Γράφει: Ανδρέας Κ. Ανδρέου
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Το βιβλίο «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση».
Ο συγγραφέας Αιμίλιος Σολωμού.
Οι εκδόσεις Ψυχογιός.
Οι εκδόσεις Ψυχογιός, η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου και το Βιβλιοπωλείο Rivergate στη Λευκωσία, παρουσίασαν το βιβλίο του Αιμίλιου Σολωμού, «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση».
Το βιβλίο παρουσίασε ο Λογγίνος Παναγή, σκηνοθέτης-ποιητής, ενώ χαιρετισμό απηύθυνε ο πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, Γιώργος Μολέσκης, ποιητής. Αποσπάσματα διάβασε η Όλγα Πιερίδου, ραδιοφωνική παραγωγός.
Ο ίδιος ο συγγραφέας είπε για το βιβλίο κατά την έναρξη τής εκδήλωσης:
«Το βιβλίο με ταλαιπώρησε πολύ. Από τη σύλληψη της ιδέας πίσω στο 2011, ίσως το 2010. Ήμουν τρομερά οργισμένος με όσα συνέβαιναν. Σχεδόν μίσησα τους πολιτικούς στην Ελλάδα και τους τροϊκανούς που ταπείνωναν συνεχώς τη χώρα. Γι’ αυτό ήθελα να περάσει ένα διάστημα, να μη γράφω υπό την επήρεια του συναισθηματισμού μου. Έτσι μελετούσα και κρατούσα σημειώσεις.
Ήθελα να αναδείξω τα κοινά σημεία των δύο ιστοριών του σήμερα και του τότε (1870, Η Σφαγή στο Δήλεσι), τις παθογένειες του ελληνικού κράτους που εξακολουθούν να ισχύουν, αυτές που οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Τίποτε δε φαίνεται ν’ αλλάζει. Ούτε και τα ονόματα πολλές φορές.
Από ένα σημείο και έπειτα έγραφα το βιβλίο παράλληλα με την έρευνα. Έψαξα να βρω τι σώζεται σήμερα από την παλιά ιστορία του 19ου αιώνα, τη Σφαγή στο Δήλεσι, ποια ίχνη άφησε η συμμορία των Αρβανιτάκηδων. Αυτό ήταν αναγκαίο για να καταστεί η ιστορία πιο αξιόπιστη και αληθοφανής.
Πήγα στα μέρη που περιπλανήθηκαν τότε μαζί με τους ομήρους: Πικέρμι, τη Μονή Πεντέλης, Ωρωπός, Συκάμινο. Επισκέφθηκα την Αγγλικανική Εκκλησία στη φιλελλήνων (ένα βιτρό είναι αφιερωμένο στη μνήμη των σφαγιασθέντων «λόρδων»), το Προτεσταντικό Κοιμητήριο. Όταν ένιωσα έτοιμος μετά από τρία χρόνια μελέτης, απαλλαγμένος ίσως από τον συναισθηματισμό μου, προχώρησα στη συγγραφή του μυθιστορήματος. Έτσι το βιβλίο αποτελεί κράμα μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας, υπαρκτών και φανταστικών προσώπων».
Στη συνέχεια, ο κεντρικός ομιλητής, Λογγίνος Παναγή, είπε για το βιβλίο:
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση» προσεγγίζει την κρίση μέσα από την αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Ο Αιμίλιος Σολωμού, ακολούθησε το οδοιπορικό των ληστών που οδήγησε στην σφαγή του Δήλεσι, σε μια υποδειγματική, βιωματική έρευνα, η οποία φανερώνει τις δημοσιογραφικές καταβολές του.
Ο αναγνώστης ακολουθεί τη νοητή γραμμή του εγκλήματος, από το μίσος μέχρι την εξιλέωση και την –πιθανή- συγχώρεση. Οδηγείται από το Πικέρμι στον Ωροπό και στη Μονή Πεντέλης και φτάνει μέχρι την γοτθική εκκλησία του Χριστού του Παρηγορητή στο Γιόρκσαϊρ της βόρειας Αγγλίας η οποία είναι αφιερωμένη στη «μνήμη του Φρέντερικ Βάινερ, φονευθέντος υπό ληστών στην Ελλάδα το 1870». Μεταφέρεται επίσης «στο πεδίο των μαχών» της σύγχρονης, παρηκμασμένης Αθήνας, όπου ανάμεσα σε μετανάστες, αστέγους, πόρνες, πρεζόνια, μολότοφ, ατελεύτητες επαναστάσεις και ψυχολογικές παλινδρομήσεις, ο ήρωας οδηγείται στη διάπραξη του τρομερού εγκλήματος.
Η εισαγωγή του μυθιστορήματος είναι μία έμμεση αναφορά στον «Εκκλησιαστή»: Ματαιότης ματαιοτήτων, I-Phone, Perrier, Moleskine και Rolex, Shulton Old Spice, τα σύγχρονα σύμβολα της ματαιοδοξίας, ατάκτως ερριμμένα ανάμεσα σε αίματα και κομμένους λαιμούς, ενώ στο βάθος η Ακρόπολη στέκει, αμόλυντη και ατάραχη μέσα στην παρθενική ομορφιά της. Τι θα πει να είσαι Έλληνας και τι Ευρωπαίος; Τι σημαίνει να δηλώνεις αριστερός, αναρχικός ή ακροδεξιός στις εποχές μας; Αυτά αναρωτιέται ο συγγραφέας και –αντίθετα με τους ήρωές του- δεν έχει έτοιμες τις απαντήσεις. Αμφιβάλλει, σαν τον Αστυνόμο Αποστόλου, ο οποίος λειτουργεί ως το alter-ego του, περισσότερο από τον κεντρικό ήρωα, Αλέξη Σοκαρδή και τον καθηγητή Σεργίδη. Ο συγγραφέας αρκείται θαρρείς να «φωτογραφίζει» τα δρώμενα με ενός είδους λογοτεχνική Leica που αιχμαλωτίζει εικόνες και λέξεις. Υιοθετεί ένα ντοκιμαντερίστικο ύφος και δεν διστάζει να οικειοποιηθεί τις συνήθειες και τον τρόπο ομιλίας των ηρώων του: δημοτική και καθαρεύουσα, τοπικές διάλεκτοι, παπαδιαμαντικές αποχρώσεις και επιτηδευμένος, βορειοευρωπαϊκός ρομαντισμός, υφαίνουν την γλώσσα κατά την περίσταση.
Την ίδια στιγμή, ο λόγος τεντώνεται και σχοινοβατεί σαν επιδέξιος ακροβάτης ανάμεσα στα είδη: από το διήγημα μεταφέρεται στο χρονογράφημα, την ποίηση, το στιχογράφημα και το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Το ύφος είναι ταυτόχρονα κοφτό και καταιγιστικό, αφαιρετικό και ακραία περιγραφικό. Ο στόχος του συγγραφέα είναι να θραύσει τα όρια, να οδηγήσει τον λόγο στα άκρα, προκειμένου να συναντήσει τις ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις που βιώνουν οι χαρακτήρες του. Ταυτόχρονα, αμβλύνει τις γωνίες και λειαίνει τις επιφάνειες που χωρίζουν τους χαρακτήρες του με αποτέλεσμα στο τέλος, ο αστυνόμος και ο δολοφόνος, ο θανατοποινίτης και ο καθηγητής, ο λήσταρχος και ο λόρδος, να γίνονται ένα και το αυτό. Η ντοστογιεφσκική ματιά μοιάζει και πάλι να μας καλεί στην πρωταρχική αθωότητα του «Ηλίθιου» Πρίγκιπα Μίσκιν.