επιδοκιμάζεται και προτείνεται το άξιο πόνημα του Χριστόδουλου Ελισσαίου».