Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Σχετικά με το Βιβλίο.
Σχετικά με το συγγραφέα Νίκο Σαραντάκο.
O Νίκος Σαραντάκος, παρουσίασε το νέο του βιβλίο, "Λόγια του αέρα και άλλες 1000 παγιωμένες εκφράσεις", μία έρευνα για την ετυμολογία ιδιωματικών λέξεων και φράσεων που χρησιμοποιούμε, την απόρριψη ή επαλήθευση και τεκμηρίωση των επικρατέστερων εκδοχών. Το βιβλίο και το συγγραφέα παρουσίασε η εκπαιδευτικός Τίνα Κωνσταντάτου.
"Οι παγιωμένες εκφράσεις είναι ένα ελκυστικό κομμάτι της ελληνικής και κάθε άλλης γλώσσας: δίνουν χρώμα και πλούτο στη γλώσσα, επιτρέπουν να εκφρασθούν λεπτές αποχρώσεις, ενώ συχνά ακόμα και η ιστορία της γέννησής τους είναι γοητευτικά ενδιαφέρουσα", γράφει ο συγγραφέας για το βιβλίο στο ιστολόγιό του. Σε αυτή, την ιστορία τής γέννησής τους, φαίνεται να έχει αφιερωθεί ο κος Σαραντάκος και ένα δείγμα των αποτελεσμάτων τής δουλειάς του είναι αυτό το βιβλίο.
Ξεχωρίζει έντονα ο επιστημονικός τρόπος με τον οποίο εργάζεται, δεν χαρίζεται σε εύκολα συμπεράσματα, ό,τι δεν τεκμηριώνεται το αφήνει για το μέλλον, όταν θα έχουν προκύψει νέα στοιχεία. Μέχρι τότε, απορρίπτει κάθε ερμηνεία όσο αληθοφανής και αν είναι. Αυτή η επιστημονικότητα (είναι δόκιμη η λέξη κε Σαραντάκο;) είναι το πολυτιμότερο εργαλείο τού σύγχρονου πολιτισμού μας, το υψηλότερο σημείο στο οποίο έχει φτάσει ποτέ ο άνθρωπος, η επικράτηση πάνω στο άγνωστο και όχι η υποτέλεια σε αυτό, η μετακίνηση από τη βρεφική ηλικία στην ενηλικίωσή του.
Δεν είναι γνώρισμα μόνον των θετικών επιστημών, είναι κουλτούρα που μπορεί να εφαρμοστεί παντού. Στην ιστορία δεν γίνονται αποδεκτοί ισχυρισμοί χωρίς ιστορικά αναμφισβήτητα στοιχεία. Στη φιλολογία δεν μπορεί να λέγεται ότι η έκφραση «χρωστάει της Μιχαλούς», που σύμφωνα με την επικρατούσα ευφάνταστη εκδοχή γεννήθηκε από μια ταβερνιάρισσα στο Ανάπλι το 1830 –ενώ έχει καταγραφεί σε έργο του 1810! Όπως συνεχίζει ο συγγραφέας στο ιστολόγιό του, "Έχω ελέγξει σχολαστικά τις πληροφορίες που παραθέτω, και τολμώ να τις θεωρώ έγκυρες· μάλιστα, με κίνδυνο να κάνω το βιβλίο μου λιγότερο εντυπωσιακό, απέφυγα μια συνήθη αρρώστια των παρόμοιων συλλογών, που πολύ αγαπούν να ανάγουν τη γέννηση παρόμοιων εκφράσεων σε ιστορικά γεγονότα, προσδιορίζοντας με ακρίβεια ημερομηνίες και ονόματα πρωταγωνιστών".
Όμως, η επιστημονική αυστηρότητα, δεν κάνει αποκρουστικό το αποτέλεσμα. Το ταμπεραμέντο τού συγγραφέα στο γραπτό αλλά και στον προφορικό λόγο, κάνει το έργο απολαυστικό.
Η παρουσίαση τού βιβλίου έγινε στο Booktalks, στο Π. Φάληρο. Είναι η δεύτερη φορά που βρεθήκαμε σε αυτό το χώρο για τον ίδιο λόγο. Ομολογώ ότι η χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα το κάνει ακόμα πιο γοητευτικό. Η ζεστή σοκολάτα σε γωνιακό τραπέζι με το ημίφως τού λαμπατέρ, είναι το ιδανικό σημείο να διαβάσεις το βιβλίο που μόλις αγόρασες, από τον ίδιο χώρο. Απολαύστε το!
Η κα Κωνσταντάτου είναι εκπαιδευτικός και ιδανικό πρόσωπο πιστεύουμε για να μιλήσει για το βιβλίο. Ιδανικό πρόσωπο διότι και λόγω τής Ακαδημαϊκής της μόρφωσης και διότι είναι σε άμεση επαφή με τη νεολαία, εκεί που διαμορφώνεται η γλώσσα. Διδάσκει και διδάσκεται από τους μαθητές της, με βασική πηγή ερεθισμάτων το ιστολόγιο τού Νίκου Σαραντάκου, όπως μας είπε. "Ο ξύλινος λόγος των ειδημόνων δεν πείθει κανέναν, το μυστικό είναι να αναπτύξουμε μηχανισμούς κριτικής σκέψης, να μάθουμε πως να σκεφτόμαστε και όχι τι να σκεφτόμαστε", ήταν πιστεύω μία από τις πιο ουσιαστικές κουβέντες που ειπώθηκαν.
Ενδιαφέρον είχε μία ανατρεπτική ιστορία που μας διηθήθηκε με μαθητής της που στην ερμηνεία τής έκφρασης "Σαν τα χιόνια" (λόγω τής σπάνιας χιονόπτωσης στα νότια τής χώρας), κατέθεσε τον προβληματισμό του για την πιθανώς διαφορετική έννοια στη Βόρεια Ελλάδα όπου εκεί λογικά θα έχει την έννοια "Πάλι εσύ;".
Έντονη είναι η παρουσία τού Νίκου Σαραντάκου στη λεγόμενη μπλογκόσφαιρα με το μπλογκ που διατηρεί "Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία", ως συνέχεια τής στήλης του στην Αυγή, "Ιστορίες λέξεων". Το μπλογκ τού συγγραφέα είναι σημείο αναφοράς για γλωσσικά αλλά και γενικότερα ζητήματα. Χαρακτηριστική είναι η κοινοποίηση άρθρων του στα κοινωνικά δίκτυα από πλήθος αναγνωστών του, των οποίων και εξήρε την ποιότητα και τη δημιουργική συμβολή των σχολιασμών τους.
Ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία για το πως αποφάσισε να μπει σε αυτή την περιπέτεια τής διαδραστικότητας μέσω τού Διαδικτύου. "Το 2008, κατά τη διάρκεια των γεγονότων για τη δολοφονία τού Γρηγορόπουλου, μία εφημερίδα ανέφερε τη φράση -Η δημοκρατία αυτοκαταστρέφεται- αποδίδοντάς την στον Ισοκράτη. Αυτό με έκανε να αποφασίσω να εμπλακώ σε έναν διάλογο για γλωσσικά θέματα, χωρίς να υποτιμάω βέβαια τη φυσική επαφή".
Ακούσαμε πολλά και ωραία, για το βιβλίο και με αφορμή το βιβλίο, στις ομιλίες αλλά και μετά, στη συζήτηση με το κοινό. Παρότι κράτησα σημειώσεις ώστε να περιγράψω τη συζήτηση, συνέβη κάτι ακόμα πιο ωραίο, οι δύο ομιλητές παραχώρησαν τα κείμενα των ομιλιών τους για να δημοσιευτούν στο Bookia και τους ευχαριστούμε για την τιμή.
