Γράφει: Πόπη Ξοφάκη
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Το βιβλίο «Θάλασσες μας Χώρισαν».
H συγγραφέας Ιφιγένεια Τέκου.
Οι εκδόσεις Διόπτρα.
«Το μυθιστόρημα αυτό, στηρίζεται στην ουσία στις σχέσεις δύο αδερφών και νομίζω ότι ακριβώς αυτό είναι και το μεγάλο του ατού. Ένα μυθιστόρημα που παρουσιάζει αυτή τη σχέση με μία ζωντάνια και ένα βάθος και που τολμάει να φέρει στην επιφάνεια συγχρόνως όχι μόνο τις θετικές πλευρές της αλλά και τις αρνητικές. Πιστεύω ότι τα μεγάλα συναισθήματα δεν είναι μόνο θετικά, όπως δεν είναι και μόνο αρνητικά. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της συγγραφέως για το βιβλίο αυτό».
Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας
Οι εκδόσεις Διόπτρα παρουσίασαν στον ΙΑΝΟ στην Αθήνα, το νέο βιβλίο της Ιφιγένειας Τέκου, «Θάλασσες μας Χώρισαν».
Για το βιβλίο μίλησαν:
- Δημήτρης Μαμαλούκας, συγγραφέας
- Κώστας Στοφόρος, συγγραφέας και δημοσιογράφος
Την παρουσίαση συντόνισε η δημιουργός και διαχειρίστρια της ομάδας «ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ», κα Γιούλη Τσακάλου.
Αποσπάσματα διάβασε ο ηθοποιός και σύμβουλος ψυχικής υγείας, Γιώργος Βουζουλίδης.
«Η προσέλευσή σας τιμάει πάνω απ' όλα τη συγγραφέα αλλά τιμάει κι εμάς, τις εκδόσεις Διόπτρα», είπε η υπεύθυνη Δημοσίων Σχέσεων του εκδοτικού οίκου, κα Κάλλια Χαραλαμπάκη, κάνοντας την εισαγωγή της παρουσίασης. Δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τους συντελεστές που μίλησαν για το βιβλίο και ιδιαίτερα την κα Τσακάλου την οποία χαρακτήρισε ως «δύναμη στο χώρο του βιβλίου και συνδετικό κρίκο για πολλούς».
«Είναι τιμή μου να παρευρίσκομαι κι εγώ στο πάνελ της παρουσίασης του βιβλίου ανάμεσα σε τόσο σημαντικούς ανθρώπους» είπε χαρακτηριστικά η κα Γιούλη Τσακάλου όταν της δόθηκε ο λόγος. Πριν προλάβει να συνεχίσει την ομιλία της, παρενέβη χαριτολογώντας ο κος Στοφόρος, δείχνοντας στους παρευρισκόμενους το «αυστηρό» πλάνο που τους είχε ετοιμάσει η συγγραφέας για τη σειρά των ομιλιών, λέγοντας, «Δεν τολμάμε να κάνουμε τίποτα, νόμιζα ότι είναι αρχισυντάκτρια σε τηλεοπτική εκπομπή» και απευθυνόμενος στην κα Τσακάλου, «Παρακαλώ κα Τσακάλου να μην παρεκκλίνετε από το πρόγραμμα», εισπράττοντας το γέλιο και το χειροκρότημα του κοινού.
«Όπως βλέπετε είμαστε μια πολύ δεμένη ομάδα κι αυτό έχει σημασία γιατί το βιβλίο μας ενώνει πάντα», τόνισε η συντονίστρια και συνέχισε κάνοντας μία περιεκτική παρουσίαση της ιστορίας, ευχαριστώντας στο τέλος τη συγγραφέα για τις όμορφες στιγμές και σκέψεις που της πρόσφερε διαβάζοντάς το.
Εκτός από το σανίδι, ο ηθοποιός κος Γιώργος Βουζουλίδης ξεδίπλωσε το υποκριτικό του ταλέντο και στην αφήγηση, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο. Το ίδιο επαναλήφθηκε αρκετές φορές καθ' όλη τη διάρκεια της παρουσίασης και ενδιάμεσα από τις ομιλίες.
Σε ένα ευχάριστο κλίμα με πειράγματα μεταξύ των ομιλητών, η κα Τσακάλου έδωσε το λόγο στον κο Μαμαλούκα κάνοντας όμως πριν, μία περιληπτική αναφορά στο συγγραφικό του έργο.
