Γράφει: Παναγιώτης Σιδηρόπουλος
Ολόκληρο το φωτορεπορτάζ σε άλμπουμ τού Facebook.
Σχετικά με το βιβλίο «Αχγιάτ Ανχάρ».
Σχετικά με τη συγγραφέα Μαρώ Κάργα.
Oι εκδόσεις Τόπος παρουσίασαν στο Polis Art Cafe, το βιβλίο της Μαρώς Κάργα, «Αχγιάτ Ανχάρ».
Για το βιβλίο μίλησαν οι:
- Σούλα Μπόζη, συγγραφέας
- Άρης Μαραγκόπουλος, συγγραφέας-εκδότης
Η βραδιά έκλεισε μελωδικά με κοινή μουσική γλώσσα τα «μακάμια της Ανατολής» από τους:
- Χρίστο Τσιαμούλη, τραγούδι, νέυ και ούτι.
- Αντώνη Συριανό, τραγούδι.
- Στρατή Ψαραδέλη, πολίτικη λύρα.
- Στέφανο Δορμπαράκη, κανονάκι.
- Αντώνη Παπαγγελή, κιθάρα.
- Θοδωρή Κουέλη, κόντραμπάσο.
Την εκδήλωση άνοιξε Βασίλης Χατζηιακώβου τού Polis Art Cafe. Ξεφύλλισε το βιβλίο γρήγορα ώστε να αναδυθούν «Τα τόσο έντονα αρώματα αυτού που μας ζαλίζουν όμορφα που μερικές φορές δεν ξέρουμε τι να πούμε» όπως είπε. Καλωσόρισε το κοινό, «τα αγαπημένα πρόσωπα, όσους βρίσκονται ήδη στο πάνελ ή αυτούς που θα ανέβουν σε λίγο για να μουσικά αρώματα» και συνέχισε για το βιβλίο, «Το ζηλεύω για τις λέξεις και τον τρόπο του. Διαπίστωσα ότι έχει μέσα μόνον λέξεις και εικόνες που αγαπάω», Ευχαρίστησε τη συγγραφέα αλλά «Ιδιαίτερα τους εκδότες που σε τέτοιες εποχές βγάζουν τέτοια βιβλία, κοσμήματα, αριστουργήματα! Ζηλεύω και τον εκδότη και τη συγγραφέα». Συνέχισε με μία αναφορά στο χώρο τού Polis Art Cafe και τού κέντρου γενικά και το πως συνδέεται με το συγκεκριμένο βιβλίο, την ιστορία του, τα ιστορικά χρόνια στα οποία διαδραματίζεται.
Ο κος Άρης Μαραγκόπουλος των εκδόσεων Τόπος καλωσόρισε το κοινό στην εκδήλωση. «Ο Βασίλης μίλησε σήμερα περισσότερο απ' ότι συνήθως έχοντας απλώς ξεφυλλίσει το βιβλίο. Μια από τις χάρες αυτού τού βιβλίου είναι αυτό, σε κάνει να βυθιστείς με το που ξεφυλλίζεις, σε κόσμους που με έναν παράξενο τρόπο συνδέονται με το σήμερα». Συνέχισε μιλώντας για το πως φτάσαμε σε εκείνη τη μέρα, «Στον εκδοτικό μας οίκο κάθε μέρα φτάνουν πολλά χειρόγραφα με τη φιλοδοξία να εκδοθούν. Τα κοιτάμε και αποφασίζουμε εάν θα προχωρήσουμε στην έκδοσή τους. Κάπως έτσι, έφτασε στα χέρια μου και το χειρόγραφο τής Μαρώς. Δεν τη γνωρίζαμε αλλά η γενική εντύπωση ήταν η ίδια, άξιζε προσοχής! Του δώσαμε!». Με την υπόσχεση να μιλήσει εκτενέστερα για το βιβλίο αργότερα, έδωσε το λόγο στην κα Μπόζη για τις εντυπώσεις της από το βιβλίο ως «έμπειρος άνθρωπος, σοφός θα έλεγα αναγνώστης που μετράει ο λόγος της», όπως την προσφώνησε.
