Γράφει: Μάγδα Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
Το φωτορεπορτάζ.
Αμμόχωστος
Η μνήμη αντίδοτο της λήθης.
Μια φωνή κραυγάζει: «ανοίξτε να μπω, έχετε φυλακίσει μέσα την ψυχή μου».
Δραπετεύουν οι μνήμες μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον ήλιο να ανατέλλει μες στα μάτια σου,
ούτε τα δάκρυα που γίνηκαν ποτάμια.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τα παιδιά με τα κοντά παντελονάκια,
τα ματωμένα γόνατα απ’ το παιχνίδι
τα γέλια στις γειτονιές και την παραλία
ούτε και τα κλάματα που ηχούν στ’ αυτιά σου σαν σειρήνες.
Στην πόλη της Αμμοχώστου έμπαινε η θάλασσα κάθε αυγή
κι η αύρα της χάιδευε τα μάγουλά σου.
Τώρα οι δρόμοι της φαντάζουν ανατριχιαστικά βουβοί και θλιμμένοι.
Η ιστορία γυμνή ψάχνει τη δικαιοσύνη εν μέσω των χαλασμάτων.
Στα Βαρώσια, του χρόνου τα ερείπια αέναα ατενίζουν
την ατέρμονη θάλασσα να φέρει με το κύμα τη λύτρωση.
Αφουγκράζονται της νοσταλγίας τον φλοίσβο.
Φραγκοσυκιές και άγριες βαβατσινιές φύτρωσαν μέσα στα σπίτια,
ταφόπλακες από μπετόν πάνω στα όνειρά σου
κι αγκαθωτό στεφάνι απίθωσαν σα φωτοστέφανο στην καρδιά σου.
Η καρδιά όμως δε διχοτομείται.
Η καρδιά ποθεί.
Οι αρχαίοι κίονες της Σαλαμίνας βαστάζουν
τον καταγάλανο ουρανό της Κύπρου
και υπόσχονται έναν καθαρό ουρανό.
Μπροστά απ’ τη θυμέλη του θεάτρου θα σταθούν,
ο Τεύκρος και ο Ευαγόρας
και σαν κορυφαίοι του χορού,
θα απαγγείλουν ύμνο για την αγάπη και την ειρήνη.
Ήρτεν ο τζαιρός,
που με το λυκαυγές,
οι μέλισσες θα τρυγήσουν τ’ άνθη μες στην πόλη.
Θάνος Κόσυβας
(Ποίημα από το φωτογραφικό-ποιητικό λεύκωμα)
Στην Κατερίνη, το βράδυ της 29ης Απριλίου, στα πλαίσια των Εαρινών Ημερών της Εστίας Πιερίδων Μουσών, η Αμμόχωστος μέσα από τον φακό του Κύπριου φωτογράφου Πέτρου Φιάκα και η Ποίηση του συμπολίτη μας Θάνου Κόσυβα αντάμωσαν σε ένα ποιητικό λεύκωμα με τίτλο «Αμμόχωστος». Την εκδήλωση συνδιοργάνωσαν η φωτογραφική ομάδα "Ιριδα" της Εστίας Πιερίδων Μουσών Κατερίνης, που είχε την επιμέλεια της έκθεσης φωτογραφίας, η Ένωση Συγγραφέων Πιερίας, και ο Σύλλογος Κυπρίων Ν. Πιερίας, «Ευαγόρας».
Φωτογραφία, Ποίηση Ελλήνων και Κυπρίων Ποιητών και τραγούδια γραμμένα για την Κύπρο από τους αγαπημένους Μελωδούς της Παράδοσης που δίνουν πάντα το μελωδικό τους παρόν όποτε τους ζητηθεί, αντάμωσαν στην κατάμεστη αίθουσα της Αστικής Σχολής για να τιμήσουν την Αμμόχωστο, την πόλη φάντασμα από το 1974. Τα τραγούδια που ακούστηκαν από την Άννα Δρανίδου και τον Δημήτρη Καραμούζα ενώ οι εξαίρετοι μουσικοί Γιώργος Κωστόπουλος, Νίκος Αποστολίδης, Ελένη Νικολοπούλου και Σπύρος Ράδης μας έπαιξαν κυπριακά παραδοσιακά τραγούδια και τραγούδια για την Κύπρο. Μας συγκίνησαν, τραγουδήσαμε μαζί τους γαληνεύοντας ψυχή και νου τα τραγούδια «Χρυσοπράσινο φύλλο, Η δική μου πατρίδα, Η βράκα, Ούλα χαλάλι σου, Κερύνεια», ενώ κατά την διάρκεια της απαγγελίας των ποιημάτων που απέδωσαν η φιλόλογος Γιώτα Καρατζίδου και ο Θάνος Κόσυβας ακουγόταν η ποντιακή λύρα του Νίκου Αποστολίδη ως θρήνος των Ποιητών για το κακό που βρήκε την Μεγαλόνησο.