Απολαύστε λοιπόν αυτούσιες τις ομιλίες. Λείπει βέβαια η ζωντάνια τού προφορικού λόγου αλλά είναι ότι έχουμε πιο κοντά σε αυτό :-).
- Ομιλία Τίνας Κωνσταντάτου
- Ομιλία Νίκου Σαραντάκου
ΤΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΤΟΥ
Με «Λόγια του αέρα» μιας «Γλώσσας μετ’ εμποδίων», με «Λέξεις που έχουν τη δική τους ιστορία», «Λέξεις που χάνονται» -σε κάθε περίπτωση «Οπωροφόρες Λέξεις».
Χτυπά, που λέτε, την περασμένη εβδομάδα το τηλέφωνο και για να μην σας κρατήσω σε αγωνία ήταν ο Νίκος Σαραντάκος που με προσκάλεσε στο σημερινό απέραντο πάνελ ομιλητών...
Στο τσακ δεν του απάντησα με την ερώτηση Αre you talking to me?
Κατόπιν σκέφτηκα τα ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ και συγκεκριμένα την παρακάτω παράθεση σε κάποιο λήμμα: "Εδώ, μάγκα, παίξε τον άνετο, γιατί θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι μαζί σου.
Το παρδαλό κατσίκι καραδοκούσε και το μόνο που έσωσε τη στιγμή ήταν η σκέψη Σύνελθε, αυτό είναι αντρική ατάκα. Αν έλεγε μαγκίτισσα, η αλήθεια είναι πως θα ήταν πιο σκούρα τα πράγματα...
Βρίσκομαι λοιπόν σήμερα εδώ ως μια πιστή αναγνώστρια του έργου του Σαραντάκου, ως εκπαιδευτικός που παίρνει ιδέες από αυτό και προσπαθεί να το αξιοποιήσει έμπρακτα, αλλά και ως συγγραφέας που το χρησιμοποιεί για να αποφύγει κάποιες από τις διάσπαρτες μπανανόφλουδες.
Όλο και κάτι τσιμπώ από τα Μεζεδάκια, τα ορεκτικά και τα κύρια πιάτα του Νίκου προσπαθώντας συχνά να πείσω και τους μαθητές μου να δοκιμάσουν νέες ή παρεξηγημένες γεύσεις μαγειρεμένες με αγάπη, από υλικά που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε σπίτι.
Ο δρόμος για τη Γνώση είναι ο δρόμος για την Ελευθερία. Και ποιο μονοπάτι δυσκολότερο και ομορφότερο από αυτό;
Οι προσεγγίσεις άπειρες, πολλές από αυτές εσκεμμένα παραπλανητικές, και πάντα με διαφορετικούς αποδέκτες.
Ανάμεσα σε αυτές τις προσεγγίσεις, ο ξύλινος λόγος και η αλαζονεία των «ειδημόνων», όπως και οι κάθε είδος «γκουρού» που υποτίθεται πως κατέχουν τη «μόνη αλήθεια».
Παρόμοιες προσεγγίσεις όχι μόνο δεν τους πείθουν όλους, μα απωθούν πολλούς, ανάμεσά τους και μένα. Ίσως όλους όσοι δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα να μεγαλώσουμε αντιμετωπίζοντας ορισμένες καταστάσεις ελαφρά, δηλαδή με την δέουσα σοβαρότητα...
Μια ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος στο ταξίδι για τη γνώση αποτελεί η ανάπτυξη του μηχανισμού κριτικής σκέψης. Να μάθουμε ΠΩΣ να σκεφτόμαστε, όχι ΤΙ να σκεφτόμαστε.
Και σε αυτά τα μπαγκάζια οι Λέξεις έχουν το μεγάλο τους μερίδιο. Μας βοηθούν να διακρίνουμε την αλήθεια και να μην καταπίνουμε αμάσητους μύθους και ψέματα.
Μας βοηθούν να μην αντλούμε εθνική ή προσωπική υπερηφάνεια από κάτι πλαστό και δήθεν, μα από κάτι αληθινό που είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε προς την κατεύθυνση που επιθυμούμε.
Μαθαίνοντας, εμπλουτίζοντας, διορθώνοντας τις αποσκευές μας, είμαστε όλο και πιο εξοπλισμένοι για κάθε απρόοπτο στο μακρύ ταξίδι.
Ο Νϊκος από μικρή ηλικία ...«το ‘χε» με τις λέξεις. Τον γνώρισα Μετά την αποψίλωση, το ’87, όταν κάθε προοδευτικός φαντάρος γύρω μου, ο οποίος σεβόταν τον εαυτό του διάβαζε τις ιστορίες του Σαραντάκου από την στρατιωτική του θητεία.
Το 1997 εμφανίστηκε ο πρόγονος του σημερινού Λόγια του Αέρα, το Αλφαβητάρι ιδιωματικών εκφράσεων που -να ‘ναι καλά με το περιεχόμενο και το σχήμα του- προσωπικά με έχει βοηθήσει ως τώρα πολύ στο να δείξω πως ναι, γλώσσα δεν είναι μόνο οι ασκήσεις με ομόρριζα και αντώνυμα.
Λογοτεχνία δεν είναι μόνο τα -συνήθως- πένθιμα κείμενα, τα οποία οι μαθητές οφείλουν να χωρίσουν σε παραγράφους, να βάλουν πλαγιότιτλους και να κρατήσουν μυστικό απ’ όλους το ότι δεν καταλαβαίνουν ένα σωρό λέξεις, εκτός από αυτές που επεξηγούνται με έναν αστερίσκο που δεν διαβάζει σχεδόν ποτέ κανείς, στο κάτω μέρος της σελίδας.
Όπως επίσης πως λεξικά δεν είναι μόνο οι απρόσωπες... γκουμούτσες.
Όπως και το ότι η αναζήτηση μια λέξης ή φράσης ή έκφρασης δεν γίνεται μόνο με γκουγκλάρισμα (με αποτελέσματα που μπορεί μεν να είναι εκατομμύρια, δεν παύουν όμως να είναι επισφαλή και πολύ συχνά ελλιπή ή λανθασμένα)
Μια από τις μεγαλύτερες στιγμές αμηχανίας στους σύγχρονους έφηβους, πχ, είναι να τους βάλεις στα χέρια ένα λεξικό και να τους ζητήσεις να διαλέξουν μια λέξη και να την αναζητήσουν. Κοιτούν το λεξικό σαν το βαμπίρ τα σκόρδα και μόνο αν κι εφόσον ...σε πάνε, αρχίζουν να ψάχνουν, κάνοντας περίπου 5 λεπτά της ώρας να βγάλουν άκρη. Συνήθως ανοίγουν το βιβλίο μετά τις 50 πρώτες σελίδες (κι ας ψάχνουν μια λέξη από ρ, ας πούμε) και μένουν άφωνοι από τον πλούτο της γλώσσας, τον όγκο κλπ Πράγμα που δεν ισχύει με τίποτα στην περίπτωση γκουγκλαρίσματος...
Όταν όμως τους προσφέρεται ένα βιβλίο κομοδίνου (όπως έχει αποκαλέσει ο Νίκος τις Λέξεις που χάνονται) , με ζουμερές πληροφορίες αναπτυγμένες σε ελάχιστες και εύληπτες παραγράφους, τα πράγματα αλλάζουν.