«Θα προσπαθήσω να μην φανερώσω πολλά για την ιστορία», είπε ο κος Δημήτρης Μαμαλούκας αφού καλησπέρισε και ευχαρίστησε τη συγγραφέα για τη συμμετοχή του στην παρουσίαση και συνέχισε, «Διότι η αποκάλυψη των μυστικών στερεί από την απόλαυση της ανάγνωσης». Ξεκίνησε σκιαγραφώντας τους ήρωες της ιστορίας και τα μέρη όπου αυτή εκτυλίσσεται, αναφερόμενος όμως και στην ίδια τη συγγραφέα, «Η Ιφιγένεια δεν τσιγκουνεύεται τις περιγραφές στις σκηνές της καθημερινότητας και της εποχής. Τόσο που όταν αλλάζει το σκηνικό, αισθάνεσαι ότι δεν έχεις χορτάσει, ότι δεν θες να φύγει το σκηνικό της πλοκής από εκεί».
Ο κος Μαμαλούκας σημείωσε ότι, «Το μυθιστόρημα της Ιφιγένειας στηρίζεται σ' ένα τρίπολο, στη σχέση των δύο αδερφών, το ερωτικό πάθος και τη συγχώρεση. Είναι κεντημένο πάνω στο καμβά των περιγραφών της πόλης, Αλεξάνδρειας - Σύμης - Ικαρίας... Η αφήγηση του βιβλίου δεν ακολουθεί μια ομαλή χρονική σειρά αλλά τα κεφάλαια συχνά μας γυρίζουν πίσω στο χρόνο κι αλλάζουν από τη πρωτοπρόσωπη αφήγηση στην τριτοπρόσωπη του πανεπόπτη αφηγητή. Αυτό δίνει μια πολυφωνία στον αναγνώστη και τον ιντριγκάρει ακόμα περισσότερο... Οι χαρακτήρες της συγγραφέως είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά του βιβλίου. Αληθινοί, γήινοι, γρήγορα δένεσαι μαζί τους... Ένα μυθιστόρημα μπορεί να το χαρακτηρίζει το θέμα του, "Διάλεξε ένα μεγάλο θέμα αν θέλεις να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο", έλεγε ο συγγραφέας Herman Melville».
Το ερώτημα που τίθεται όμως τότε είναι, «Κι αν δεν είναι το θέμα; Τότε σίγουρα είναι η γραφή του». Ο κος Μαμαλούκας θεώρησε ότι οι πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου είναι οι σελίδες των εξομολογήσεων και τα συγκινητικά γράμματα συγχώρεσης. «Είναι οι πιο φορτισμένες συγκινησιακά σελίδες του μυθιστορήματος», είπε χαρακτηριστικά.
Επιβράβευσε με τα λόγια του τη συγγραφέα για την πολύ καλή έρευνα που έκανε όσον αφορά τις περιγραφές της εποχής και των πόλεων με τις χαρακτηριστικές λέξεις και τόνισε ότι, «Δείχνουν την εργασία που έκανε η Ιφιγένεια αναπαριστώντας άριστα, όχι μία αλλά τέσσερις τόπους της εποχής» επισημαίνοντας ότι «Όποιος γράφει, ξέρει πόσο δύσκολο και περίπλοκο είναι αυτό. Θα κλείσω λέγοντας ότι το μυθιστόρημα είναι ένα βαθιά ανθρώπινο βιβλίο με αρκετές ανατροπές, έξυπνα δοσμένες, που με μπέρδεψαν κι εμένα, ήμουν ανυποψίαστος. Το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό και αξίζουν συγχαρητήρια στη συγγραφέα. Οι κόποι και οι ώρες εργασίας δεν μετρώνται εύκολα. Ούτε οι ώρες έρευνας και η πνευματική δουλειά. Ο συγγραφέας δουλεύει μήνες, χρόνια και χαίρεται λίγες μέρες. Σήμερα είναι μια τέτοια μέρα και ανήκει στην Ιφιγένεια. Σ' αυτήν το χειροκρότημα».
Οι παρευρισκόμενοι δεν του χάλασαν το χατήρι, η συγγραφέας Ιφιγένεια Τέκου εισέπραξε ένα ζεστό, ηχηρό χειροκρότημα από όλους.
Η συντονίστρια κα Τσακάλου πριν δώσει το λόγο στο δημοσιογράφο και συγγραφέα κο Στοφόρο, αναφέρθηκε περιληπτικά στη δημοσιογραφική και συγγραφική πορεία του.