Χαιρετισμούς στην εκδήλωση έδωσαν ο πρόεδρος του συλλόγου Κυπρίων Πιερίας «Ευαγόρας» και σκηνοθέτης Ανδρέας Μιχαήλ ο οποίος διάβασε κι ένα δικό του ποίημα, ο Πρόεδρος της Εστίας Πιερίδων Μουσών Γρηγόρης Μητσοκάπας, ο Θόδωρος Παυλίδης πρόεδρος του ΟΠΠΑΠ, η βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ Μπέτυ Σκούφα ενώ το μήνυμα του έστειλε ο Πρόξενος της Κύπρου στην Θεσσαλονίκη Αντώνης Μανδρίτης.
Ο Θάνος Κόσυβας είπε μεταξύ άλλων: «Με την δύναμη του λόγου, της φωτογραφικής τέχνης και της μουσικής επιστρατεύουμε την νόηση, ενεργοποιούμε την ψυχή μας και μεταπλάθουμε συμβολικά το σώμα της Αμμοχώστου και μαζί μ’ αυτήν το σώμα ολόκληρης της κατεχόμενης Κύπρου κι άλλα κομμάτια του είναι μας, της μνήμης μας, της ουσίας της ύπαρξής μας. Αυτή η ιστορικό-ποιητικό-μουσικό-φωτογραφική εκδήλωση, έχει ως σκοπό να μας φέρει κατ’ ευθείαν σ’ επαφή με την ολοζώντανη υπόσταση της Αμμοχώστου κι όλης της κατεχόμενης Κύπρου, να σπάσει τα φράγματα, τα συρματοπλέγματα, τις πράσινες γραμμές και να μας πάει απόψε στην Αμμόχωστο και να μας κάνει να σεργιανήσουμε στις γειτονιές της εκεί, να κολυμπήσουμε στη θάλασσά της, να πιούμε καθάριο νερό από τα κεφαλόβρυσά της και να την φέρει απόψε ζωντανή κοντά μας -σώμα και αίμα- για μια μετάληψη.
Απόψε η Αμμόχωστος είναι εδώ. Μας καλωσορίζει στην αγκαλιά της και εμείς μπαίνουμε μέσα σ’ αυτήν όπως μέσα σε μια εκκλησία. Απόψε θα ζήσουμε και θα κινηθούμε, μέσα από τις φωτογραφίες του Κύπριου φωτογράφου Πέτρου Φιάκκα –και μέσα από την ποίηση Ελλήνων και Κυπρίων ποιητών- μέσα στην Πόλη, εσείς κι εμείς να διασπάσουμε την γραμμή, να πάμε πετώντας ίσαμε κει όπου μας πάει η καρδιά».
Τον λόγο πήρε ο Νίκος Ναχόπουλος ο οποίος είπε: «Ένα μέρος από τα μνημεία αυτά, από τη θάλασσα και τον ουρανό της κυπριακής γης, από την Αμμόχωστο και τη Σαλαμίνα, βρίσκονται απόψε κοντά μας απαθανατισμένες από το φωτογραφικό φακό του Πέτρου Φιάκκα. Οι φωτογραφίες αυτές δεν είναι μέρος μια νοσταλγικής εποχής αλλά στιγμές της αιωνιότητας που δεν ανήκουν σε κανέναν, στιγμές που τις κράτησε ζωντανές το μάτι και ο φακός ενός ανθρώπου που αγάπησε τον τόπο του, ενός ανθρώπου που ζητάει την αλήθεια σε μια λεπτομέρεια που η ύπαρξή της δίνει άλλο νόημα στις ζωές των ανθρώπων. Ευχόμαστε φίλες και φίλοι, ευχόμαστε φίλε Πέτρο να βρεθεί σύντομα μια δίκαιη λύση στο κυπριακό ώστε να μη υπάρχουν πλέον πόλεις φαντάσματα, όνειρα ξεχασμένα, παραλίες μελαγχολικές, δρόμοι απαγορευμένοι παρά μόνο ελεύθεροι άνθρωποι που θα βαδίζουν σε δρόμους ανοιχτούς και σε ορίζοντες χωρίς συρματοπλέγματα».