Όταν πληροφορούνται πως, ναι, σε τούτα τα βιβλία για τη γλώσσα μπορείς να βρεις τα το ρίχνω έξω, της πουτάνας το κάγκελο, έφαγε χυλόπιτα, αυτά παθαίνει όποιος δεν κάνει σεξ, πληρώνω τα σπασμένα, τον έχει βάλει στο βρακί της και πολλά λοιπά (άλλα 990 και κάτι περίπου)...ε τότε το πράγμα αλλάζει!
Η μεγάλη έκπληξη δε έρχεται όταν τους παρουσιάζονται και λογοτεχνικά παραθέματα με αυτές τις εκφράσεις. Έγραψε ο Καραγάτσης τον έχει βάλει στο βρακί της ;....ε, ίσως αξίζει τον κόπο να του ρίξουμε μια προσεκτικότερη ματιά τουτουνού του Καραγάτση...
Αφήστε που ξεχωρίζουμε και τις παροιμίες από τις παροιμιακές εκφράσεις και σίγουρα κάπου θα αναγνωρίσουμε τον προσωπικό μας τρόπο έκφρασης, με την καταγωγή και την περιγραφή της έκφρασής μας κι από πάνω. Άλλος το παίρνει κατάκαρδα, άλλος σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι, άλλος γυρίζει σαν την άδικη κατάρα, άλλος φέρνει την καταστροφή, άλλος κάνει ό,τι του κατέβει και άλλος τρώει το καταπέτασμα...και όλα αυτά μόνο σε δυο σελίδες από τα Λόγια του Αέρα.
Έτσι -και έτσι- ακόμα και η Ιστορία (ένα από τα πιο αντιπαθή μαθήματα στους σύγχρονους μαθητές) αποκτά άλλη διάσταση στο μαθητή –στον αναγνώστη γενικότερα. Γιατί Ιστορία δεν είναι μόνο οι πόλεμοι και οι Συνθήκες (τρομάρα τους)
Ποιος νέος δεν επιθυμεί να μάθει για το παρελθόν, για την καταγωγή και τις βαθιές του ρίζες. Κατά βάθος όλοι, όχι μόνο οι νέοι. Το ζητούμενο όμως είναι να καταφέρουμε να φτάσουμε στο βάθος –να σκάψουμε λίγο, έστω. Οπότε κάθε είδους εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση είναι ευπρόσδεκτο.
Ο σκοπός τής οποιαδήποτε έρευνας δεν είναι να εξευτελίσει τους μη γνώστες, μα να τους ωθήσει δημιουργικά να ανακαλύψουν όλο και κάτι περισσότερο προς την κατεύθυνση που ψάχνουν. Όπως είναι και το να εκθέσει τους δήθεν και όσους την εμποδίζουν, σκόπιμα ή μη.
Ένα από τα παραδείγματα που θα μπορούσα να παρουσιάσω σε αυτό το σημείο είναι ο χλευασμός, η ημιμάθεια και η εγκατάλειψη των μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες και άλλα προβλήματα, από «ειδικούς» που έχουν και το θράσος να βγαίνουν σε έντυπα και κανάλια κραυγάζοντας περί Παιδείας και άλλων δαιμονίων, λέγοντας όλοι οι αθρώποι δικαιώνται... ή από «διαβασμένους» που κοροϊδεύουν τους ανορθόγραφους, αντί να ακούν αυτό που εκείνοι λένε (οι δυσορθογραφικοί ή οι «αμόρφωτοι») κλπ κλπ
Αν κιόλας η έρευνα που λέγαμε πριν είναι κεφάτη και διαθέτει και χιούμορ κιόλας...ε τότε, ποιος μας πιάνει! Όλοι γνωρίζουμε την σοβαρότητα και την δύναμη του χιούμορ. Δυστυχώς χτες ακόμα το διαπιστώσαμε με τόσο τραγικό τρόπο στα γεγονότα στο Παρίσι, με τη δολοφονική επίθεση φασιστών ανεγκέφαλων φανατικών στη σατιρική εφημερίδα Charlie hebdo.
Όλες οι γλώσσες είναι δύσκολες, αλλά η δική μας, ελληνική, επειδή πιάνει τόσες χιλιάδες χρόνια είναι διπλά και τρίδιπλα δύσκολη... Άτιμο κι ανυπόταχτο πράγμα η γλώσσα. Λεξικό δυσκολεύεται να την αγκαλιάσει και γραμματικός να τη δαμάσει, έχει γράψει ο Νίκος, συμβάλλοντας στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου (του ιδίου)
Αυτό κι αν αποτελεί πρωτογενές πλεόνασμα, φίλοι μου. Γιατί όποιος ασχολείται με τη γλώσσα, τα έχει τετρακόσια...δεν χάνει ποτέ!
Στην αρχή μιλήσαμε περί κριτικής σκέψης. Δυο τρία χρόνια πριν, με μια μαθήτριά μου αναζητήσαμε το λήμμα σαν τα χιόνια. Πολύ επίκαιρο και σήμερα με τόση κακοκαιρία.
Το λήμμα είναι σύντομο και αναφέρει:
«Παιγνιώδης προσφώνηση σε επισκέπτη που είχαμε να τον δούμε πολύ καιρό. Μεταφορά από το χιόνι που σπάνια εμφανίζεται, τουλάχιστον στη Νότια
Ελλάδα».
- Νίκο, για δες, ήρθε ο Συμεωνίδης.
- Σαν τα χιόνια, λέει ο άλλος. (Στρατής Τσίρκας, Η νυχτερίδα)
Οπότε γυρίζει η μικρή και συμπληρώνει «Εντάξει, αλλά άμα μένεις στη Β. Ελλάδα, μπορείς να το πεις και για πλάκα...του στυλ «πάαααλι εσύ;»!
Μετά από ένα τέτοιο σχόλιο, τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει ένας δάσκαλος και ένας συγγραφέας;...
Η παρουσία του Ν.Σ στα Γράμματα είναι ευτυχώς και ηλεκτρονική... Ηλεπαρουσία, όπως ίσως θα έλεγε κι ο ίδιος. Ο Νίκος χρησιμοποιεί το ηλε- για να μιλήσει για ό,τι ηλεκτρονικό (όπως για τις ηλεμπαρούφες, πχ, για όλες εκείνες τις απίστευτες θεωρίες που αναπαράγονται ηλεκτρονικά από «ανθρώπους μορφωμένους με τα πτυχία τους και με τα ντοκτορά τους», όπως ο ίδιος λέει)
Εδώ και 5 χρόνια το ιστολόγιό του sarantakos.com, συνεργάζεται στενά με τις σελίδες των έντυπων βιβλίων και των εφημερίδων. Και μεις το απολαμβάνουμε.
Έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική ηλεκτρονική βιβλιοθήκη με κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, πολύτιμη και επειδή πολλά από τα κείμενά της είναι μοναδικά στο διαδίκτυο. Μέσα από επετείους, την Ιστορία, την επικαιρότητα, μηνολόγια, μεζεδάκια, τις προσωπικές του σκέψεις και αγάπες παρακολουθούμε ένα συλλέκτη λέξεων και εκφράσεων, έναν κυνηγό λέξεων και πιο γραφειοκρατικά Ληξίαρχο λέξεων και εκφράσεων, έναν επαγγελματία γραφιά με αγωνία για την γλώσσα που πραγματοποιεί ένα αβέβαιο ταξίδι στον απέραντο ωκεανό της γλώσσας, δηλώνοντας όμως πως οι έρευνές του είναι ερασιτεχνικές αλλά πιστεύει πειστικές και που ευχαρίστως θα ήθελε να ακούσει και τις δικές μας απόψεις. Και όταν αυτές υπάρχουν, τις λαμβάνει υπόψη του.