Η κα Μπόζη καλωσόρισε τη συγγραφέα με το πρώτο της μυθιστόρημα. Έδωσε στη συνέχεια μία πλήρη εικόνα για το βιβλίο, τους ήρωες και τις καταστάσεις που αντιμετωπίζουν. Πως από την Πόλη μία οικογένεια μετακινήθηκε στη Λήμνο, στην Αλεξάνδρεια και άλλες περιοχές. «Μας είναι οικεία αυτή η γεωγραφική διαδρομή που βιώνει τμήμα τού Ελληνισμού το 19ο αιώνα, αρχικά από τα Ιόνια παράλια και την Κωνσταντινούπολη προς το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και πάλι πίσω», είπε και συνέχισε με λεπτομέρειες για την ανάπτυξη τής Πόλης ως οικονομικό και πολιτισμικό κέντρο τού Ελληνισμού. Μέσα από τις καταστάσεις τής οικογένειας τής ιστορίας τού βιβλίου αναδεικνύονται τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα μέσα από τις γενεές.
Συνέχισε ο κος Μαραγκόπουλος αναλύοντας το βιβλίο από μία άλλη σκοπιά, τής λογοτεχνικής αξίας του. «Έχει πυκνή πλοκή, είναι σάρκα ολόκληρη», είπε και συνέχισε, «Έχει πάρα πολλές ιστορίες μέσα στην κεντρική ιστορία, είναι πραγματικά Ζωές Ποτάμια, αυτό που σημαίνει στα ελληνικά ο τίτλος του. Όπως το ποτάμι σχηματίζεται από πολλούς παραπόταμους και χειμάρρους, παίρνει τη μορφή φιδιού, πάει πότε προς τα εδώ πότε προς τα εκεί, εδώ ζωές πολλών ανθρώπων οι οποίες διαχέονται η μία στην άλλη, απέραντες ζωές ποτάμια. Τι σημαίνει όμως αυτό;».
«Το περίεργο των εποχών που ζούμε είναι ότι έχουμε ξεχάσει πως ήταν κάποτε η ζωή, ξεχάσαμε πολλά από τα συστατικά της που την έκαναν να αποκτά το νόημά της. Τα θυμόμαστε μερικές φορές, όπως αυτό το βιβλίο που είναι μία αφετηρία όχι με την έννοια των νοσταλγικών αφηγήσεων για τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια ή την καθ' ημάς Ανατολής αλλά κάτι παραπάνω από αυτά, τα υπερβαίνει. Θυμόμαστε τη ζωή ως μικρές έγνοιες που είναι μεγάλες για αυτούς που τις περνάνε και συμπλέκονται με τα μεγάλα γεγονότα τής ζωής όπως αυτά που ζούμε τώρα, στα χρόνια τής κρίσης. Αυτή η αντίληψη διατρέχει όλο το βιβλίο. Δίνει την Ανατολή όχι ψευτορομαντικά, όχι φολκλόρ, ο αναγνώστης ανακαλύπτει την ανατολή ως φιλοσοφία ζωής που μάλλον έχει χαθεί οριστικά. Ποιο είναι το πρώτο και σημαντικό χαρακτηριστικό του; Ξέρει να ζωγραφίζει, να βάζει τον αναγνώστη στις μικρές λεπτομέρειες που δεν έχει συνηθίσει να δίνει σημασία».
«Σήμερα έχουμε μία δαπάνη χαρτιού, λέξεων και κειμένων που δεν λένε τίποτα, δεν κομίζουν τίποτα στην πραγματική ζωή τού αναγνώστη. Χάσαμε την πραγματική αξία τής ανάγνωσης, να έχει να πει κάτι στον κόσμο μου, στις ανάγκες, στα θέλω μου, στις επιθυμίες, κάπου με στρέφει, κάτι με αναγκάζει να σκεφτώ. Αυτό είναι η δεύτερη μεγάλη μαστοριά τού βιβλίου και δεν το κάνει με διδακτικό τρόπο. Συζητάει με τον αναγνώστη τα πάντα, χωρίς να καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι ο συγγραφέας τον διδάσκει. Αυτό το χάρισμα δεν το έχουν πολλοί συγγραφείς, να περνάς κάτω από τις γραμμές να περνάς αυτό που θέλεις, αθόρυβα, όπως τα ανατολίτικα παραμύθια».