Η Γιώτα Καρατζίδου, φιλόλογος, η οποία απογείωσε την εκδήλωση με τα υπέροχα ποιητικά της κείμενα, τις ποιητικές της παρεμβάσεις και απαγγελίες ποιημάτων Ελλήνων και Κυπρίων ποιητών, μας μετέφερε μέσα στην Αμμόχωστο σκάλισε μνήμες, παιδικά βιώματα από εκείνη την μαύρη εποχή και μας τα κατέθεσε. «Στη χώρα της μη λήθης» ονόμασε το κείμενο της. Και πώς μπορείς να ξεχάσεις… «1974, ώρα 2 το μεσημέρι. Ο μπαμπάς αργεί ναρθεί. Ένας αέρας σήκωσε την άμμο στο Σταθμό ,στη Γρίτσα .Είναι τα πέλματα καυτά καθώς ανακατεύονται μέσα στην άμμο. Πρέπει να τρέξουμε κάποιοι μας είπαν. Μια μέρα κανονική ,καλοκαιρινή, ξένοιαστη, παιδική σαν τις άλλες, αυτές που ποτέ δεν μένουν στη μνήμη μας. Εικόνα άτακτης φυγής μέσα στο μυαλό μου έχει μείνει. Κάποιοι, κάπου μακριά γράφουν την ιστορία τους. Με αίμα. Και εγώ το μόνο που θυμάμαι, το μόνο που έζησα είναι ένα τρεχαλητό για να σωθώ. Δεν ήξερα από ποιον, δεν γνώριζα το γιατί. Πολύ αργότερα έμαθα ότι την ίδια ώρα κάποιο παιδί άνοιγε για τελευταία φορά την πόρτα του σπιτιού του για να μην ξαναγυρίσει παρά μόνο χρόνια αργότερα σαν επισκέπτης. Δικές μου μνήμες άλλες δεν έχω. Μόνο μια γεύση. Κάτι που χάνεται και δεν μπορείς να το κρατήσεις. Άνθρωποι; Σπίτια; Θάλασσες; Ουρανός; Κάτι απ’ όλα αυτά που σημαίνουν τα πάντα για τον καθένα μας», Και συνέχισε, «Υπάρχουν πόλεις που έδεσαν το όνομα τους με την ιστορική μνήμη, τόποι που αγαπήθηκαν όχι μόνο από αυτούς που άνοιξαν το πρώτο βλέμμα τους στην θάλασσα αντικρύ, αλλά κι αυτούς που ταξίδεψαν γεμάτοι περιέργεια και πάθος αναζητώντας τις κρυφές ομορφιές τους που ξεχύνονται από παντού. Αυτές οι πόλεις όπως και τόποι ολάκεροι, συχνά μιλούν και ανασαίνουν μέσα από τους στίχους των ποιητών που προσφεύγουν στην έμπνευση που γεννά η αγάπη για ό,τι το νιώθουν νά'ναι δικό τους. …Ανακαλύπτεις αίφνης έναν τόπο κι αυτός μοιραία γίνεται πατρίδα σου κι ας γεννήθηκες αλλού, λέει ο Σεφέρης, μιλώντας για την Κύπρο που αγάπησε στο σύντομο πέρασμα του από το νησί. Οι τόποι και οι άνθρωποι έχουν αυτή την απρόσμενη ιδιότητα, να κυριαρχούν στο μέσα κόσμο, να τον κατακυριεύουν. Κι εσύ θέλοντας και μη αφήνεσαι να υποταχτείς στη θέληση που δέχεσαι να σου επιβληθεί, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Γιώργο Σεφέρη, και την Κύπρο».
Τα ποιήματα που ακούστηκαν ήταν των Θεοδόση Νικολάου, “Το σπίτι, β΄” (από την ομότιτλη ποιητική σύνθεση του 1993), του Άντη Κανάκη «Τα καρφιά», του Κώστα Μόντη «Της εισβολής», «Πικραινόμενος εν εαυτώ (1975), του Γιώργου Σεφέρη «Σαλαμίνα της Κύπρος», του Κυριάκου Χαραλαμπίδη με το ποίημα «ΑΡΧΗ ΙΝΔΙΚΤΟΥ» ποίημα «ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΗΣ», Γιάννη Ρίτσου, ’’Ύμνος και θρήνος για την Κύπρο’’, 1974 καθώς ακούστηκαν τα βιογραφικά των ποιητών μα και αποσπάσματα κειμένων που γράφτηκαν για την Κύπρο.