Δεν φλυαρεί παρόλο που η ενασχόλησή του με δάνεια και αντιδάνεια, δικτατορίες (της ετυμολογίας), κινήματα και μυστικές οργανώσεις σε υπόγειες στοές, θα δικαιολογούσαν μια πολυλογία –μπορεί και δυο (...)
Ο ίδιος έχει δηλώσει «συντηρητικός». Πριν γελάσουμε, ας το σκεφτούμε. Ναι είναι. Όπως είναι και κάθε αγρότης καλλιεργητής.
Γιατί για μένα αυτό είναι ο Ν.Σ:
Ένας συνεπής κουλτουριάρης της μάνας γλώσσας.
Ένας αγρότης με μεγάλη αγάπη για τη γη που κληρονόμησε και πρόκειται να κληροδοτήσει. Με έρευνα και γνώση για τους σπόρους, τις ποικιλίες τους, τηνσπορά τους, τις σοδειές, τους καρπούς, τον κόπο των προσπαθειών και την χαρά για τα αποτελέσματα.
Αναφέρει πως το όλο εγχείρημά του είναι κάτι το εντελώς πρωτότυπο, που δεν το είχε προσχεδιάσει και είναι πολύ περίεργος να δει τη συνέχεια. Το ίδιο και μεις που του ευχόμαστε καλή συνέχεια και πάντα με ζουμερούς και δυναμωτικούς καρπούς.
ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ
Καλησπέρα, ευχαριστώ πολύ όλους εσάς που ήρθατε εδώ, ευχαριστώ πολύ την Τίνα Κωνσταντάτου για τα καλά λόγια που είπε, όπως βέβαια και τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου για το τέταρτο βιβλίο που βγάζουμε μαζί αλλά και τον Άγη και την Κατερίνα που μας φιλοξενούν εδώ. Χαίρομαι πολύ για τη σημερινή παρουσίαση, από τη μια επειδή γίνεται στη γειτονιά όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα και από την άλλη επειδή είναι ελπιδοφόρο σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για το βιβλίο γενικά και για το καινούργιο βιβλίο και το βιβλιοπωλείο ειδικότερα, να ανοίγουν καινούργιοι χώροι για το βιβλίο, στις γειτονιές.
Τα Λόγια του Αέρα είναι το τελευταίο μου βιβλίο (εννοώ: προσωπικό βιβλίο, γιατί στο μεταξύ έχω εκδώσει και δυο-τρία βιβλία όπου κάνω τη φιλολογική επιμέλεια, στον Παπαδιαμάντη, τον Λαπαθιώτη, τον Βάρναλη) αλλά από μιαν άποψη είναι και το πρώτο γλωσσικό βιβλίο μου. Να εξηγήσω τι εννοώ.
Πριν από 25 περίπου χρόνια που άρχισα να ασχολούμαι με τη μετάφραση σε ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον, διαπίστωσα με ζήλια, μπορώ να πω, ότι για τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές γλώσσες υπήρχαν πλήθος βοηθήματα που έλειπαν από τα ελληνικά• επηρεασμένος από τη γαλλική σχολή, που αποδελτιώνει λογοτεχνικά κυρίως έργα, θέλησα λοιπόν να φτιάξω εγώ μια τέτοια συλλογή και άρχισα να αποδελτιώνω έργα ελληνικής λογοτεχνίας, συνειδητοποιώντας, στην πορεία, την αξία που έχουν τα σώματα κειμένων ως πρωτογενές λεξικογραφικό υλικό.
Έτσι με τα χρόνια συγκροτήθηκε ένα σώμα περίπου 11.000 εκφράσεων, και το 1997 παρουσίασα ένα μικρό κομμάτι από τη δουλειά μου σε ένα βιβλιαράκι, το Αλφαβητάρι των ιδιωματικών εκφράσεων, που αποτελεί την πρώτη μορφή του σημερινού βιβλίου. Από τότε, είχα κατά νου να κάνω μια βελτιωμένη και επαυξημένη νέα έκδοση.
Μετά, καταπιάστηκα με το Διαδίκτυο και με τις διαδικτυακές συζητήσεις ιδίως για γλωσσικά θέματα, και καρπός αυτών των συζητήσεων και επεξεργασιών ήταν το βιβλίο Γλώσσα μετ’ εμποδίων, το 2007, ένα βιβλίο στο οποίο εκθέτω τις απόψεις μου για τη γλώσσα• ένα βιβλίο, αλλά θα μπορούσε να είναι τέσσερα, αφού χωρίζεται σε τέσσερις διακριτές ενότητες: Η πρώτη ενότητα, «Μύθοι για τη γλώσσα», καταγράφει και προσπαθεί να καταρρίψει μερικούς από τους γλωσσικούς μύθους που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο –για το Hellenic quest, για το πλήθος των λέξεων της ελληνικής, για τις ελληνοκεντρικές ετυμολογίες. Στη δεύτερη ενότητα βγάζω το άχτι μου με τους λαθοθήρες, εκείνο το ενοχλητικό κλιμάκιο της γλωσσικής αστυνομίας που αντλεί μεγάλην ηδονή όταν βρίσκει ένα (πραγματικό ή υποτιθέμενο) λάθος σε κείμενα άλλων. Προσπαθώ να δείξω ποια από τα λάθη δεν είναι λάθη, και πολλές φορές χαίρομαι που πιάνω τους κυρίους λαθοθήρες αδιάβαστους. Κλείνοντας την ενότητα αυτή, ασχολούμαι και με το λεξικό Μπαμπινιώτη και την καινοφανή ορθογραφία που θέλησε να εισηγηθεί. Μετά τη δεύτερη ενότητα υπάρχει ένα Ιντερλούδιο, έτσι το είπα, που θίγει θέματα γραμματικής και θηλυκού γένους. Η τρίτη ενότητα, Δασείας Καταίρεσις, είναι αφιερωμένη στο μονοτονικό, ένα θέμα που έρχεται τακτικά στην επικαιρότητα με τις προσπάθειες για επαναφορά του πολυτονικού συστήματος. Τέλος, η τέταρτη ενότητα καταγράφει τα έργα και τις ημέρες της νεοκαθαρευουσιάνικης αντεπίθεσης –Νεοκαθαρευουσιάνικο Κοτσανολόγιο είναι ο τίτλος της. Εδώ σας ξεναγώ στο πολύχρωμο παζάρι των γυρολόγων της καθαρεύουσας -κοινώς, απ’ όλα έχει ο μπαχτσές. Να εξηγήσω λίγο τον όρο• «καθαρεύουσα» είναι, με τον ορισμό των γλωσσολόγων, η συστηματική αλλαγή των γλωσσικών κανόνων και του λεξιλογίου με βάση πραγματικά ή υποθετικά ξένα πρότυπα για δή¬λωση γλωσσικής και κοινωνικής ανωτερότητας. Στη σημερινή Ελλάδα, που το γλωσσικό ζήτημα έχει οριστικά λυθεί, η νεοκαθαρεύουσα δεν αμφισβητεί τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε αλλά συγκεκριμένες γλωσσικές επιλογές.