«Παρακολουθώντας αυτές τις ζωές ποτάμια, τους ανθρώπους στις μικρές και μεγάλες τους έγνοιες, προς το τέλος τού βιβλίου συνειδητοποιούμε ότι η ζωή που παρουσιάζεται δεν μοιάζει με τη δική μας γιατί η ζωή τότε αποτελούσε ένα συμπαγές και ενιαίο σύνολο. Αυτό που ζητάει σήμερα η κοινωνία είναι η κοινωνική αλληλεγγύη. Τότε η κοινωνία είχε σφιχτούς άρρηκτους δεσμούς που ήταν και βραχνάς και λύτρωση. Τέτοιους δεσμούς που κανείς δεν ζούσε μόνος του. Αυτό το δείχνει πολύ καθαρά το βιβλίο, οι άνθρωποι γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν ως σύνολο, ως κοινότητες και όταν συμβεί κάτι άσχημο αυτό δεν αφορά 1 ή 2 πρόσωπα αλλά όλη την κοινότητα, τη στενή οικογένεια, την κοινότητα τής εντοπιότητας. Είναι ένα όμορφο βιβλίο, λάμπει».
Στη συνέχεια περιέγραψε στιχομυθία με κριτικό βιβλίων με την οποία θέλησε να δείξει την αμηχανία τους όταν καλούνται να κρίνουν ένα νέο συγγραφέα αλλά και την υπεροψία τους.
«Τα βιβλία που αξίζουν τον κόπο, έχουν πολλές πλευρές για να τα διαβάσεις. Εδώ, είναι η ιστορία. Θα συναντήσετε τον κοινωνικό περίγυρο, την εξέγερση των κοινωνικών ομάδων. Όλα αυτά σαν ψηφίδες, μικρές πινελιές σε μία τεράστια τοιχογραφία».
«Λογοτεχνία δεν υπάρχει χωρίς γλώσσα, χωρίς ύφος. Μερικά κομμάτια αξίζουν τον τίτλο τής αυθεντικής λογοτεχνίας, δεν μπορείς να τα ξεχάσεις», είπε και αναφέρθηκε σε κάποιες σκηνές στο βιβλίο που το επιβεβαιώνουν, «Σκηνές που ανεβάζουν το απλό, το περιστασιακό σε κάτι πάρα πολύ σπουδαίο και το πετυχαίνουν αυτό με τον τρόπο των παλαιών ανατολίτικων παραμυθιών».
«Ένα καλό πρέπει να έχεις ζωντανούς χαρακτήρες, να αναπνέουν, να μην είναι σύμβολα καταστάσεων, να νιώθεις ότι έχουν σάρκα και οστά. Η Μαρώ έχει μία σκηνοθετική ματιά, μπορεί να κινεί πλήθη μέσα σε 3 σελίδες».
Η συγγραφέας Μαρώ Κάργα ευχαρίστησε όλους για την παρουσία τους, «τον εκδότη Βαγγέλη Γεωργακάκη, τον Άρη Μαραγκόπουλο που μου έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο, την Άρτεμι Λόη για την πολύ καλή συνεργασία, την Όλγα Παπακώστα την διορθώτρια των εκδόσεων, την κα Μπόζη για την τιμητική παρουσία της, τους μουσικούς που θα κλείσoυν τη βραδιά».
«Θα μιλήσω λίγο δασκαλίστικα, άλλωστε δασκάλα είμαι. Θα αρχίσω με τον τίτλο, Αχγιάτ Ανχάρ σημαίνει Ζωές Ποτάμια, μία όμορφη κουβέντα που έλεγε η γιαγιά μου. Ζωές που διακόπτονται με το θάνατο αλλά δεν τελειώνουν».
«Σαν ένας φόρος τιμής στην Αλεξάνδρεια που έθρεψε γενιές Ελλήνων ανάμεσα σε αυτούς και δικούς μου ανθρώπους. Μεταφράστηκε στα αραβικά από τον κο Κωνσταντίνο Παστρούδη».
Συνέχισε δίνοντας κάποια συνοπτικά τα βασικά στοιχεία τής ιστορίας τού βιβλίου και τα ιστορικά γεγονότα που ζουν οι ήρωες, τις μετακινήσεις τους σε διάφορες περιοχές και τις συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτές. Ενδιάμεσα διάβαζε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο.
Η βραδιά συνεχίστηκε με μουσική με τη συμμετοχή των μουσικών όπως αναφέρονται στην αρχή τού ρεπορτάζ.
Αφού ευχαρίστησε τη συγγραφέα για την πρόσκληση, κος Χρίστος Τσιαμούλης μάς προϊδέασε για το τι θα ακούσουμε, «Τα τραγούδια αυτά έρχονται μέσα από την παράδοση τής ανατολικής Μεσογείου και σχετίζονται κυρίως με την Πόλη, τη Σμύρνη και την Αλεξάνδρεια».
Ομολογουμένως και η μουσική και το τραγούδι ήταν εξαιρετικά δοσμένα όλα με όργανα εξωτικά, τής Ανατολής.