Η Γιώτα Καρατζίδου θέλοντας να βάλει τον δικό επίλογο στην εκδήλωση είπε: «Θέλω να κλείσω αυτό το ταξίδι με τα λόγια μιας απλής γυναίκας πρόσφυγα από την Κερύνεια της Κύπρου θέλοντας να υπενθυμίσω σε όλους μας ότι λίγο πολύ πρόσφυγες είμαστε ή μπορούμε να γίνουμε όλοι μας ζώντας σ’ έναν άξενο, χωρίς αγάπη και αλληλεγγύη κόσμο που οφείλει, έστω και την τελευταία στιγμή να κοιτάξει πρώτα μέσα του και να δει στον εαυτό του τη ζωή των άλλων, με σεβασμό, κατανόηση και αγάπη, της Ρήνας Κατσελλή, από την γυναίκα της Κερήνειας, «Πρόσφυγας στον τόπο μου» που γράφτηκε 1-9-74:
Χτες θυμήθηκα την περικοπή του Ευαγγελίου «Θησαυρίζετε θησαυρόν εν τω ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε σκώληξ αφανίζει, ουδέ κλέπται διορίσσουσι, ουδέ κλέπτουσι». Πόσο κατάλαβα αυτή την περικοπή! Ναι, το ζήτημα είναι να μην αφήσουμε να μας λεηλατήσουν την ψυχή μας. Να μην αφήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο να σκληρύνει, ή να ασκημίσει με τις αδικίες που μας κάνουν. Να μείνουμε και στην προσφυγιά μας αξιοπρεπείς, να ’χουμε πάντα τους ανιδιοτελείς στόχους μας. Και να παλεύουμε. Κι αν μας αδίκησαν, να μη γίνουμε εμείς άδικοι κι αν μας λεηλάτησαν τ’ αγαθά μας, να μη λεηλατήσουμε κι εμείς την ψυχή μας από ό,τι καλό και αγαθό έχει. [...]
Την εκδήλωση έκλεισε ο Πέτρος Φιάκας που αφού ευχαρίστησε τους παριστάμενους, τους χορηγούς της φωτογραφικής αυτής έκθεσης μας μίλησε για την Αμμόχωστο, την πόλη που εδώ και τέσσερα χρόνια που του επιτρέπεται ως επισκέπτης να φωτογραφίζει τα μνημεία της πόλης που γεννήθηκε. Η Στέλλα Τζιτζιλή, γραμματέας της φωτογραφικής ομάδας «Ίριδας» της Εστίας Πιερίδων Μουσών Κατερίνης, απέδωσε ως αναμνηστικό ένα φωτογραφικό άλμπουμ της Ίριδας στον Κύπριο φωτογράφο. Η εκδήλωση έκλεισε με το απόσπασμα «Η συνάντηση» που γράφτηκε από τον Θάνο Κόσυβα και τον Πέτρο Φιάκα.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Δεν περίμενα να μου τύχει άνθρωπος να καταλάβει, να νιώσει αυτά που έζησα. Μακριά περνούν των ανθρώπων οι ζωές. Κάθε φορά που από τη δική μου ανάγκη μιλώ για τις μέρες του ξεριζωμού, ξαναφτιάχνω το σώμα της πατρίδα μου από την αρχή. Μα τι να καταλάβουν όλοι αυτοί σκέφτομαι. Μόνον οι ποιητές ,απ’ όσο μακριά και αν έρχονται, κουβαλούν μέσα τους το δαίμονα του ‘’καταλαβαίνω’’, ’’νιώθω’’, αυτό τον θεό που λέγεται ‘’έμπνευση’’. Αυτοί ξέρουν, μου είπαν, να μπαίνουν μέσα στον άλλο και να τον ιχνηλατούν. Έχουν το χάρισμα της ενόρασης γιατί έχουν τα μάτια της ψυχής τους ανοιχτά.
Ένας παθιασμένος φωτογράφος, ένας ευαίσθητος ποιητής, που αφήνουν πίσω τους τη ζωή τους την πραγματική και ταξιδεύουν στη θάλασσα των αναμνήσεων με οδηγό μια πόλη.