Ένας άλλος τομέας που με γοήτευε από παλιά ήταν η ετυμολογία και ειδικότερα η ιστορία των λέξεων, τα δάνεια και τα αντιδάνεια, και από αυτή την αγάπη και την αναζήτηση άρχισα κι εγώ να γράφω ιστορίες λέξεων. Γιατί δεν έχουν ιστορία μόνο οι άνθρωποι, έχουν κι οι λέξεις τη δική τους ιστορία. Γεννιούνται, μεγαλώνουν, μεταναστεύουν σε άλλες χώρες. Καθώς ενηλικιώνονται, οι λέξεις πολλές φορές αλλάζουν σημασία. Κάποτε, πεθαίνουν. Μόνο που, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, οι λέξεις μπορεί και να ανασταίνονται –αν και όχι πάντοτε με επιτυχία. Πολλές από τις λέξεις που τις έχουν αναστήσει λεξιλάγνοι λόγιοι παραμένουν νεκροζώντανα ζόμπι, αν και άλλες, όταν καταφέρνουν να προσληφθούν στο δημόσιο, έχουν την ευκαιρία για δεύτερη ευδόκιμη υπηρεσία –στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε για μετενσάρκωση.
Η ετυμολογία είναι συναρπαστική για τους λάτρεις της, αλλά κατανοώ ότι στον πολύ κόσμο μπορεί να φαίνεται κάπως ξερή. Γι’ αυτό προτίμησα να παρουσιάσω «ιστορίες λέξεων» και όχι απλώς ετυμολογικές διερευνήσεις. Ο όρος «ιστορίες λέξεων» αφήνει το περιθώριο να προσθέσει κανείς αρκετά τερπνά στοιχεία και να ανοίξει διόδους επικοινωνίας με τη λογοτεχνία.
Από τον Σεπτέμβριο του 2008 άρχισα να γράφω κάθε μήνα στην εφημερίδα Αυγή ένα άρθρο με ιστορίες λέξεων της επικαιρότητας, που πήρε τον τίτλο «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», ένας τίτλος που μου άρεσε τόσο πολύ που όταν, λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 2009, άνοιξα το δικό μου ιστολόγιο, διάλεξα τον ίδιο τίτλο, «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», με υπότιτλο «Για τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και όλα τα άλλα» και, για να τριτώσει το κακό, ή το καλό, τον Νοέμβριο του 2009 έβγαλα και το δεύτερο γλωσσικό βιβλίο που το είπα «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία» και περιλαμβάνει άρθρα με ιστορίες λέξεων, που τα περισσότερα είχαν πρωτοδημοσιευτεί στην εφημερίδα και στο ιστολόγιο, αλλά στη συνέχεια ξαναδουλεύτηκαν, με την πολύτιμη συμβολή των σχολιαστών του ιστολογίου –διότι, για να λέμε την αλήθεια, καμαρώνω που έχω συγκεντρώσει μια πλειάδα εξαίρετων σχολιαστών που συζητούν νηφάλια, όπως σπάνια συμβαίνει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και που με τα σχόλιά τους προσφέρουν μεγάλη προστιθέμενη αξία στα άρθρα μου.
Να πω με την ευκαιρία ότι στην εξιστόρηση της διαδρομής των λέξεων είναι πολύ συχνό το φαινόμενο των γλωσσικών δανείων. Τα δάνεια κάποιοι τα θεωρούν προσβολή της εθνικής καθαρότητας και προσπαθούν να τα εξοβελίσουν από τη γλώσσα. Εγώ αντίθετα τον γλωσσικό δανεισμό προτιμώ να τον βλέπω σαν συναρπαστική ιστορία δημιουργικής επαφής ανθρώπων και πολιτισμών και αισθάνομαι απεριόριστο σεβασμό όχι μόνο (και, ασεβώς, όχι τόσο) για τους λόγιους που μπόλιασαν τη λατινική ή τις αναγεννησιακές ευρωπαϊκές γλώσσες με ελληνικές ρίζες, αλλά για τις χιλιάδες ανώνυμους, τους ναυτικούς, τους πραματευτές, τους μισθοφόρους στρατιώτες, τους εμπόρους, τις μαστοράντζες, τους σαράφηδες, τους (λαθρο;)μετανάστες, που διέδωσαν τα πράγματα και τις λέξεις από τη μια στην άλλην άκρη της λεκάνης της Μεσογείου και πολύ παραπέρα.
Το φαινόμενο του γλωσσικού δανεισμού εμφανίζεται και στο τρίτο γλωσσικό μου βιβλίο, τις Λέξεις που χάνονται, που κυκλοφόρησε το 2011, που περιλαμβάνει 366 σύντομα άρθρα, το καθένα αφιερωμένο σε μία σπάνια λέξη, δηλαδή λέξη που δεν βρίσκεται στα μεγάλα λεξικά μας (Μπαμπινιώτη, ΛΚΝ). Προσπάθησα να διαλέξω λέξεις που να λέγονται σε περισσότερα από ένα μέρη της Ελλάδας: θέλω να αναδείξω το φαινόμενο ότι μια λέξη που θεωρείται π.χ. αποκλειστικά κρητική ή κερκυραϊκή είναι πολλές φορές πανελλήνια ή τουλάχιστον πολυπεριφερειακή, μια και ακούγεται ενδεχομένως και στην άλλη άκρη της Ελλάδας. Επίσης, λέξεις που να έχουν κάποιο ενδιαφέρον ετυμολογικό (π.χ. δάνεια ή αντιδάνεια) ή ιστορικό ή να έχουν χρησιμοποιηθεί από κάποιον μεγάλο λογοτέχνη ή να ακούγονται σε κάποιο γνωστό τραγούδι. Προσπάθησα δηλαδή να βρω λέξεις που να έχω να πω γι’ αυτές κάτι ενδιαφέρον και τερπνό, λέξεις που να είναι σπάνιες μεν αλλά γνωστές σε ικανό ποσοστό των αναγνωστών. Το βιβλίο αυτό είχε τη μεγαλύτερη ως τώρα εκδοτική επιτυχία, αφού μοιράστηκε και από την εφημερίδα Βήμα, κι έτσι είναι με μεγάλη διαφορά το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο μου.