«Πολλοί συγγραφείς θα ζήλευαν τη σημερινή παρουσίαση», είπε ο κος Κώστας Στοφόρος απευθυνόμενος στο κοινό, «Από το τρόπο που μας προσέχετε, πως συμμετέχετε σε αυτά που ακούτε αλλά κυρίως στο πόσοι είσαστε». Στη συνέχεια ενημέρωσε το κοινό ότι διαβάζοντας το βιβλίο τού ήρθε στο μυαλό ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Barbara Kassin με τίτλο, "Η νοσταλγία", το οποίο και διάβασε, "Κάθε νησί είναι κατεξοχήν μια οντότητα, μια ταυτότητα, ένα κάτι με περίγραμμα, είδος, που αναδύεται σαν ιδέα. Στην περατότητά του κάθε νησί είναι μια άποψη του κόσμου. Κάθε νησί είναι κατεξοχήν τόπος. Η νοσταλγία ενός νησιού. Ως τόπος το νησί είναι ταυτόχρονα ένας πολύ ιδιάζων τόπος, ένας τόπος που σε ωθεί σε αναχώρηση: Από το νησί μπορείς μόνο να φύγεις. Και θέλεις, οφείλεις να επιστρέψεις εκεί. Το νησί καθορίζει και μαγνητίζει. Συμβαίνει να πιστέψεις ότι ο χρόνος καμπυλώνει όπως ο ορίζοντας κι ότι θα επιστρέψεις έπειτα από έναν περίπλου, έναν κύκλο, μια οδύσσεια. Αλλά επιστρέφεις, άραγε, όντως εκεί; Και μπορείς ποτέ εκεί να μείνεις;".
Ο κος Στοφόρος διαβάζοντας το βιβλίο της συγγραφέως είχε την εντύπωση ότι η κα Τέκου ήταν από τη Σύμη, «Αναδύεται μια γνώση και μια αγάπη για το τόπο που την έχει μόνον κάποιος που είναι από εκεί. Σου δημιουργεί τέτοια αίσθηση όλο το βιβλίο που πίστεψα ότι βασιζόταν σε μια "νοσταλγία". Όπως πολύ σωστά λέει και η κα Cassin, "η νοσταλγία δεν είναι ελληνική λέξη, αλλά ελβετική". Την επινόησε ένας Ελβετός γιατρός, ο Γιάκομπ Χάρντερ, προκειμένου να εκφράσει τον πόνο της πατρίδας από τον οποίο υπέφεραν οι πιστοί, ακριβοπληρωμένοι Ελβετοί μισθοφόροι του Λουδοβίκου του 14ου…», είπε και συμπλήρωσε, «Ο πόνος της πατρίδας διατρέχει όλο το βιβλίο. Η πατρίδα αυτή είναι η Σύμη. Γνώρισε μεγάλο πλούτο και ακμή για να ακολουθήσει τη μοίρα των περισσοτέρων ακριτικών νησιών με την εγκατάλειψη και τη μετανάστευση. Λίγοι γνωρίζουν ποια είναι πραγματικά η ιστορία των Δωδεκανήσων».
Ο κος Στοφόρος έκανε στη συνέχεια μια ιστορική αναδρομή σχετικά με τα Δωδεκάνησα δίνοντας σημαντικές πληροφορίες για γεγονότα που πολλοί δεν γνωρίζαμε, Οθωμανική κυριαρχία... Ιταλική κυριαρχία... Γερμανική κατοχή.... Βρετανική κατοχή... Σεπτεμβριανά...», επισημαίνοντας ότι «Η συγγραφέας επιλέγει να επιστρέψουν οι ήρωές της στο νησί, όσοι έχουν απομείνει. Ίσως μας δίνει έτσι κι ένα μάθημα για το που θα έπρεπε να δίνουμε τη μάχη, τώρα που χιλιάδες νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα μας αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε ξένες χώρες. Το μυθιστόρημα αυτό αν και αναφέρεται σε άλλες εποχές, γίνεται δραματικά επίκαιρο».
Ολοκληρώνοντας ο κος Στοφόρος, τόνισε τη μεγάλη του αγάπη για την ιστορία και το στόχο που έχει βάλει να μοιραστεί αυτή την αγάπη με παιδιά και ενήλικες αναζητώντας τρόπους να μάθουν σωστά την ιστορία του τόπου μας. Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για ορισμένα «ψευτοϊστορικά πονήματα που κατακλύζουν την αγορά του βιβλίου για λόγους εμπορικούς, δυσφημώντας αυτό το είδος της λογοτεχνίας».