Στα δύο προηγούμενα βιβλία παρακολουθούσα την πορεία μιας λέξης, ή μιας οικογένειας λέξεων, και τις διάφορες σημασίες που παίρνει καθώς ταξιδεύει στο χρόνο -καταγράφω δηλαδή τα πολλά πράγματα μίας λέξης• στο επόμενο βιβλίο μου, τις «Οπωροφόρες λέξεις», σκέφτηκα να κάνω το αντίστροφο: να καταγράψω την ιστορία και τις πολλές λέξεις κάποιων πραγμάτων, στην προκείμενη περίπτωση των οπωρικών και των ξηρών καρπών. Πρόκειται για τριάντα άρθρα που το καθένα είναι αφιερωμένο σε έναν καρπό: η ιστορία του κάθε καρπού και το πώς έφτασε στα μέρη μας, τι έλεγαν για τον καρπό αυτό οι αρχαίοι και βυζαντινοί συγγραφείς, τα ονόματα του κάθε καρπού, τόσο το σημερινό όσο και τα παλαιότερα, καθώς και οι διαλεκτικές ονομασίες του, η ετυμολογία των ονομάτων, οι παροιμιακές και ιδιωματικές φράσεις με το συγκεκριμένο φρούτο, η παρουσία του στη λογοτεχνία και τη λαογραφία. Με δυο λόγια, το κάθε άρθρο εξετάζει τη θέση που έχει το κάθε φρούτο στον πολιτισμό μας και (συντομότερα, βέβαια) στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Δεν είναι δηλαδή μια απλή ιστορία: μπαίνει στη μέση η ετυμολογία, η λεξικογραφία• η φρασεολογία, η λαογραφία, η λογοτεχνία και οι άλλες τέχνες. Επομένως, σε κάθε κεφάλαιο έχουμε μια, θα λέγαμε, πολιτισμική ιστορία του συγκεκριμένου καρπού, αναφέροντας βέβαια τις λέξεις που τον ονοματοδότησαν, αφού ο έρωτας με τις λέξεις είναι παλιός και αθεράπευτος. Αλλά τα ονόματα είναι άστατα: για παράδειγμα, δεν είμαστε βέβαιοι ποιον καρπό έλεγαν οι αρχαίοι «κοκκύμηλα»• σε άλλες περιγραφές ταιριάζουν στα κορόμηλα, σε άλλες στις μπουρνέλες. Ή, πάλι, ενώ πριν από 400 χρόνια ονομάζαμε «απίδι» το αχλάδι και «αχλάδα» το αγριάπιδο, σήμερα στην Αττική και στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας το καλό το φρούτο το λέμε «αχλάδι» και ο λόγος είναι ότι στα αρβανίτικα το «πίδε» είναι πολύ κακιά λέξη [είναι κι η μητέρα μου εδώ] και γι’ αυτό το απίδι σε όλα τα μέρη όπου κατοικούσαν αλβανόφωνοι σταμάτησε να λέγεται.
Και φτάνουμε στο 2013, οπότε αποφάσισα να προχωρήσω σε μια επαυξημένη έκδοση του μικρού βιβλίου που είχα βγάλει το 1999. Στα «Λόγια του αέρα» λοιπόν ασχολούμαι με τις παροιμιακές ή ιδιωματικές ή παγιωμένες όπως αποφάσισα τελικά να τις πω εκφράσεις της γλώσσας μας. (Η ορολογία δεν είναι εντελώς… παγιωμένη, δείτε τον πρόλογο του βιβλίου για περισσότερα). Με άλλα λόγια, το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε εκφράσεις όπως: τον χόρεψα στο ταψί, μου μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά, αγρόν ηγόρασε, κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, τα φόρτωσε στον κόκορα, λέει λόγια του αέρα και ούτω καθεξής.
Διάλεξα να παρουσιάσω 1001 τέτοιες εκφράσεις (αριθμός φυσικά συμβολικός, στην πραγματικότητα είναι κάπως περισσότερες, περίπου 1080, διότι μερικά λήμματα είναι, όπως τα λέω, δίκορκα, δηλ. για παράδειγμα στο λήμμα «σηκώνω παντιέρα» αναπτύσσω και τη συνώνυμη έκφραση «σηκώνω μπαϊράκι»). Η επιλογή έγινε με κριτήρια τη συχνότητα χρήσης, τη σημασιολογική διαύγεια και, μεταξύ εξίσου συχνών εκφράσεων, το αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον να ειπωθεί για την έκφραση, κάτι που ο μέσος αναγνώστης το αγνοεί.
Το βιβλίο είναι βασισμένο σε σώματα κειμένων, ιδίως λογοτεχνικών. Οι γλωσσολόγοι εδώ ίσως εκφράσουν μιαν αντίρρηση, διότι θεωρούν ότι δεν πρέπει να είναι μόνο η λογοτεχνία πρωτογενές υλικό ή ίσως και ότι δεν είναι η λογοτεχνία το καταλληλότερο πρωτογενές υλικό, όμως εγώ θέλησα να δώσω στον αναγνώστη την ευκαιρία να γευτεί και μερικά αποσπάσματα έξοχου λόγου. Βέβαια, σε κάποιες, ιδίως νεότερες, εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται κυρίως στον δημοσιογραφικό ή πολιτικό λόγο χρησιμοποίησα παραθέματα από εφημερίδες (π.χ. στο λήμμα «σαν ταύρος σε υαλοπωλείο», από άρθρο του Μανδραβέλη) ή από την πολιτική (π.χ. στο λήμμα «πριν αλέκτωρ φωνήσει» από τα Πρακτικά της Βουλής).
Βέβαια, δεν έχουν όλοι οι λογοτέχνες το ίδιο φορτίο, την ίδια πυκνότητα παγιωμένων εκφράσεων• σε ορισμένους, ιδίως πιο σύγχρονους, σχεδόν απουσιάζουν, σε άλλους είναι πολύ κοινές. Στο Τρίτο στεφάνι, ας πούμε, του Ταχτσή, όπου μεταφέρεται ο μονόλογος μιας λαϊκής αλλά όχι αμόρφωτης γυναίκας, οι παροιμιακές και ιδιωματικές εκφράσεις είναι πάρα πολλές• ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιούσε επίσης πολλές, όχι μόνο στο στόμα των ηρώων του, αλλά και στην αφήγησή του, όπου μάλιστα είναι τυπωμένες μέσα σε εισαγωγικά ή σε αραιά γράμματα. Πολλές βρίσκει κανείς, εννοείται, σε θεατρικά έργα.
Η αναδρομή στα σώματα κειμένων δεν δίνει μόνο γεύσεις από την καλή λογοτεχνία. Όταν βρεις μιαν έκφραση σε ένα παλιότερο κείμενο, αυτομάτως έχεις και ένα terminus ante quem για την έκφραση, ένα όριο πριν από το οποίο γεννήθηκε η έκφραση• αυτό βοηθάει πολλές φορές και για την ετυμολόγηση της έκφρασης, την ανίχνευση της προέλευσής της, ιδίως αν στο κείμενο τονίζεται ότι η έκφρ. είναι ήδη παροιμιακή, όπως συμβαίνει συχνά σε κείμενα της αρχαίας και μεσαιωνικής γραμματείας. Βέβαια, ομολογώ ότι εγώ προσωπικά έχω το κόλλημα ή την πετριά του γλωσσικού ληξίαρχου, δηλαδή με ενδιαφέρει να βρω πότε καταγράφεται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας μια έκφραση ή μια λέξη, κάτι που είναι επιρροή από την ευρωπαϊκή λεξικογραφία• εκεί τα «γλωσσικά ληξιαρχεία» είναι πολύ αναπτυγμένα, στην Ελλάδα όχι και τόσο, έναν Κουμανούδη είχαμε που έβγαλε το 1900 τη «Συναγωγή νέων λέξεων πλασθεισών υπό των λογίων» και ο Μπαμπινιώτης ενέτει 1998 τον Κουμανούδη αντέγραψε.
Η αναζήτηση της πρώτης εμφάνισης εκφράσεων κρύβει εκπλήξεις για τον ερευνητή. Για παράδειγμα, πίστευα ότι η έκφραση «καινούργιο φρούτο», που τη λέμε ειρωνικά ή επιτιμητικά για μια καινοτομία που δεν μας βρίσκει σύμφωνους, πίστευα ότι είναι μεταπολεμική, αφού μόνο τα τελευταία χρόνια πλημμύρισαν οι αγορές μας με εξωτικά φρούτα. Κι όμως, ο Μακρυγιάννης στ’ Απομνημονεύματά του, απευθυνόμενος στον Καποδίστρια, λέει: Εσύ, Εκλαμπρότατε, από τον καιρό οπού κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις την πατρίδα• διαίρεσιν αναμεταξύ μας δεν είχαμε, φατρίαν μας ήφερες, νέο φρούτο σ’ εμάς τους Έλληνες, παραλυσίαν κι αφανισμόν
Θα δώσω ένα παράδειγμα για το πώς η χρονολόγηση μιας έκφρασης βοηθάει στην εξήγηση της προέλευσής της και ταυτόχρονα θα απαντήσω στο πρώτο ερώτημα που θέτει το οπισθόφυλλο του βιβλίου («Ποια είναι η Μιχαλού και γιατί της χρωστάμε»).
Λοιπόν, η έκφρ. «αυτός χρωστάει της Μιχαλούς», η οποία σημαίνει «δεν είναι στα καλά του», ή μάλλον σήμερα έχει δυο σημασίες, αλλά που η αρχική της σημασία ήταν «δεν είναι στα καλά του», η έκφραση αυτή λοιπόν, σύμφωνα με μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, προέρχεται από μια ιδιοκτήτρια πανδοχείου στο Ναύπλιο αμέσως μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η οποία λεγόταν Μιχαλού και κυνηγούσε με αμείλικτη επιμονή όσους τής άφηναν βερεσέδια, με αποτέλεσμα τελικά να τους κάνει να τρελαίνονται• κι έτσι, όταν οι διαβάτες έβλεπαν να περιφέρεται κάποιος στο δρόμο παραμιλώντας και γενικά δείχνοντας σημάδια ανισορροπίας, έλεγαν «Αυτός θα χρωστάει της Μιχαλούς».
Δεν ξέρω ποιος πρωτοδιατύπωσε αυτή την εξήγηση πάντως θα τη βρείτε σε πάμπολλα συγγράμματα, έργα αναφοράς έγκυρα και μη, από το Ρομάντζο μέχρι το Λεξικό του Μπαμπινιώτη (έως την τρίτη έκδοση). Προφανώς έχει κάτι το ελκυστικό η ιστορία της αμείλικτης ταβερνιάρισσας. Προσωπικά, όταν βλέπω τόσο να δίνονται τόσο συγκεκριμένες και ακριβείς εξηγήσεις χωρίς να στηρίζονται σε πρωτογενείς πηγές, πάντοτε κουμπώνομαι, υποψιάζομαι ότι βρίσκομαι μπροστά σε επεξηγηματικό μύθο. Όμως, κάθε τι που διατυπώνεται με βεβαιότητα τραβάει, είναι ελκυστικό, πείθει• βλέπετε, όπως η φύση αντιπαθεί το κενό, έτσι και ο άνθρωπος αντιπαθεί την αβεβαιότητα.
Αλλά, όπως καταλαβαίνετε, το μεγάλο πλεονέκτημα των «επεξηγηματικών μύθων», που είναι η σιγουριά με την οποία διατυπώνονται, μετατρέπεται αυτόματα σε μειονέκτημα αν είσαι αρκετά τυχερός να βρεις μιαν αναφορά παλαιότερη από τη χρονολόγηση που προκύπτει από τον μύθο (εδώ, από το 1830). Βέβαια, πρέπει να είσαι πολύ τυχερός για να μπορέσεις να βρεις στον αχανή αχυρώνα των παλιών κειμένων τη βελόνα που θα τρυπήσει το συγκεκριμένο μυθοπλαστικό μπαλόνι, αλλά καμιά φορά ο Θεός αγαπάει και τον νοικοκύρη.
Έτσι, στην περίπτωση της Μιχαλούς, ήμουν τυχερός να βρω την έκφραση «μπας και χρωστείτε της Μιχαλούς;» στα Κορακιστικά του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, μια κωμωδία με γλωσσικό ενδιαφέρον, που γράφτηκε γύρω στο 1812. Εκεί, ένας Χιώτης υπηρέτης λέει στον αφέντη του:
Φρόνιμμα το λέσι στον τόπον μου στη Χχιο, το πως οι Γραμματισμένοι χρωστούσι της Μιχαλλούς.
Και εφόσον η έκφραση ήταν παροιμιακή ήδη το 1812, σημαίνει πως έχει γεννηθεί πολύ νωρίτερα από το 1830, άρα ο μύθος της ταβερνιάρισσας Μιχαλούς καταρρέει.
Προσέξτε όμως κάτι κακό που έχει η ανασκευή των μύθων: ο μύθος, επειδή είναι μύθος, προσφέρει βεβαιότητες. Με το να ανατρέψεις μια βεβαιότητα, βρίσκεσαι στην αβεβαιότητα: δεν μαθαίνεις κάτι, αλλά ξεμαθαίνεις, και αυτό δεν το δέχεται με ευχαρίστηση ο αναγνώστης. Διότι, τι του προσφέρεις στη θέση της γουστόζικης ιστορίας με την ταβερνιάρισσα Μιχαλού; Τίποτα το εξίσου σίγουρο ή το εξίσου τερπνό. Ξέρουμε δηλαδή ότι στα βουλγάρικα υπάρχει η έκφραση «χρωστάω στον Μιχάλη» με την ίδια σημασία, αλλά στα ελληνικά της Θράκης Μιχάλης είναι ο αγαθούλης, οπότε, όποιος χρωστάει στον ελαφρόμυαλο Μιχάλη υποθέτουμε ότι είναι δυο φορές ελαφρόμυαλος. Τέλος πάντων, ευτυχώς υπάρχουν άλλες εκφράσεις με συναρπαστική αλλά και αληθινή ιστορία.
Με τη Μιχαλού όμως δεν τελειώσαμε. Ακριβώς επειδή ως έκφραση έχει χάσει την σημασιολογική της διαύγεια, σε αντίθεση με τις περισσότερες εκφράσεις (πρβλ. μου έχεις ψήσει το ψάρι στα χείλη, μου έβαλε τη θηλειά στο λαιμό, του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι), τις τελευταίες δεκαετίες, υπό την επίδραση του «βαριού» ρήματος χρωστάω, όλο και περισσότεροι, ιδίως νεότεροι, χρησιμοποιούν την έκφραση σαν να έχει τη σημασία «χρωστάει στους πάντες», δηλ. σαν συνώνυμη των εκφράσεων «χρωστάει σε όποιον φοράει παπούτσια/μιλάει ελληνικά». Φαντάζονται δηλαδή τη Μιχαλού σαν μια λαϊκή, φτωχιά γυναίκα –οπότε, για να χρωστάει κάποιος και στη Μιχαλού, χρωστάει στους πάντες.