Επιβράβευσε με το τρόπο του την συγγραφέα για το μυθιστόρημά της στο οποίο όπως είπε, «Η ιστορία είναι αφομοιωμένη από τη συγγραφέα. Μας κάνει να νιώσουμε τη πραγματικότητα της ζωής και των τόπων που περιγράφει ακόμα και μέσα από τη γλώσσα και τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί. Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα... Η συγγραφέας πέρα από τη μελέτη της ιστορίας προχωράει και στη λεπτή παρατήρηση των χαρακτήρων που περιγράφει χαρίζοντας ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που αφήνει τα ίχνη του και αφού κλείσουμε το βιβλίο. Καλεί τον αναγνώστη να ταξιδέψει μαζί της, ν' ανακαλύψει τους τόπους και ν' αντικρίσει τη θέα από το λόφο της δουλειάς».
Η κα Τσακάλου πριν αφήσει την κα Τέκου στα ανακριτικά χέρια του κου Στοφόρου για την υποβολή ερωτήσεων με την ιδιότητα του δημοσιογράφου πλέον, επισήμανε πόσο δέθηκε συναισθηματικά με το βιβλίο, όχι μόνο λόγω του ότι και η ίδια έχει γεννηθεί στην Αλεξάνδρεια αλλά και από το ότι και η μητέρα της κατάγεται από τη Σύμη. Στη συνέχεια σχολίασε χαριτολογώντας, «Ήρθε η ώρα να πούμε δυο λόγια και για τη πρωταγωνίστριά μας», και έκανε μία εκτενή αναφορά στο συγγραφικό της έργο. Διευκρίνισε ότι η αγάπη της συγγραφέως για τις ρίζες της, την Κωνσταντινούπολη, αποτυπώνεται εντέχνως στα δύο βιβλία της για ενήλικες και οι νεανικές της ανησυχίες γεμίζουν τις σελίδες του πρώτου εφηβικού βιβλίου της, «Αγάπα το ή παράτα το», από τις εκδόσεις Λιβάνη.
«Επέλεξα τη Σύμη γιατί εκτός από ένα πολύ όμορφο νησί, έδενε και με την ιστορία στην Αλεξάνδρεια», είπε η κα Τέκου σε ερώτηση του δημοσιογράφου κου Στοφόρου για την επιλογή του νησιού και εξήγησε ότι, «Πολλοί Συμιώτες εκείνη την εποχή ταξίδευαν στην Αλεξάνδρεια για να πιάσουν δουλειά στη διώρυγα... Για να καταφέρω να περάσω στον αναγνώστη όλες τις μυρωδιές και τα χρώματα αυτού του υπέροχου νησιού έπρεπε να κάνω προσεκτική έρευνα, παράλληλα με πληροφορίες από φίλους ντόπιους. Το αγάπησα το συγκεκριμένο νησί όπως και όλα τα μέρη που μελετάω και βάζω στα βιβλία μου και τοποθετώντας τους ήρωές μου».
Ο κος Στοφόρος επισήμανε ότι η συγγραφέας, έχει ζωντανέψει με επιτυχία εκείνη την εποχή και εξέφρασε την απορία του στην συγγραφέα πως το κατάφερε, δίνοντάς της την ευκαιρία να εξηγήσει αυτήν την επιλογή της, «Αφενός παίζει ρόλο η έρευνα αλλά στη περίπτωση της Κωνσταντινούπολης είχα τη πολύτιμη βοήθεια της φίλης μου Ρούλας Ζέρβα, βέρα πολίτισσα και καταπληκτικός άνθρωπος. Μαζί με τη μητέρα της μου έδωσαν σημαντικές πληροφορίες. Επίσης και από τις τόσο ζωντανές ιστορίες που μου είχε πει η γιαγιά μου ώστε χωρίς να έχω πάει αγάπησα τη Πόλη και έβαλα την αγάπη μου αυτή σε δύο βιβλία».
Στην ερώτηση του δημοσιογράφου, αν υπάρχουν δικά της στοιχεία στις ηρωίδες, η κα Τέκου απάντησε, «Ασυναίσθητα ναι, δεν γίνεται αλλιώς, οι εμπειρίες που έχω είναι και το οπλοστάσιό μου... Δεν έχω τα βιώματά τους όμως... Ούτε έχω αδερφή κι ας γράφω συνέχεια για αδερφές... Είμαι μοναχοπαίδι». Παρενέβη ο κος Στοφόρος σημειώνοντας ότι «Αυτό κάνει το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον. Δείχνει συγγραφική δεινότητα. Όταν καταφέρνεις να περιγράψεις τις αντιφάσεις των δύο αδερφών και τη μεταξύ τους σχέση να εναλλάσσεται ρεαλιστικά, είναι πολύ σημαντικό» και συνέχισε χαριτολογώντας, «Ήμουν σίγουρος με αυτά που διάβαζα, ότι έχεις αδερφή και της έχεις φάει τον άντρα», είπε αστειευόμενος. «Ήταν ένα στοίχημα για μένα, καθότι δεν έχω αδέρφια, να το αποδώσω όσο καλύτερα μπορώ», απάντησε η συγγραφέας. Πολύ εύστοχα ο δημοσιογράφος της επισήμανε ένα σκόπελο που έχει αποφύγει, το γεγονός ότι δεν ακολούθησε τη πεπατημένη να βάλει happy end, το γλυκερό ζαχαρωτό που λατρεύουν όλοι οι εκδοτικοί οίκοι. «Αν και είμαι του happy end, δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί δεν με οδηγούσαν εκεί οι ήρωές μου, πάω όπου με πάνε».
Κλείνοντας την «ανάκριση», ο δημοσιογράφος ρώτησε τη συγγραφέα αν έχει ξεχωρίσει κάποιο ήρωα περισσότερο από τους άλλους. «Ο καθένας ήταν ξεχωριστός με τις δικές του ιδιαιτερότητες και δύναμη. Αυτός που με κέρδισε ήταν ο Μπαμπάς, ο βράχος της οικογένειας, ήταν εκεί για όλους», απάντησε η συγγραφέας η οποία μετά τη λογοτεχνική ματιά του κου Μαμαλούκα, το κοινωνικό και ιστορικό υπόβαθρο του κου Στοφόρου και τα αποσπάσματα που διάβασε υπέροχα ο κος Βουζουλίδης, θέλησε να εκφράσει κάποιες σκέψεις της καθώς έγραφε το βιβλίο. «Όταν ξεκίνησα το βιβλίο δεν ήθελα να βάλω πάλι την Πόλη, για να μην φανεί η λατρεία και εμμονή μου» και συνέχισε, «Διάλεξα τη Σύμη και την Αλεξάνδρεια... Έβαλα και λίγο Ικαρία, γιατί είναι ένα τσαχπίνικο νησί... Πάλι όμως δεν ησύχαζα, κάτι μ' έτρωγε, όπως λέει και ο ποιητής "δεν είμαστε το πουλί που πάει αλλά εκεί που το πουλί πάει". Ακολούθησα τη φωνή που συνεχώς δυνάμωνε μέσα μου.... Όταν γράφεις για κάτι που αγαπάς αυτό αποτυπώνεται στις σελίδες που γράφεις και ο αναγνώστης το εισπράττει. Τις "θάλασσες" τις αγάπησα όπως κάθε μαμά κουκουβάγια τα παιδιά της... Ταξίδεψα μαζί με τους ήρωές μου... Στο βιβλίο περιγράφονται διάφορες μορφές αγάπης, όπως η αδερφική, η μητρική, η πατρική, η παράνομη αγάπη, την αγάπη για το γενέθλιο τόπο και τέλος την αγάπη και κατανόηση του εαυτού μας που οδηγεί στη συγχώρεση».
Κλείνοντας, η κα Τέκου εκμυστηρεύτηκε σε όλους ότι το επόμενό της βιβλίο δεν θα είναι κάτι ιστορικό αλλά κάτι πιο σύγχρονο το οποίο πιστεύει ότι θα εκτιμηθεί περισσότερο από τις επόμενες γενιές.
Ο ηθοποιός κος Βουζουλίδης ερμήνευσε με μοναδικό τρόπο α καπέλα, ένα τρίστιχο από ένα παραμύθι που αφορά τη Σύμη και τη δύναμη του έρωτα που δεν σταματάει σε κανένα εμπόδιο.
Η συγγραφέας Ιφιγένεια Τέκου ευχαρίστησε όλους όσοι της έκαναν τη τιμή να παρευρεθούν στην παρουσίαση του βιβλίου της και ιδιαίτερα τους εκλεκτούς ομότεχνους, Γεώργιος Παπαδόπουλος Κυπραίος, Πέννυ Παπαδάκη, Μένιο Σακελλαρόπουλο, Ιωάννα Νοταρά, Σπύρο Πετρουλάκη, Χριστίνα Πομόνη, Ισμήνη Μπάρακλη, Μαρία Χίου, Βάσια Ακαρέπη, Μάνο Κοντολέων, Βενετία Σούαρτ, Μάρτυ Λάμπρου, Μαίρη Παναγιώτου, Λένα Τερκεσίδου, Ελένη Βαηνά, Αντώνης Τσόκος, Μάνθος Σκαργιώτης, Μαίρη Μαγουλά, Μαρίνα Σεραφειμίδου, Γιώργης Παπανικολάου, Κατερίνα Τσεμπερλίδου.