Μια παρόμοια ιστορία σχετικά με την προέλευση έκφρασης είναι τα «πράσινα άλογα», για την οποία πολλοί υποστηρίζουν ότι προέρχονται από την αρχαία φράση «πράσσειν άλογα» (δηλαδή πράττω παράλογα πράγματα). Τέτοια φράση δεν παραδίδεται στις πηγές, η δε ιδέα του πράσινου άλογου ως δήλωση του παράλογου και του αδύνατου είναι πολύ «λογική», αφού υπάρχει και σε άλλες γλώσσες π.χ. στα ρουμάνικα, όπου υπάρχει και η παροιμία «Είδες πράσινο άλογο; Είδες Σέρβο φρόνιμο», δηλαδή όσο απίθανο είναι το ένα, τόσο απίθανο είναι και το άλλο. Τέτοια παροιμία την έχουμε κι εμείς, ή την είχαμε, αφού υπήρχε η παροιμία «Είδες πράσινο άλογο; Είδες Χιώτη άλωλο», ο δε Παναγιωτάκης Νικούσιος, ο πρώτος ρωμιός Μέγας Δραγουμάνος (περί το 1650) είχε το παρατσούκλι «πρασινάλογος» ακριβώς επειδή ήταν Χιώτης. Αν θέλουμε να το κάνουμε και λίγο πιο συναρπαστικό, θα σκεφτούμε την Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου η φράση «και ιδού ίππος χλωρός»• και ενώ είναι αλήθεια ότι στα αρχαία η λ. χλωρός δεν σημαίνει ακριβώς πράσινος, αλλά πιάνει μια γκάμα χρωμάτων από το ωχρό και το κίτρινο ίσαμε το πράσινο, ωστόσο δεν αποκλείεται και αυτό το άλογο να ήταν πράσινο.
Πάντως, στο βιβλίο δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι για μερικές εκφράσεις δεν έχω βρει εξήγηση που να με ικανοποιεί• έτσι, για παράδειγμα, για την έκφραση «ο μήνας έχει εννιά» παραθέτω την ευρέως διαδεδομένη εξήγηση, ότι δηλαδή παλιότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι έπαιρναν τον μισθό τους στις 9 του μηνός, η οποία επομένως ήταν μέρα χαράς και αμεριμνησίας. Προσωπικά, το ένστικτό μου με κάνει να αμφιβάλλω για την εξήγηση και πουθενά δεν μπόρεσα να βρω μια τεκμηριωμένη επιβεβαίωσή της. Ωστόσο, μην έχοντας να προτείνω κάτι άλλο, αρκούμαι στο να καταθέσω την επιφύλαξή μου.
Άλλοτε πάλι τολμώ να διατυπώσω μια δική μου εικασία για την εξήγηση της έκφρασης, όπως π.χ. στην «από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», αφού όμως παραθέσω τις επικρατέστερες απόψεις παλαιότερων ερευνητών (για την ιστορία, πιστεύω ότι πρόκειται για συρραφή δύο άσχετων μεταξύ τους φράσεων).
Συντηρητικές είναι και οι παγιωμένες εκφράσεις, με την έννοια ότι δεν αλλάζουν παρά το γεγονός ότι η γύρω κοινωνία αλλάζει. Είναι κιόλας δώδεκα ή δεκατρία χρόνια που χρησιμοποιούμε ένα καινούργιο νόμισμα, αλλά παρόλαυτα εξακολουθούμε να λέμε «τέρμα τα δίφραγκα», «δεν δίνω δεκάρα τσακιστή», «δεν αξίζει φράγκο». Παρεμπιπτόντως, η φράση «τέρμα τα δίφραγκα» είναι απόηχος της εποχής όπου υπήρχαν κλιμακωτές τιμές στα εισιτήρια των λεωφορείων και εισπράκτορες να την εκφωνούν, δηλαδή μια κατάσταση που έχει πάψει να ισχύει εδώ και περίπου 50 χρόνια• όμως η φράση λέγεται, χωρίς να μετατραπεί σε, ξερωγώ, τέρμα τα δίευρα.
Αλλά και γενικότερα ο κόσμος των ιδιωματικών εκφράσεων πατά¬ει γερά στο παρελθόν θυμίζει μια καθημερινή ζωή ολότε¬λα διαφορετική από τη σημερινή στις πόλεις• στις εκφρά¬σεις αυτές επιβιώνουν αντικείμενα μιας αγροτικής Ελλάδας που χάνεται, όπως το ροδάνι, το χτένι του αργαλειού ή το σφοντύλι. Μπορεί το αυτοκίνητο να παίζει εδώ και πολλές δεκαετίες καίριο ρόλο στη ζωή μας, αλλά όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος εξασφαλίστηκε, λέμε ακόμα ότι «έδεσε τον γάιδαρό του». Αλλά και το αυτοκίνητο έχει δώσει εκφράσεις π.χ. τον έπιασε λάστιχο/έμεινε από λάστιχο• δηλαδή, δεν είναι απόλυτος ο συντηρητισμός των παγιωμένων εκφράσεων, συνεχίζουν να γεννιούνται εκφράσεις και σήμερα.
Σε κάποια λήμματα δίνω την αντιστοιχία με τα αρχαία ή τα μεσαιωνικά ελληνικά –όχι από απεγνωσμένη προσπάθεια σύνδεσης με το ένδοξο παρελθόν, αλλά επειδή είναι ελκυστικό να βλέπει κανείς ότι μια έκφραση φαινομενικά σύγχρονη υπάρχει στη γλώσσα εδώ και πολλούς αιώνες, έστω και σε άλλη γλωσσική μορφή. Να δώσω ένα παράδειγμα. Για κάποιον που με πλάγια μέσα πετυχαίνει κάτι, κυρίως δε να προσληφθεί κάπου ή να προσποριστεί κάποιο ευεργέτημα που δεν δικαιούται, λέμε ότι "μπήκε από το παράθυρο". Η φράση φαίνεται γέννημα-θρέμμα της νεοελληνικής πραγματικότητας, όμως η πρώτη μορφή της απαντά σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια νωρίτερα, στον Πλούταρχο. Ένα από τα έργα του είναι τα Συμποσιακά, στα οποία εξετάζονται διάφορα "προβλήματα" που αφορούν τα συμπόσια ή που συνηθιζόταν να συζητιούνται στα συμπόσια• θελκτικές κουβέντες του κρασιού, περίτεχνα δουλεμένες. Σε μια τέτοια κουβέντα, θέμα της συζήτησης είναι αν πρέπει ο οικοδεσπότης να τοποθετεί τους προσκαλεσμένους του σε συγκεκριμένες θέσεις ή μήπως είναι καλύτερο να τους αφήνει να διαλέγουν οι ίδιοι τις θέσεις τους. Εκεί, ο Πλούταρχος, αποκρούοντας τη δεύτερη αυτή άποψη, λέει: "δέδια μη δοκώμεν τη αυλείω τον τύφον αποκλείοντες εισάγειν τη παραθύρω μετά πολλής αδιαφορίας", δηλαδή "φοβάμαι μήπως, από την πολλή φροντίδα να αποφύγουμε τις διακρίσεις, φαίνεται μεν ότι διώχνουμε τη ματαιοδοξία από την πόρτα αλλά στην πραγματικότητα την βάζουμε μέσα από το παράθυρο". Χρήση πολύ όμοια με τη σημερινή.
Όπως είπα, η συγγραφική μου παρουσία βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με την δραστηριότητά μου στο Διαδίκτυο. Το Διαδίκτυο δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθείς σε πολύ κόσμο και ταυτόχρονα να πάρεις αναπληροφόρηση, να μάθεις τη γνώμη τους για όσα γράφεις. Ωστόσο, και η φυσική επαφή και επικοινωνία με τους αναγνώστες είναι κάτι το απολύτως απαραίτητο –γι’ αυτό εκδηλώσεις σαν τη σημερινή είναι πάντοτε πολύτιμες για μένα, και σας ευχαριστώ για άλλη μια φορά που ήρθατε να με ακούσετε.
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Σχετικά με το Βιβλίο.
Σχετικά με το συγγραφέα Νίκο Σαραντάκο.